Τρεις μέρες και τρεις νύχτες προσπαθούσε ο περιβόητος "κροκοδειλάκιας", Ολιβιέ Μπεχρά, να εντοπίσει τα ίχνη του Σήφη στη λίμνη του φράγματος Ποταμών. Ο κροκόδειλος, όμως, κατάφερνε να ξεγλιστράει διαρκώς από τον έμπειρο γητευτή.
Ο Μπεχρά και οι συνεργάτες του σήκωσαν τα χέρια ψηλά.
Ο "κροκοδειλάκιας" κατέληξε, πάντως, σε ορισμένα συμπεράσματα από τα στοιχεία που συνέλεξε στη διάρκεια της επιχείρησης. Ο Σήφης είναι κροκόδειλος του Νείλου και είναι παχύς.
Ακόμη, ωστόσο, δεν έχει αποσαφηνιστεί εάν είναι αρσενικός ή θηλυκός, ενώ το μέγεθός του (περίπου 1,70 μ.) παραπέμπει σε μια ηλικία 4-7 ετών.
Ο Ολιβιέ Μπεχρά αποχώρησε από τη λίμνη την πρώτη του Σεπτέμβρη και έδωσε σαφείς οδηγίες για υπομονή και αλλαγή των δολομάτων κάθε δύο με τρεις ημέρες, πιστεύοντας συν τοις άλλοις, ότι όσο περισσότερες ημέρες μείνει νηστικός ο Σήφης, όταν δηλαδή αναζητήσει τροφή, αλλά δε βρει, τόσο πιο εύκολο είναι να δελεαστεί από τα δολώματα.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε η δασολόγος, Χαρά Καργιολάκη, αναφέρονται τα εξής για την επιχείρηση:
"Μετά από τη σχετική απόφαση της ορισθείσας από το Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης Ομάδας Άμεσης Επέμβασης, στις 26-27-28 Αυγούστου 2014, επιχειρήθηκε η σύλληψη του κροκοδείλου που ζει στο φράγμα Ποταμών Αμαρίου Κρήτης.
Στην επιχείρηση αυτή συμμετείχαν ο κος Olivier Behra (ειδικευμένος στην σύλληψη των κροκοδείλων) και η συνεργάτης του κα Martine Velitch, μέλη της ομάδας άμεσης επέμβασης (όπως έχει ορισθεί από τον ΓΓΑΔΚ), υπάλληλοι της Δ/νσης Δασών Ρεθύμνου, του Οργανισμού Ανάπτυξης Κρήτης, της Ελληνικής Αστυνομίας, όπως και εθελοντές.
Στις αρχικές αυτοψίες στην περιοχή αναγνωρίστηκε η ύπαρξη του ζώου, οι χώροι στους οποίους κινείται και ξεκουράζεται και αποφασίστηκε ο χρόνος, ο τρόπος και τα αναγκαία μέσα για την επιχείρηση σύλληψης. O Olivier Behra, εξ αρχής επέλεξε να επιχειρήσει κατά τις νυχτερινές ώρες, λόγω των μεγαλύτερων πιθανοτήτων για επιτυχία.
Από την πρώτη στιγμή τονίσθηκε η ανάγκη για συνθήκες απόλυτης ησυχίας και σκότους καθ’ όλη τη διάρκεια της επιχείρησης, προκειμένου να αφεθεί το ζώο σε ηρεμία και να μπορέσει να το ακινητοποιήσει με τη χρήση φακού και να το συλλάβει με ειδικά σκοινιά.
Η μορφολογία της περιοχής (12 χιλιόμετρα ακτογραμμών), του πυθμένα με τις απότομες εναλλαγές βάθους (μέγιστο βάθος 50 μ.), όπως και η ύπαρξη παλαιότερων δένδρων σε κατάκλιση και νεώτερης υδροχαρούς βλάστησης που χρησιμοποιούνται ως καταφύγιο του ζώου, δημιουργούν ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες για την επιχείρηση,
Ο τρόπος που επελέγη τελικά ήταν η χρήση μικρής πλαστικής βάρκας, με μηχανή 5 ίππων και κουπιά, για την ανίχνευση της ακτογραμμής και τον εντοπισμό του ζώου. Στην ακτή υπήρχε εφεδρική λέμβος μεγαλύτερου κυβισμού με έμπειρους χειριστές – ναυαγοσώστες, ώστε να είναι δυνατή η άμεση επέμβαση σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο.
Εάν η πλαστική βάρκα είχε προβλήματα λόγω της βλάστησης στην προσέγγιση του ζώου, θα χρησιμοποιούνταν κανό με κουπιά. Εκτός από τον Olivier Behra, στις βάρκες επέβαινε και ο ερπετολόγος και μέλος της ομάδας άμεσης επέμβασης, κύριος Πέτρος Λυμπεράκης".