Όλα όσα θα θέλατε να ξέρετε για την ασφαλιστική σύμβαση

Τί ισχύει για την καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης

Η σύμβαση στα πλαίσια της οποίας μια ασφαλιστική επιχείρηση αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στον αντισυμβαλλόμενό της λήπτη ή σε τρίτο πρόσωπο, κάποια παροχή σε χρήμα, ή και σε είδος εφόσον αυτό συμφωνείται ειδικώς όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση αυτή (η λεγόμενη «ασφαλιστική περίπτωση»), ενέχει εκ φύσης την ιδιαιτερότητα της εξάρτησής της από μία αίρεση (μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός). Βέβαια το κάθε μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός εξαρτάται από την περίπτωση του κάθε ασφαλιζόμενου και ως εκ τούτου θα πρέπει οι ειδικότερες συνθήκες ζωής και οι ιδιαιτερότητες του κάθε ασφαλιζόμενου να γνωστοποιούνται στον ασφαλιστή πριν τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης ώστε ο ασφαλιστής να εκτιμήσει τον προς ασφάλιση κίνδυνο και ο ασφαλιστής να προστατευτεί και από την υπαίτια απόκρυψή τους από τον ασφαλιζόμενο.

Αντικείμενο της ασφάλισης μπορεί να είναι οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, πραγματικής, οικονομικής αξίας, ή οποιοδήποτε περιστατικό, η πραγματοποίηση του οποίου ενδέχεται να προκαλέσει την απώλεια κάποιου νομικού δικαιώματος ή την δημιουργία κάποιας νομικής ευθύνης.

Με την ασφαλιστική σύμβαση παρέχεται Ασφάλιση δηλαδή συγκέντρωση τυχαίων και απρόβλεπτων κινδύνων με τη μεταφορά τους σε ασφαλιστές, που συμφωνούν, έναντι ασφαλίστρου, να αποζημιώνουν τους ασφαλιζομένους για τυχαίες ζημίες ή να παρέχουν άλλες χρηματικές παροχές ή υπηρεσίες, που συνδέονται με τον κίνδυνο.

Δεν υπάρχει σύμπτωση τυπικής και ουσιαστικής ενάρξεως της ασφαλιστικής σύμβασης αν συμφωνήθηκε ότι τα αποτελέσματά της δεν θα αρχίζουν από το χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως, αλλά από μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει ότι η ασφαλιστική κάλυψη δεν αρχίζει από την καταβολή της πρώτης δόσεως του ασφαλίστρου.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του νόμου 2496/1997,  κατά τη σύναψη της σύμβασης ασφάλισης,  ο λήπτης (ασφαλιζόμενος) υποχρεούται αφενός να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει και το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του προς ασφάλιση κινδύνου και αφετέρου να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή.

Ειδικά, στην περίπτωση που η σύμβαση καταρτίστηκε με βάση γραπτές ερωτήσεις που έθεσε ο ασφαλιστής, ο τελευταίος δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι συγκεκριμένες ερωτήσεις έμειναν αναπάντητες ή ότι δεν ανακοινώθηκαν περιστάσεις που δεν αποτελούσαν αντικείμενα ερώτησης ή ότι δόθηκε  εμφανώς ελλιπής απάντηση σε γενική ερώτηση, εκτός κι αν ο αντισυμβαλλόμενος ενήργησε με αυτόν τον τρόπο με πρόθεση να τον εξαπατήσει. Το ίδιο ουσιαστικά ισχύει και για τυχόν ατέλειες ή πλημμέλειες των απαντήσεων του ερωτηματολογίου, τις οποίες ο ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλεστεί εκτός κι αν έγιναν από πρόθεση.

Περαιτέρω, αν για οποιονδήποτε λόγο, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλιστή, δεν περιήλθαν σε γνώση του τελευταίου στοιχεία ή περιστατικά που είναι αντικειμενικά ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου, ο ασφαλιστής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση ή να ζητήσει την τροποποίησή της μέσα σε προθεσμία ενός  (1) μηνός, αφότου έλαβε γνώση αυτών των στοιχείων ή περιστατικών. Η δε πρόταση του ασφαλιστή για τροποποίηση της σύμβασης θεωρείται ως καταγγελία, αν μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της δεν έγινε δεκτή, υπό τον όρο ότι αυτό αναφέρεται με σαφήνεια στο έγγραφο της πρότασης.

