Το θρησκευτικό συναίσθημα ήταν πολύ έντονο στην αρχαιότητα και αυτό σήμαινε ουσιαστικά πως οι θεοί ήταν αυτοί που προμήνυαν το μέλλον. Οι στρατιές των αρχαίων Ελλήνων διέθεταν πάντοτε μάντεις και τα αναγκαία για τις θυσίες. Από τον κανόνα αυτό δεν μπορούσε να παρεκκλίνει ούτε ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που είχε στις τάξεις του πολλούς μάντεις. Οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί διέσωσαν τα ονόματα του Αρίστανδρου από την Τελμισσό, του Δημοφώντα, του Κλεομένη από τη Σπάρτη, και του Πυθαγόρα (ή Πειθαγόρα σύμφωνα με τα περισσότερα κείμενα) από την Αμφίπολη, ο οποίος έμεινε στην ιστορία γιατί ήταν αυτός που μάντεψε τόσο το θάνατο του Ηφαιστίωνα, όσο και το θάνατο του ίδιου του Αλεξάνδρου.
Μάλιστα, σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο Μέγας Αλέξανδρος προσέφερε θυσίες πολύ συχνά, όπως μαρτυρούν οι ιστορικοί. Αποδεικνύεται δηλαδή πως ήταν ιδιαίτερα επιμελής στο να προσφέρει θυσίες σύμφωνα με τις συνήθειές ή όπως του υποδείκνυαν οι μάντεις. Βέβαια, πολλές φορές ακολουθούσε πιστά το δικό του στρατηγικό σχέδιο και αγνοούσε όσα του έλεγαν οι μάντεις. Υπάρχουν όμως και κάποιες περιπτώσεις, όπου στις θυσίες του Αλεξάνδρου είναι εμφανής ο συνήθης φόβος του ανθρώπου για το μέλλον αλλά και η ανάγκη του να εξασφαλίσει την εύνοια των θεών, όπως είναι για παράδειγμα οι δύο διαδοχικές θυσίες που έκανε κατά τη διάβαση του Ελλήσποντου, στη μεν ευρωπαϊκή ακτή στον τάφο του Πρωτεσίλαου, στη δε ασιατική ακτή στο βωμό του Ερκείου Διός. Επίσης, στις θυσίες των τελευταίων ημερών της ζωής του, φαίνεται ότι τον Αλέξανδρο διακατείχε ο φόβος του πρόωρου θανάτου.
Η αρχή του τέλους για τον Αλέξανδρο
Για τον Αλέξανδρο, η αρχή του τέλους φαίνεται ότι ήταν, σύμφωνα πάντα με τους μάντεις, η είσοδος στη Βαβυλώνα. Είχε προηγηθεί βέβαια και ο θάνατος του Ηφαιστίωνα, που τον είχε καταβάλει ψυχολογικά, κάτι που αναφέρει και ο Αρριανός (Βιβλίο Ζ’ 16,8).
Μόλις τον είδαν να πλησιάζει στη Βαβυλώνα, Χαλδαίοι αστρολόγοι και ιερείς, βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Αλέξανδρο, τον οποίο αφού πλησίασαν του είπαν να μην μπει στη Βαβυλώνα, έστω προσωρινά, επικαλούμενοι τον θεό Βήλο, που τους το είπε με την ίδια του τη φωνή (Αρριανός Ζ’ 16,5). Ωστόσο ο Αλέξανδρος δεν τους άκουσε και τους απάντησε με ένα στίχο του Ευριπίδη: «Μάντις δ’ άριστος όστις εικάζει καλώς», που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει πως καλός μάντης είναι αυτός που μαντεύει καλά. Οι Χαλδαίοι θορυβήθηκαν και τον προέτρεψαν, τουλάχιστον, να μην μπει στην πόλη κοιτώντας δυτικά, αλλά ούτε από την όχθη του ποταμού που βρισκόταν, και να κάνει το γύρο της πόλης ώστε να βλέπει ανατολικά μπαίνοντας σε αυτή.
Όπως αναφέρει ο J. G. Droysen, στο έργο του «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου», ο Αλέξανδρος διέταξε να στρατοπεδεύσουν στα ανατολικά του Ευφράτη κι αυτός κατέβηκε στην όχθη για να συνεχίσει και να κάνει το γύρο της πόλης, ώστε να εισέλθει από τα δυτικά.
