Ο ακήρυχτος πόλεμος των ναρκωτικών στα ελληνοαλβανικά σύνορα

Θεαματική αύξηση της παραγωγής και διακίνησης χασίς παρουσιάζεται, χρόνο με τον χρόνο, στην αλβανική κωμόπολη Λαζαράτι, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις κυβερνητικών στελεχών να πάψει η καλλιέργεια του ναρκωτικού, καθώς αποτελεί τόσο τροχοπέδη στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, όσο και στις επιδοτήσεις για άλλες καλλιέργειες στην περιοχή.

Όπως σημειώνουν σε εκθέσεις τους οι διωκτικές Αρχές στην Ήπειρο, Λαζαρατινοί "χτίζουν" καρτέλ ναρκωτικών, τα οποία προωθούν το χασίς στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ολλανδία, αλλά και σε άλλους ευρωπαϊκούς προορισμούς, με αποτέλεσμα κατά μήκος των ελληναλβανικών συνόρων να μαίνεται ένας ακήρυχτος πόλεμος ανάμεσα στην αστυνομία και σε λαθρεμπόρους ναρκωτικών.

Ο απολογισμός των αστυνομικών επιχειρήσεων από τη Σαγιάδα ίσαμε την Κόνιτσα, το πρώτο εξάμηνο του 2014, για την καταπολέμηση της διακίνησης των ναρκωτικών από την Αλβανία στην Ελλάδα, είναι έξι τόνοι κατασχεμένο χασίς, ποσότητα κατά 40% μεγαλύτερη από εκείνη της αντίστοιχης περυσινής χρονικής περιόδου.

Όπως αναφέρει σε σχετικό αφιέρωμά του το Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, οι διωκτικές αρχές στα μονοπάτια των συνόρων, είναι αντιμέτωπες με πάνοπλες εγκληματικές ομάδες.

Μέσα σε σάκους και σε συσκευασίες κιλού χιλιάδες δέματα χασίς φτάνουν από τους Αλβανούς στις "καβάτζες" της μεθορίου, απ΄όπου, κατόπιν οδηγιών, τα παραλαμβάνουν οι συνεργοί τους στην Ελλάδα, κυρίως Έλληνες, με νοικιασμένα αυτοκίνητα.

Οι λαθρέμποροι ναρκωτικών, μάλιστα, προκειμένου να αποφύγουν τα μπλόκα της αλβανικής αστυνομίας, επιχειρούν τις μεταφορές όχι πλέον με αυτοκίνητα, αλλά στα... χέρια: πάνω σε ώμους, σε μουλάρια και γαϊδούρια. Πρόκειται για τακτική που είχαν εφεύρει οι Λαζαρατινοί πριν από χρόνια, όταν μετέφεραν με τα μουλάρια τις ποσότητες χασίς με προορισμό τα μικρά λιμανάκια του Ιονίου, το Μπόρσι, το Λούκοβο και τη Χιμάρα. Τώρα, με τον ίδιο τρόπο, μεταφέρουν έως και ενάμιση τόνο. Η συγκεκριμένη, δε, δραστηριότητα αύξησε σημαντικά και την τιμή αγοράς των ζώων. Η τιμή για την αγορά ενός γαϊδουριού πενταπλασιάστηκε και αγγίζει πλέον τα 1.000 ευρώ.

Όταν το παράνομο εμπόρευμα φτάσει με τα ζώα στην οριογραμμή, τη σκυτάλη παίρνουν ομάδες διακινητών, οπλισμένων με καλάσνικοφ, οι οποίοι μεταφέρουν στους ώμους το εμπόρευμα, μέχρι προκαθορισμένα σημεία σε ελληνικό έδαφος. Εκεί, τα παραλαμβάνουν τα μέλη των ελληνικών δικτύων, που καθοδηγούν οι Αλβανοί.

Οι εικόνες που καταγράφουν οι θερμικές κάμερες της Αστυνομίας είναι ενδεικτικές της κατάστασης στα σύνορα.

Δείτε:

Στο Λαζαράτι, πλέον, η... εργασία είναι οργανωμένη. Οι πολλοί παράγουν το χασίς, το παραδίδουν στους "βαρώνους", που έχουν δημιουργήσει το δικό τους δομημένο δίκτυο, στο οποίο εμπλέκονται διάφορα συμφέροντα πολιτικά, αστυνομικά, ακόμη και θρησκευτικά, όπως υποστηρίζουν στελέχη των διωκτικών Αρχών, μιλώντας στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Σημειώνεται ότι "πρόκειται για φανατικούς μουσουλμάνους, που προσεύχονται καθημερινά και κατά καιρούς χρηματοδοτούν την αναστήλωση τζαμιών".

Τα οργανωμένα κυκλώματα προσπαθούν να "στρατολογήσουν" όλο και περισσότερο κόσμο, κυρίως άνεργους νέους, με το δέλεαρ των χρημάτων. Στόχος τους, σύμφωνα με αλβανικές πηγές, είναι να δεσμεύσουν -μέσω ενοχοποίησης- πολλούς, για να τους αξιοποιήσουν στη συνέχεια για διάφορους σκοπούς, ακόμη και σε προεκλογικές εκστρατείες.

Καθώς η παραγωγή χασίς μεγαλώνει, αφού έχουν "σπαρεί" όλα τα άγονα βουνά, που βρίσκονται πάνω από την κωμόπολη, οι Λαζαρατινοί, οικονομικά εύρωστοι πλέον, οργανώνουν καλύτερα την "επιχείρηση" τους.

Επειδή το χασίς καταλαμβάνει μεγάλο όγκο, και κάθε φορά η διακίνηση του είναι πονοκέφαλος για τους βαρόνους, τώρα σκέφτονται να το επεξεργάζονται. Να παράγουν, δηλαδή, απόσταγμα, η αξία του οποίου είναι έως και τέσσερις φορές μεγαλύτερη.

Η παραβατική συμπεριφορά των Λαζαρατινών άρχισε μόλις άνοιξαν τα σύνορα, το 1991, με την πώληση λαθραίων τσιγάρων και συνεχίστηκε την περίοδο του εμπάργκο στη Σερβία με τις παράνομες μεταφορές τροφίμων και πετρελαίου.

Ώσπου το 1997 ξεκίνησε η συστηματική καλλιέργεια χασίς.