Τα ίδια δικαιώματα έχει ο ασφαλιστής και στην περίπτωση κατά την οποίαν η παράβαση από την πλευρά του λήπτη έγινε από αμέλειά του, οπότε αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν την τροποποίηση της σύμβασης ή αρχίσει να παράγει αποτελέσματα πριν την καταγγελία από την πλευρά του ασφαλιστή, το ασφάλισμα μειώνεται κατά το λόγο του ασφαλίστρου που έχει καθορισθεί προς το ασφάλιστρο που θα είχε καθορισθεί, αν δεν είχε επέλθει η παράβαση από τον λήπτη.

Στις ανωτέρω περιπτώσεις καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης εκ μέρους του ασφαλιστή, τα έννομα αποτελέσματα επέρχονται μετά την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από τότε που η καταγγελία θα περιέλθει στον λήπτη της ασφάλισης ή μετά την πάροδο ενός μηνός από τη λήψη της πρότασης τροποποίησης από την πλευρά του. Η καταγγελία τη ασφαλιστικής σύμβασης μπορεί να γίνει με επίδοση σχετικού εξωδίκου από δικαστικό επιμελητή προς τον αντισυμβαλλόμενο.

Ωστόσο, εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της καταγγελίας της σύμβασης από δόλο του λήπτη.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 3 του ίδιου ως άνω νόμου, ορίζεται ότι:

Σε περίπτωση παράβασης από δόλο της υποχρέωσης του ασφαλιζομένου, ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης. Αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει εντός της παραπάνω προθεσμίας, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσής του προς καταβολή του ασφαλίσματος. Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται σε αποκατάσταση κάθε ζημίας του ασφαλιστή.

Προκειμένου ο ασφαλιστής να καταγγείλει αζημίως τη σύμβαση απαιτείται γνώση του ασφαλιζομένου για συγκεκριμένο γεγονός που απέκρυψε από τον ασφαλιστή κατά την κατάρτιση της σύμβασης, χωρίς να αρκεί αμέλεια για την απόκρυψη αυτήν. Περαιτέρω, το περιστατικό που αποκρύφτηκε θα πρέπει να είναι αντικειμενικά ουσιώδες, άσχετα αν επέδρασε ή όχι στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Επομένως, το σχετικό δικαίωμα στον ασφαλιστή παρέχει όχι οποιαδήποτε απόκρυψη, αλλά μόνο εκείνη που θα ήταν δυνατό να οδηγήσει είτε στην μη κατάρτιση της σύμβασης είτε στην κατάρτισή της με διαφορετικούς όρους και προϋποθέσεις. Πρέπει δηλαδή η απόκρυψη να έχει ουσιώδη επιρροή στην κατάρτιση ή μη της ασφαλιστικής σύμβασης.

Αν όμως το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, δηλαδή, η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν περιέλθει σε γνώση του ασφαλιστή η εκ δόλου παράβαση της υποχρέωσης του ασφαλιζομένου, τότε δεν είναι λογικό να απαιτείται για την απαλλαγή του ασφαλιστή, η εμπρόθεσμη καταγγελία της σύμβασης ασφάλισης εκ μέρους του, τη στιγμή που αυτός αγνοεί την παράβαση που αποτελεί την αιτία της καταγγελίας, και αφετέρου, ότι δεν αρκεί να προστατεύεται ο μη γνώστης της παράβασης ασφαλιστής μόνο μέσω των γενικών διατάξεων περί πλάνης, ώστε να βρίσκεται, σε πολύ πιο μειονεκτική θέση έναντι εκείνου που γνωρίζει την παράβαση.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, είναι αποδεκτό ότι στην ανωτέρω περίπτωση εφαρμόζεται και πάλι η ρύθμιση του άρθρου 3 παρ. 6 του νόμου 2496/1997 ως ανωτέρω αναφέρεται. Η συνέπεια αυτού είναι ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται αμέσως από την υποχρέωση καταβολής του ασφάλιστρου ακόμα και όταν πληροφορήθηκε την δόλια απόκρυψη των ουσιωδών περιστατικών μετά την επέλευση του κινδύνου, αρκεί να επικαλεσθεί ότι θα είχε προβεί στην καταγγελία της σύμβασης αν είχε λάβει γνώση της παράβασης πριν την επέλευση του κινδύνου.

 

Χρύσα Τσιώτση

Δικηγόρος 

[email protected]