Εάν ένα περιστατικό είναι επείγον και σοβαρό τόσο που να απειλείται η ζωή ή η υγεία του ασθενούς, αν δεν μπορούν τα δημόσια νοσοκομεία να το καλύψουν τότε οι ιδιωτικές κλινικές θα πρέπει να δέχονται υποχρεωτικά το περιστατικό αυτό και μάλιστα με τιμολόγιο που ισχύει στο Δημόσιο και όχι τον ιδιωτικό τομέα.
Αυτό αναφέρει σε απόφασή της (6/2013), η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, μετά από εισήγηση του τέως εισαγγελέα Ιωάννη Τέντε.
Τόσο η Ολομέλεια, όσο και ο κ. Τέντες, ήρθαν σε αντίθεση με απόφαση του Α1 τμήματος του ανωτάτου δικαστηρίου, ενώ δέχθηκαν τις θέσεις ασθενούς αγρότισσας, η οποία το 1998 κινδύνευσε να χάσει τη ζωή της.
Συγκεκριμένα, γεωργός, ασφαλισμένη στον ΟΓΑ, το 1998 υπέστη ανακοπή καρδιάς και παράλληλα προσεβλήθη από βαριά λοίμωξη του αναπνευστικού. Όμως, δεν υπήρχε κρεβάτι σε κρατικό νοσοκομείο και αναγκαστικά οι συγγενείς της τη μετέφεραν σε ιδιωτικό ιατρικό κέντρο. Τα νοσήλια στο ιδιωτικό ιατρικό κέντρο ανήλθαν στο ποσό των 22.500 ευρώ, ενώ εάν νοσηλευόταν στο δημόσιο νοσοκομείο θα ήταν 2.200 ευρώ.
Η υπόθεση απασχόλησε και τον Άρειο Πάγο. Το Α1 τμήμα του Ανωτάτου δικαστηρίου είχε κρίνει ότι είναι αντισυνταγματική, ως αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), η ρύθμιση του Προεδρικού Διατάγματος 234/1980 κατά το σκέλος εκείνο που επιβάλλει σε ιδιωτικές κλινικές τιμολόγιο νοσηλίων υπολειπόμενο του κόστους λειτουργίας τους.
Το επίμαχο Προεδρικό Διάταγμα αναφέρει ότι τα τιμολόγια νοσηλίων (ημερήσια νοσήλια, αμοιβές ιατρικών πράξεων και έξοδα χειρουργείου) για "ασφαλισμένους, καθώς και για ασθενείς των οποίων η δαπάνη νοσηλείας βαρύνει το Δημόσιο, σε περιπτώσεις έκτακτου εισαγωγής, εφαρμόζονται υποχρεωτικά από τις ιδιωτικές κλινικές και τα νοσηλευτικά ιδρύματα, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι σύμβαση μεταξύ τούτων και των ασφαλιστικών φορέων".
Αντίθετα, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επισημαίνει ότι πράγματι η καθιέρωση αναγκαστικού τιμολογίου νοσηλίων για τα μη συμβεβλημένα θεραπευτήρια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τυχόν αυξημένο κόστος παραγωγής των υπηρεσιών τους, σε περιπτώσεις έκτακτης εισαγωγής προς αποτροπή κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του ασθενούς, αποτελεί περιορισμό του ατομικού δικαιώματος της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (οικονομικής ελευθερίας - άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος), για λόγους δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος.
Στην συνέχεια, οι αρεοπαγίτες επισημαίνουν ότι στο πλαίσιο της αρχής της συνταγματικής αναλογικότητας πρέπει να συγκριθεί από τη μια πλευρά η δυνατότητα του κράτους να ανταποκριθεί στο καθήκον του για την προστασία της υγείας των πολιτών, η οποία είναι συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό (Σύνταγμα άρθρο 5) και από την άλλη πλευρά η προστατευόμενη από το Σύνταγμα οικονομική δραστηριότητα (άρθρο 5).
Ο περιορισμός που συνεπάγεται το μέτρο αυτό για την οικονομική ελευθερία, συνεχίζει η δικαστική απόφαση, δεν είναι άξιος λόγου και "δεν επάγεται σημαντική επιβάρυνση, έτσι ώστε να αξιώνεται, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, η προσφυγή του κρατικού μηχανισμού σε περίπλοκες διαδικασίες για την αντιστοίχηση του τιμολογίου προς τις πραγματικές δαπάνες λειτουργίας της επιχείρησης του κάθε μη συμβεβλημένου θεραπευτηρίου και συνακολούθως να γεννάται ασάφεια και αβεβαιότητα στις σχέσεις των εμπλεκομένων μερών" (ασθενών-ιατρικών κέντρων).
Κατά συνέπεια, καταλήγει ο Άρειος Πάγος, δεν συντρέχει περίπτωση προσβολής της αρχής της αναλογικότητας που να καθιστά τη σχετική ρύθμιση του επίμαχου Π.Δ. αντισυνταγματική.