Φαγοπότι μεγάλης έκτασης και διαρκείας, με επίκεντρο τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), αποκάλυψαν οι οικονομικοί επιθεωρητές και τα όσα βρήκαν ξεσκονίζοντας τα "τεφτέρια" του πανεπιστημίου με επικεφαλής τον εισαγγελέα Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Διαφθοράς Θεσσαλονίκης, Αργύρη Δημόπουλο.
Ο ανώτερος εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος παρακολουθεί «στενά» την υπό εξέλιξη έρευνα σχετικά με τη διαχείριση του ΕΛΚΕ και την καταβολή του νόμιμου ποσοστού από τους πανεπιστημιακούς που εργάζονται παράλληλα κι ως ελεύθεροι επαγγελματίες, ζήτησε να γίνει σε βάθος έλεγχος. Στο πλαίσιο αυτό παρήγγειλε να συνεχιστεί η προκαταρκτική εξέταση για να διακριβωθεί εάν στοιχειοθετούνται τα κακουργήματα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, της απιστίας στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση και της απάτης κατ' εξακολούθηση σε βάρος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια.
Μάλιστα, το επόμενο διάστημα θα «παρελάσουν» από το ΣΔΟΕ μέλη της Επιτροπής που διαχειρίζεται τα κονδύλια και άλλα εμπλεκόμενα μέλη Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) του Αριστοτελείου, προκειμένου να δώσουν ανωμοτί καταθέσεις (ως ύποπτοι τέλεσης αξιόποινων πράξεων).
Η παραπάνω εξέλιξη έρχεται μετά την υποβολή των διαπιστώσεων στις οποίες κατέληξαν οι οικονομικοί επιθεωρητές που ερεύνησαν -σε βάθος 15ετίας- τη διαχείριση του ΕΛΚΕ. Σύμφωνα με δικαστικές πηγές, στα συμπεράσματά τους περιλαμβάνονται τα παρακάτω:
- μη νόμιμη πληρωμή ύψους 4,5 εκατ. ευρώ από τον ΕΛΚΕ του ΑΠΘ που αφορά σε συμβάσεις με αναδρομικές ημερομηνίες έναρξης συνεργατών των επιστημονικά υπευθύνων στο πλαίσιο ερευνητικών έργων
- διαπίστωση φοροδιαφυγής καθώς ένα μεγάλο μέρος επιστημονικά υπευθύνων (μέλη ΔΕΠ) δεν δήλωναν στις φορολογικές δηλώσεις τις αποζημιώσεις που λάμβαναν σε ερευνητικά προγράμματα του ΕΛΚΕ του ΑΠΘ. Η υπόθεση έχει ήδη σταλεί στο ΣΔΟΕ που διεξάγει έρευνα καθώς σε ικανό δείγμα από την ελεγκτική ομάδα διαπιστώθηκε ότι το συντριπτικό ποσοστό των καθηγητών δεν δήλωνε τις πρόσθετες αυτές αποδοχές που ανέρχονταν σε πλείστες περιπτώσεις στο 100% των αποδοχών τους. Οι συνολικές αμοιβές από τον ΕΛΚΕ αφορούν στο ποσό των 37 εκατ. ευρώ και σύμφωνα με τα ανωτέρω, το ποσό της φοροδιαφυγής μαζί με τα πρόστιμα και τις προσαυξήσεις, υπολογίζεται να ανέλθει ή να ξεπεράσει το ποσό αυτό.
- Διαπίστωση της μη απόδοσης του 15% στον ΕΛΚΕ ανά αμοιβή από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος από μέλη ΔΕΠ.
- Ενδείξεις κακοδιαχείρισης κονδυλίων από την Εταιρία Αξιοποίησης Περιουσίας του ΑΠΘ, η οποία αναλάμβανε να εκτελέσει αρκετά ερευνητικά έργα του ΕΛΚΕ.
- Εύρεση εικονικών και παραποιημένων παραστατικών (μη πραγματικών) ποσού 340.000 ευρώ σε δαπάνες ερευνητικών προγραμμάτων τεσσάρων καθηγητών του ΑΠΘ.
- Εύρεση δαπανών ποσού 90.000 ευρώ που αφορούσαν σε γεύματα που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο εκτέλεσης των ερευνητικών έργων για τα οποία δεν προκύπτει από τα σχετικά παραστατικά ότι συνέβαλαν στους σκοπούς αυτών.
- Εντοπισμός περιπτώσεων διπλοπληρωμών που αφορούν σε αποζημιώσεις μετακινήσεων καθηγητών από διαφορετικούς φορείς για την ίδια αιτία αλλά και μετακινήσεις που θεωρείται αδύνατο να πραγματοποιήθηκαν.
- Κακοδιαχείριση των διαθεσίμων του ΕΛΚΕ για την περίοδο 2005-2010. Τα χρηματικά διαθέσιμα του ΕΛΚΕ που ανέρχονταν σε 25 εκατ. ευρώ δεν διαχειρίστηκαν με τον πλέον επωφελή τρόπο από την Επιτροπή Ερευνών καθώς ήταν τοποθετημένα σε Τράπεζα και σε λογαριασμό όψεως με επιτόκιο 0,7%, ενώ ήταν δυνατόν να τοποθετηθούν σε προθεσμιακές καταθέσεις, κάτι που πραγματοποιήθηκε το 2010 και απέφερε κέρδη 1.365 εκατ. ευρώ (επιτόκιο 7,8%). Από τις καταθέσεις αυτές και κατά το διάστημα τής μικρής τοκοφορίας επωφελήθηκε η Τράπεζα.
- Πλημμελής διαχείριση μεγάλου ποσού προκαταβολών που αφορούσαν σε δαπάνες δικαιούχων προγράμματος από μέλος ΔΕΠ (1.055.865,55 ευρώ) χωρίς να αποδεικνύεται η ολική ή μερική καταβολή των ποσών αυτών με αντίστοιχα παραστατικά στους δικαιούχους.
- Ύπαρξη αμφιβολίας για την πραγματοποίηση πολλών μετακινήσεων σε προορισμούς χωρίς διόδια των μελών ΔΕΠ. Σημειώνεται ότι απ' αυτές τις μετακινήσεις ορισμένοι καθηγητές εισέπρατταν έως και 28.000 ευρώ ετησίως. Σε κάποιους έχει εξακριβωθεί η μη πραγματοποίηση ορισμένων μετακινήσεών τους.