Ο σεισμός των 4,7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, μπορεί να μην εμπνέει καμία ανησυχία, θα πρέπει όμως να μας προβληματίζει, όπως υποστηρίζει ο καθηγητής σεισμολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Κώστας Παπαζάχος, ο οποίος μίλησε στο news.gr. Όπως επισημαίνει διανύουμε μία περίοδο ασθενούς σεισμικής δραστηριότητας και “καλό είναι σεισμοί σαν αυτόν να μας θυμίζουν ότι κατά μέσο όρο ένας σεισμός 6,3 Ρίχτερ εμφανίζεται στον ελλαδικό χώρο κάθε χρόνο και να μην εφησυχάζουμε”.
“Τέτοιοι σεισμοί στον ελληνικό χώρο γίνονται κάθε εβδομάδα. Είναι μία χώρα σεισμογενής η Ελλάδα. Όταν γίνονται σε ηπειρωτικές περιοχές όμως, η ανησυχία που προκαλείται στους κατοίκους έιναι μεγαλύτερη. Και νότια της Κρήτης σημειώθηκε πρόσφατα σεισμός και μάλιστα έντασης 6,1 Ρίχτερ και στην Κάρπαθο, αλλά επειδή το επίκεντρο ήταν μακριά από κατοικημένες περιοχές δεν αναστάτωσε τους κατοίκους”, σημειώνει ο έγκριτος σεισμολόγος.
“Το γεγονός έρχεται περισσότερο να ξυπνήσει μνήμες στους κατοίκους λόγω ισχυρού σεισμού το Μάιο του1995 στην περιοχή. Η γένεση τέτοιων σεισμών δεν σηματοδοτεί έξαρση σεισμικής δραστηριότητας. Υπάρχει σταθερή σεισμικότητα σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Υπήρχαν εποχές στις δεκαετίες 50 και 60 αλλά είναι σαφές ότι δεν διατρέχουμε μία τέτοια περίοδο, ώστε να έχουμε συνέπειες.
Όπως αναφέρει ο κύριος Παπαζάχος, ο σεισμός που έγινε πριν από λίγε ημέρες στην Νότια Κρήτη έγινε 80 με 100 χιλιόμετρα μακριά από κατοικημένη περιοχή και παρά το γεγονός ότι είχε μέγεθος 6,1 Ρίχτερ δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητός.
“Ο σεισμός των 5,9 το 1999 στην Αθήνα ήταν βλαπτικότερος οικονομικά σεισμός για την πόλη. Αυτό που επηρεάζει είναι ο χώρος και οι συνέπειες. Τα τελευταία χρόνια μετά το 2008 δεν έχουμε τη γέννεση μεγάλων σεισμών της τάξεως του 6,5 με δυσμενείς συνέπειες στον ελλαδικό χώρο, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι έχει ατονήσει η δραστηριότητα”, καταλήγει ο κύριος Παπαζάχος.