Ένα μοναδικό μνημείο της αρχαίας πόλης της Αμφίπολης βρίσκεται σχεδόν απέναντι από τον περίφημο πλέον τύμβο του λόφου Καστά. Πρόκειται για τη διπλή πύλη Α’, όπως είναι γνωστή, ένα μεγαλειώδες έργο οχυρωματικής αρχιτεκτονικής που αποτελούσε και μια από τις σημαντικότερες πύλες της πόλης. Μάλιστα, επεφύλασσε σε όσους την περνούσαν βγαίνοντας από την πόλη, μια εξαιρετική θέα της πεδιάδας και του ποταμού, ενώ ο τύμβος δέσποζε στους πρόποδες του ιερού όρους, του Παγγαίου.
Σύμφωνα με άρθρο του δημοσιογράφου-ιστορικού ερευνητή Άρη Μεντίζη στο xronometro.com, στη βόρεια πλευρά της αρχαίας πόλης, ανάμεσα σε δύο απότομους λόφους, σχηματίζεται μια μικρή κοιλάδα. Κατά μήκος αυτής της κοιλάδας, παράλληλα με τον ποταμό Στρυμόνα και σε απόσταση περίπου 200 μέτρων από αυτόν, εκτείνεται ένα τμήμα του τείχους της αρχαίας πόλης, που θεωρείται από τα πιο εντυπωσιακά ερείπια του χώρου, και το οποίο σε κάποια σημεία σώζεται σε ύψος 7,25 μ. Το μήκος αυτού του τμήματος του τείχους φτάνει τα 167 μέτρα και σύμφωνα με τον ανασκαφέα Δημήτρη Λαζαρίδη, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής της Αμφίπολης.
Πρέπει να σημειωθεί πως ο ίδιος ο Δ. Λαζαρίδης, από το 1972 άρχισε τη συστηματική έρευνα των οχυρώσεων της πόλης. Μάλιστα, όπως αναφέρει στα ημερολόγιά του, οι Αθηναίοι σχεδίασαν τη νέα πόλη με την προοπτική πως θα έπαιζε σπουδαίο ρόλο. Έτσι έκαναν τον περίβολο του τείχους της μεγαλύτερο από τον περίβολο που είχαν τα τείχη της Αθήνας την εποχή του Περικλή. Τα τείχη της Αθήνας είχαν μήκος μικρότερο κατά 1.000 μέτρα, ενώ το μήκος των τειχών της Αμφίπολης φτάνει τα 7.450 μέτρα. “Είναι από τα εντυπωσιακότερα μνημεία της αρχαιότητας αυτά τα κομμάτια του τείχους της Αμφίπολης, γιατί διατηρούνται σε άριστη κατάσταση και γιατί μας δίνουν μια πολύ καθαρή εικόνα της πολεμικής αρχιτεκτονικής των αρχαίων”, αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στο τμήμα αυτό του τείχους υπάρχουν δύο πύλες. Η πρώτη στα δυτικά, χρονολογείται στους ελληνιστικούς χρόνους και βρίσκεται σε επίπεδο ψηλότερο σχεδόν κατά δύο μέτρα από την κρηπίδα του τείχους. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, η πύλη αυτή ανοίχτηκε όταν οι προσχώσεις με τα φερτά υλικά από τον ποταμό, έκλεισαν την πύλη των κλασικών χρόνων που βρίσκεται δεξιά της, στο αρχικό επίπεδο του τείχους.
Όπως αναφέρεται, πρόκειται για μία από τις πιο σημαντικές “θράκιες πύλες”, όπως τις αναφέρει ο Θουκυδίδης. Σε αυτή υπάρχει τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική αυλή, με διαστάσεις 9,40 x3,80 μέτρα.
Όπως σημειώνει στα ημερολόγιά του ο Δ. Λαζαρίδης, “έχουμε πια μπροστά στα μάτια μας, επαληθευμένη, την περιγραφή του Θουκυδίδη: το πώς ο Άγνωνας κατόρθωσε να εγκαταστήσει τους αποίκους που έφερε από την Αθήνα κι από άλλα μέρη και πως οχύρωσε την πόλη με μακρό τείχος, κατά μήκος του ποταμού που την περιρρέει και που γι’ αυτό ο Άγνωνας την ονόμασε Αμφίπολη. Αποκαλύφθηκαν ως τώρα πύργοι κυκλικοί, ημικυκλικοί ή τετράγωνοι, σε γωνίες του τείχους, σε δεσπόζοντα ή αδύνατα σημεία, που ενίσχυαν την ασφάλειά του. Σκάλες που οδηγούν στον περίπατο του τείχους. Πύλες που έχουν αυλές εξωτερικές και εσωτερικές, προορισμένες για την άμυνα ή την προετοιμασία της επίθεσης”.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, ανατολικότερα από τις δύο πύλες, αποκαλύφθηκε μια εντυπωσιακή σκάλα, από την οποία σώζονται 13 σκαλοπάτια στη θέση τους. Η σκάλα αυτή, οδηγεί στον περίπατο του τείχους, δηλαδή στο διάδρομο που υπήρχε στις πολεμίστρες, αλλά και σε κάποιο πλάτωμα που υπάρχει. Στη βάση αυτής της σκάλας σώζεται μια μικρή θύρα, σχεδόν τριγωνική, που προφανώς αποτελούσε τη θέση κάποιου τοξότη ή φύλακα της πύλης, που βρίσκεται κοντά.
Τέλος, ανατολικά της σκάλας, πριν από μια γωνία του τείχους, αποκαλύφθηκε ένα μοναδικό τεχνικό έργο της αρχαιότητας, ένας μεγάλος αποχετευτικός αγωγός ομβρίων υδάτων, μήκους 8,05 μ. Αποτελείται από επτά οχετούς και έξι πεσσούς τριγωνικής τομής, με στρογγυλεμένες εσωτερικά τις κορυφές των τριγώνων για την εύκολη ροή του νερού, που σχηματίζει ορμητικό χείμαρρο κατά την περίοδο των βροχών. Η απόσταση ανάμεσα στους πεσσούς είναι 20 εκατοστά περίπου, για να εμποδίζεται η διείσδυση του εχθρού στα τείχη, ανάμεσα από τους οχετούς.