Τρία χρόνια είχε να βρέξει στην ανατολική Ρωμυλία και οι κάτοικοι της περιοχής "βυθίστηκαν" στην απόγνωση καθώς έβλεπαν τα κηπευτικά τους να μην μεγαλώνουν και τα σιτάρια τους να μην δένουν καρπό. Η γη "διψούσε", το ίδιο και ο κόσμος και τα ζωντανά. Έτσι, ο τοπικός πληθυσμός πήρε στα χέρια τις εικόνες και μαζί με τους ιερείς βγήκαν στους δρόμους για λιτανεία, τόσο μεγάλη και τρανή, που δεν πρόλαβαν να ταΐσουν τα ζώα. Στο τέλος έβρεξε και η βροχή "ξεδίψασε" τις καλλιέργειες και τους ανθρώπους, έγινε ποίημα και έθιμο που κάθε χρόνο αναβιώνει σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την άνωθεν σωτήρια παρέμβαση.
"Το έθιμο αναβιώνει τη Δευτέρα, μετά την Κυριακή του Θωμά. Οι δεσποτάδες το λένε τράπεζα αγάπης και εμείς το αποκαλούμε κουρμπάνι, δηλαδή θυσία, πρόκειται όμως για μια δέηση για βροχή" εξηγεί στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η πρόεδρος του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Μεσσούνης Ροδόπης Ιωάννα Δραγανίδου και διευκρινίζει ότι οι ρίζες του εθίμου τοποθετούνται χρονικά πριν από το 1900.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη συνήθεια αυτή έφεραν οι πρόσφυγες από το Σιναπλί στη Μεσσούνη Ροδόπης, ωστόσο υπάρχει ακόμη και σήμερα και σε άλλες περιοχές,
Οι προετοιμασίες ξεκινούν από το βράδυ της Κυριακής του Θωμά, οπότε οι γυναίκες ντύνουν με όμορφα ρούχα και στολίζουν με λουλούδια στα μαλλιά ένα μικρό κοριτσάκι, ορφανό από πατέρα ή μητέρα, "για να λυπηθεί ο Θεός τους ανθρώπους και να τους στείλει την πολύτιμη βροχή"
Η μικρή "Περπέρω", μαζί με άλλα κορίτσια του χωριού, πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι, όπου οι κάτοικοι ρίχνουν νερό στις αυλές και πετούν το κόσκινο. Ανάλογα με τον τρόπο που θα πέσει, κάνουν τη δική τους πρόβλεψη για το αν τελικά θα βρέξει ή όχι.
Την επομένη ψάλλεται δέηση, οι ιερείς ευλογούν τα αμνοερίφια, τα τσουρέκια και τα άλλα τρόφιμα που θα μοιραστούν και στη συνέχεια σφάζονται τα αρνιά που φέρουν στο μέτωπό τους έναν σταυρό για να υποδηλώσει τη θυσία τους.
Η παράδοση, μάλιστα, λέει ότι την πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε η λιτανεία, άνδρες και γυναίκες που μαζεύτηκαν στην τοποθεσία "Τρεις Λεύκες" στο Σιναπλί αφιερώθηκαν τόσο πολύ στην προσευχή που άφησαν ατάιστα και διψασμένα τα παιδιά τους και τα ζώα τους. Όλοι τους κρατούσαν στα χέρια ένα κερί και ένα μικρό κουβαδάκι, όπου "φιλοξένησαν" το φαγητό που μαγειρεύτηκε.