Την εκτίμηση ότι “η Θεσσαλονίκη δεν ανήκει στις περιοχές όπου υπάρχει πιθανότητα να εκδηλωθεί σεισμός πάνω από 6 Ρίχτερ την επόμενη δεκαετία” διατυπώνει ο ομότιμος καθηγητής γεωφυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Βασίλης Παπαζάχος, με αφορμή την παρουσία του σε ημερίδα της “Ομάδας Δημιουργίας για τη Θεσσαλονίκη” για την αντισεισμική θωράκιση της πόλης.
“Βραχυπρόθεσμη πρόγνωση δεν μπορεί να γίνει. Η μεσοπρόθεσμη που είναι εφικτή αφορά μια δεκαετία” σημειώνει χαρακτηριστικά, μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Από την πλευρά του, ο αναπληρωτής καθηγητής σεισμολογίας στο ΑΠΘ, Μανώλης Σκορδίλης, γνωστοποιεί πως έχει δημιουργηθεί ένα νέο σύστημα, το οποίο, με βάση αυτοματοποιημένες διεργασίες, μπορεί να εκτιμήσει πολύ πιο γρήγορα σε σχέση με το παρελθόν, το αν κάποια σεισμική δόνηση είναι ο κύριος σεισμός που στη συνέχεια θα αποκλιμακωθεί ή αν θα ακολουθήσει κάποιος άλλος μεγαλύτερος.
“Το εν λόγω μοντέλο δημιουργήθηκε στο πλαίσιο μεταπτυχιακής εργασίας της Ελένης Τέζα και δεν συνιστά μέθοδο πρόγνωσης καθώς η τελευταία προϋποθέτει την πρόβλεψη πριν ξεκινήσει μια σεισμική ακολουθία. Επί του παρόντος μιλάμε για μια εκτίμηση σχετικά με το πως θα εξελιχθεί ένας σεισμός που έχει ήδη εκδηλωθεί” διευκρινίζει.
Αναφέρει, εξάλλου, ότι μετά το σεισμό του 1978 στη Θεσσαλονίκη, αναπτύχθηκε ένα σεισμολογικό δίκτυο οκτώ σταθμών στην Κεντρική Μακεδονία που με τα χρόνια απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα διαθέτοντας 40 σταθμούς. Το 2006 ενσωματώθηκε στο ενιαίο δίκτυο σεισμογράφων, όπου εκτός από το ΑΠΘ μετέχουν τα δίκτυα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και των πανεπιστημίων της Αθήνας και της Πάτρας.
“Έχουμε πια στη διάθεσή μας υψηλής ποιότητας σεισμολογικά δεδομένα που αποτελούν τη βάση της ποιοτικής σεισμολογικής έρευνας. Αυτά μας επιτρέπουν να μαθαίνουμε τα σεισμικά ρήγματα ανά περιοχή και να παρακολουθούμε σε πραγματικό χρόνο την εξέλιξη σεισμικών διεγέρσεων” προσθέτει.