Ιθαγενές λαχανικό των Μεσογειακών χωρών, η αγκινάρα "με τα αγκάθια και με τα λουλούδια τα άσπρα", ανήκει στην οικογένειας των Αστεροειδών (Asteraceae) και το άνθος της χρησιμοποιείται στην κουζίνα των αφρικανικών και ευρωπαϊκών λαών από την αρχαιότητα.
Παρά το γεγονός ότι η ανθρωπότητα έτρωγε τις αγκινάρες για περισσότερο από 3000 χρόνια, η πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας βύθισε το ιδιαίτερο αυτό λαχανικό στην αφάνεια μέχρι την αναβίωση της στην Ιταλία, στα μέσα του 15ου αιώνα.
Η φήμη της αγκινάρα εκτοξεύτηκε χάρη στην Αικατερίνη των Μεδίκων. Όταν παντρεύτηκε τον βασιλιά Ερρίκο ΙΙ της Γαλλίας έφερε την αγκινάρα από την πατρίδα της, την Ιταλία, στη Γαλλία, όπου η επιτυχία της ήταν άμεση.
Η αγκινάρα γρήγορα έφτασε στη Βρετανία και ως εκ τούτου, ο όρος αγκινάρα (artichoke) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γραπτά αγγλικά αρχεία του 15ου αιώνα.
Η αγγλική ονομασία προέρχεται από την αραβική Αλ-khurshuf (που σημαίνει γαϊδουράγκαθο). Στα ιταλικά ονομαζόταν articiocco και τελικά "κατοχυρώθηκε" διεθνώς ως artichoke.
Στη συνέχεια, χάρη στους Ευρωπαίους εξερευνητές, το λαχανικό έφτασε στην Αμερική, όπου με τα πέρασμα του χρόνου ενσωματώθηκε (αν και με δυσκολία) στις τοπικές κουζίνες, παρά τον πολύπλοκο τρόπο καθαρισμού και μαγειρέματος.
Η αγκινάρα είναι πλούσια σε βιταμίνες Α, Β1, Β2, νιασίνη και C. . Είναι φυτό ιθαγενές της Αφρικής, καλλιεργείται, όμως, σε πολλά μέρη του σύγχρονου κόσμου σε θέσεις προφυλαγμένες από το δυνατό ψύχος και εδάφη χωρίς πολλή υγρασία.
Στην Ελλάδα καλλιεργείται στην Αργολίδα, στην Κρήτη (όπου βρίσκουμε κυρίως την "άγρια" αγκινάρα με μεγάλα αγκάθια στα πέταλα), στη Λακωνία, στην Κέρκυρα, στην Ηλεία και αλλού.
Επίσης, η αγκινάρα καλλιεργείται σε όλες σχεδόν τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, την Βρετανία και την Γαλλία.