Κάρυ

Όταν οι Ινδοί λένε κάρυ, εννοούν όλα τα πιάτα με σάλτσα ή πιάτα του ατμού που αρωματίζονται από ένα ειδικό μείγμα καρυκευμάτων. Αντίθετα, στη Δύση, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο κάρυ, δεν αναφερόμαστε στο πιάτο αλλά στο μείγμα μπαχαρικών με το χρυσοκίτρινο χρώμα. 

Το κάρυ συνήθως περιέχει κουρκουμά, ο οποίος του προσδίδει το ιδιαίτερο χρώμα του-  κιτρινόριζα, κόλιανδρο, κύμινο, μαύρο πιπέρι, τζίντζερ, πάπρικα, σιναπόσπορος, κανέλα, γαρίφαλο και κάρδαμο. Στην Ινδία υπάρχουν διαφορετικά μίγματα, ανάλογα με τη χρήση τους-πιο βαριά για το κρέας και πιο ελαφριά για τα θαλασσινά ή λαχανικά.

Το κάρυ, όπως και σχεdόν όλα τα ανατολίτικα και ασιατικά εξωτικά μπαχαρικά, έχει ιστορία χιλιετιών. Μάλιστα, η αρχαιότερη γνωστή συνταγή βρέθηκε στη Μεσοποταμία και χρονολογείται στο 1700 πΧ. 

Μέσα από το εμπόριο των Αράβων και τους δρόμους των μπαχαρικών, το κάρυ έφτασε στην Ευρώπη τον 14ο αιώνα. Ο όρος curry στα αρχαία Αγγλικά, προερχόταν από τη Γαλλική λέξη cuire που σημαίνει "μαγειρεύω - ψήνω" και χρησιμοποιούνταν  γενικά για τη μαγειρική. Ωστόσο, η χρήση του μπαχαρικού εκτοξεύτηκε  τον 19ο αιώνα, κατά την περίοδο της Βρετανικής αποικιοκρατίας της Ινδίας.