Ωστόσο τα πολλά έλη της περιοχής, τον εμπόδισαν και παράλληλα ο Ανάξαρχος ο σοφιστής, με φιλοσοφικά επιχειρήματα τον απάλλαξε απ’ την δεισιδαιμονία, όπως αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ΙΖ’112). Από την άλλη, ο Πλούταρχος (Παράλληλοι βίοι: Αλέξανδρος ο Γ’)μ, αναφέρει πως ο Μακεδόνας βασιλιάς δεν έδωσε σημασία στη συμβουλή των Χαλδαίων, όμως πλησιάζοντας τα τείχη της πόλης είδε κοράκια να τσακώνονται και κάποια νεκρά να πέφτουν μπροστά του. Αν και μπήκε στη Βαβυλώνα η εικόνα αυτή έμεινα χαραγμένη στη μνήμη του.
Η μαντεία του Πυθαγόρα
Τον Αριστόβουλο, τον ιστορικό που συνόδεψε τον Μέγα Αλέξανδρο στις εκστρατείες του, επικαλείται ο Αρριανός (Ζ’ 18, 1-5) και αναφέρει πως αρχηγός των δυνάμεων στη Βαβυλώνα ήταν ο στρατηγός Απολλόδωρος ο Αμφιπολίτης, ο οποίος και ξεκίνησε με τα τμήματά του για να συναντήσει τον Αλέξανδρο που επέστρεφε από την Ινδική. Ο Απολλόδωρος, τρομαγμένος απ’ τις βαριές τιμωρίες που είχε επιβάλει σε άλλους ο Αλέξανδρος, έγραψε στον αδελφό του Πυθαγόρα, έναν από τους μάντεις του Μακεδόνα βασιλιά, να του πει τι θα γίνει. Ο Πυθαγόρας, ήταν «σπλαχνοσκόπος», δηλαδή εξέταζε τα σπλάχνα των ζώων που θυσίαζε και από εκεί προέβλεπε το μέλλον. Όταν λοιπόν ο μάντης ρώτησε τον αδερφό του για ποιόν θέλει να μάθει, αυτός του απάντησε για τον Αλέξανδρο και τον Ηφαιστίωνα.
Έτσι ο μάντης από την Αμφίπολη, θυσιάζει το πρώτο ζώο και γράφει στον αδερφό του πως ο Ηφαιστίωνας σε λίγο δεν θα υπάρχει ανάμεσά τους. Το γράμμα του Πυθαγόρα έφτασε στον Απολλόδωρο μια μέρα πριν πεθάνει ο Ηφαιστίωνας.
Παράλληλα θυσιάζει για τον Αλέξανδρο και βρίσκει το ίδιο αποτέλεσμα. Το γράφει και αυτό στον Απολλόδωρο, ο οποίος όμως για να δείξει στον Αλέξανδρο πως νοιάζεται για κείνον περισσότερο και από τον εαυτό του, του λέει για την μαντεία του Πυθαγόρα, η οποία επιβεβαιώθηκε εν τω μεταξύ για τον Ηφαιστίωνα, και του λέει να προσέχει από κάθε κίνδυνο.
Όταν έφτασε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος, κάλεσε τον Πυθαγόρα και τον ρώτησε για τα σημάδια που είδε και για τα οποία έγραψε στον αδερφό του. Τότε ο Πυθαγόρας του λέει πως το συκώτι του ζώου που θυσίασε δεν είχε λοβό, και αυτό είναι πολύ κακό («άλοβον οι το ήπαρ εγένετο του ιερείου, ερομένου δε (Αλεξάνδρου) ό,τι νοοί το σημείον, μέγα ειπείν είναι χαλεπόν», Αρριανός Ζ’ 18, 4). Το σημείο αυτό αναφέρει και ο Πλούταρχος (Παράλληλοι βίοι: Αλέξανδρος ο Γ’), σημειώνοντας ότι ο Αλέξανδρος «ηρώτησε των ιερών τον τρόπον, φήσαντος δ’ ότι το ήπαρ ήν άλοβον, “παπαί” είπεν, “ισχυρόν το σημείον”», δηλαδή τον ρώτησε για τη φύση των σπλάχνων των ιερών σφαγίων, αυτός απάντησε ότι το συκώτι δεν έχει λοβό είπε «αλίμονο είναι σημαντικό σημάδι».
Ο Αλέξανδρος ευχαρίστησε το μάντη και απόρησε, για την σύμπτωση της ελληνικής μαντείας με όσα του είχανε πει οι μάγοι αστρολόγοι, αποτρέποντάς τον να εισέλθει στη Βαβυλώνα. Ο προβληματισμός αυτός τον καταδίωκε μέχρι τέλους. Η συνέχεια είναι γνωστή. Σύντομα ο Αλέξανδρος αρρώστησε και έχοντας υψηλό πυρετό, κατάκοιτος και μη μπορώντας να μιλήσει πια πέθανε, στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώθηκε η πρόβλεψη του Πυθαγόρα.