Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και αυτόφωρη διαδικασία

Χρωστάτε στο Δημόσιο και μάλιστα αρκετά και βρίσκεσθε σε μία άσχημη ψυχολογική κατάσταση για το τί μέλλει γενέσθαι όσον αφορά στις συνέπειες της μη αποπληρωμής των οφειλών σας προς το Δημόσιο.

Από την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων με τον σχετικό νόμο 3943/2011 έχουμε πληθώρα αυτόφωρων συλλήψεων οφειλετών του δημοσίου, αλλά η αναποτελεσματικότητα του σχετικού νόμου είναι ξεκάθαρη, αφού το Κράτος δεν εισέπραξε το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών.

Σημαντικό είναι να δούμε ποιός είναι ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος:

Έτσι, με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β' του ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α' του ν. 3943/2011 ορίζεται ότι: «Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής».

Με τη διάταξη αυτή το παραπάνω αδίκημα χαρακτηρίζεται από τον ίδιο το νομοθέτη ως διαρκές, ενώ πρόκειται για στιγμιαίο έγκλημα. Μάλιστα, η διάταξη αυτή είναι αντιφατική, διότι αφενός γίνεται δεκτός ως χρόνος τέλεσης του αδικήματος το χρονικό σημείο της παρέλευσης των τεσσάρων (4) μηνών από την βεβαίωση του χρέους, ενώ αφετέρου ορίζεται κατά τρόπο αυθαίρετο προς τη μορφή του αδικήματος ότι ο χρόνος τέλεσης αυτού εκτείνεται μέχρι την παρέλευση χρονικού διαστήματος ίσου προς το ένα τρίτο του χρόνου παραγραφής του, ΔΗΛΑΔΗ για χρονικό διάστημα είκοσι (20) μηνών!

Με το περιεχόμενό της όμως αυτό η διάταξη αυτή αντίκειται στο Σύνταγμα, αφενός διότι προκαλεί σύγχυση ως προς τον ορισμό των στοιχείων της μορφής του υπό κρίση αδικήματος, με συνέπεια να μην προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό ο χρόνος ολοκλήρωσης αυτού και αφετέρου διότι επεκτείνει τον αξιόποινο χαρακτήρα της αξιόποινης συμπεριφοράς του δράστη πέρα από τα στοιχεία της τυποποιούμενης ως έγκλημα πράξης του.

Χρήσιμο λοιπόν είναι να δούμε τί προβλέπει ο νόμος σε αυτές τις περιπτώσεις:

Το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διαπράξεώς του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπληρώσεως τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος και ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, σε δόσεις ή εφάπαξ.
Ειδικότερα, στις περιπτώσεις καταβολής του χρέους σε δόσεις χρόνος τελέσεως είναι ο χρόνος συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από την καθυστέρηση και της τελευταίας δόσης.

Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων.

Σύμφωνα με τη παρ. 1 του άρθρου 25 Ν. 1882/1990, τιμωρείται «1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών.

Το έγκλημα της παραβάσεως του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 που είναι πλημμέλημα, αφού τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως (άρθρο 18 Π.Κ.) ως εξής:

«α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.
β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α'. υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.

δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.»

Για την στοιχειοθέτηση των ποσών των περιπτώσεων α), β) και γ) λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των οφειλών (από 1-1-2004) ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ εάν αυτές αυτοτελώς ΔΕΝ συνιστούν ποινικό αδίκημα,

Εξάλλου να αναφερθεί για τη φοροδιαφυγή, (άρθρα 17, 18 Ν. 2523/97 μετά την αντικατάσταση με το Ν. 3943/2011) προβλέπεται και κάθειρξη (Αδίκημα φοροδιαφυγής για την παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος) : «2. Ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται: α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και β)«με κάθειρξη» , εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κά8ε διαχειριστική περίοδο το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ».

Επίσης, με άρθ. 18 Ν. 2523/97 προβλέπεται και κάθειρξη ( Αδίκημα φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α. και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών):
«α) με φυλάκιση εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ,
β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και
γ) «με κάθειρξη» εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ.»

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ

Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό (σε πρώτο βαθμό, σε δεύτερο βαθμό δηλαδή στο Εφετείο). Με την εξόφληση οφειλής εξαλείφεται το αξιόποινο.

Ως προς το θέμα της παραγραφής:

Iσχύουν οι κοινές περί του χρόνου τέλεσης και περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων διατάξεις των άρθρων 111, 112 Π. Κ.
Ειδικότερα, ορίζονται τα εξής:

Άρθρο 111
«1.Το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή.
2. Τα κακουργήματα παραγράφονται: α) μετά είκοσι έτη, αν ο νόμος προβλέπει γι αυτά την ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης β) μετά δέκα πέντε έτη, σε κάθε άλλη περίπτωση.
3. Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη.
4. Τα πταίσματα παραγράφονται μετά δύο έτη.»

Άρθρο 112
«Η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε
η αξιόποινη πράξη "εκτός αν ορίζεται άλλως".

Επίσης, εφαρμόζεται το άρθρο 2 παρ.1 Π.Κ (αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου)».
Ειδικότερα το άρθρο 2 Π.Κ ορίζει τα εξής:
Άρθρο 2.
Αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου
1. Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις.

2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της.

Σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία (απόφαση Δικαστηρίου, ειδικότερα, αρ. απόφασης 34279/2012 Μον. Πλημ. Θεσ/κης), η αυτόφωρη σύλληψη για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο βρίσκεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και μάλιστα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 7 παρ. 1. Με την απόφαση αυτή, η δικογραφία που είχε εισαχθεί στο αυτόφωρο επεστράφη στον εισαγγελέα προκειμένου να ακολουθηθεί η τακτική διαδικασία παραπομπής σε δίκη. Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα και το άρθ. 2 παρ. 1 «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελεί την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Δεν μπορεί δηλαδή η ελευθερία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου να θεωρηθούν ως κατώτερα έννομα αγαθά σε σχέση με την είσπραξη φόρων από το Δημόσιο.

Εξάλλου, η υπερβολική από μέρους του νομοθέτη διεύρυνση της έννοιας του αυτόφωρου αδικήματος και σε περιπτώσεις αδικημάτων, για τα οποία δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν τη δυνατότητα γρήγορης και αποτελεσματικής συλλογής του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού, με βάση την οποία διευρύνεται η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας και παραβιάζονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, χωρίς να συντρέχει νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιου είδους περιορισμό, συνιστά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως επίσης και της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που ορίζει το Δικαίωμα σε Δίκαιη Δίκη.

Χρύσα Τσιώτση
Δικηγόρος
[email protected]