Με τη σφραγίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας, ένας δόκιμος πυροσβέστης και ένας σωφρονιστικός υπάλληλος παραμένουν εκτός της υπηρεσίας τους, καθώς ο πρώτος συνελήφθη να κατέχει μικροποσότητα ηρωίνης (0,3 γραμμάρια) και ο δεύτερος να απουσιάζει από την υπηρεσία του.
Αναλυτικότερα, το δεύτερο δεκαήμερο του 2009 δόκιμος πυροσβέστης προσελήφθη στο Πυροσβεστικό Σώμα και εννέα μήνες μετά, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην εθνική οδό Πατρών-Πύργου, αρνήθηκε να σταματήσει σε σήμα τροχονόμου και ετράπη σε φυγή. Μετά από καταδίωξη αστυνομικών σταμάτησε το αυτοκίνητό του και σε έλεγχο που έγινε, βρέθηκε στο πάτωμα του αυτοκινήτου και κατασχέθηκε 0,3 γραμμάρια ηρωίνη, που ήταν -σύμφωνα με το Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών Πατρών- μέρος μεγαλύτερης ποσότητας ηρωίνης, ένα μαχαίρι και τρία πλαστικά καλαμάκια με εμφανή υπολείμματα ηρωίνης.
Ο δόκιμος πυροσβέστης oδηγήθηκε στο Αυτόφωρο όπου με αμετάκλητη απόφαση αθωώθηκε για: 1) την άρνησή του να σταματήσει στο σήμα των αστυνομικών, 2) την παράνομη οπλοφορία (μαχαίρι), καθώς ήταν του πατέρα του, ο οποίος το χρησιμοποιούσε στο κυνήγι και 3) την κατοχή ναρκωτικών, αφού προοριζόταν για δική του αποκλειστική χρήση, χωρίς να είναι καθ' έξη τοξικομανής. Επίσης, το δικαστήριο δέχθηκε ότι η τέλεση των πράξεων ήταν «τελείως συμπτωματική» και τον αθώωσε.
Ο δόκιμος πυροσβέστης παραπέμφθηκε (1.2.2010) στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Πυροσβεστικού Σώματος, στο οποίο αρνήθηκε ότι κατείχε ο ίδιος την επίμαχη ποσότητα ηρωίνης που βρέθηκε στο αυτοκίνητό του, η οποία κατά τους ισχυρισμούς του ήταν άλλου, τρίτου ατόμου, που είχε επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο μαζί με τον ξάδερφό του.
Τελικά, του επιβλήθηκε (10.6.2010) από το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό η ποινή της απόταξης για τα παραπτώματα που αφορούν την τιμή και την υπόληψη υπαλλήλου του Πυροσβεστικού Σώματος.
Ο πυροσβέστης προσέφυγε στο δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό ζητώντας την ακύρωση της πρωτοβάθμιας απόφασης, επικαλούμενος το γεγονός ότι από τα ποινικά δικαστήρια αθωώθηκε αμετάκλητα και για τις τρεις πράξεις που του αποδόθηκαν. Παρ' όλα αυτά, στις 10.6.2010 το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση της απόταξης.
Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας του Γ' Τμήματος, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πατρών (Αυτόφωρο) δέχτηκε ότι ο δόκιμος πυροσβέστης «ετέλεσε την πράξη της κατοχής ναρκωτικών», ανεξάρτητα εάν έκρινε ότι «ενόψει των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε η εν λόγω πράξη και του τελείως συμπτωματικού χαρακτήρα αυτής, δεν έπρεπε να του επιβληθεί ποινική κύρωση, αλλά να μείνει ατιμώρητος».
Με δεδομένο αυτο, συνεχίζουν οι δικαστές του ΣτΕ, το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεσμευόταν μόνο ως προς το σκέλος εκείνο του Αυτόφωρου που αφορούσε «το πραγματικό περιστατικό της κατοχής ναρκωτικών και όχι από την κρίση του ότι δεν έπρεπε να επιβληθεί ποινή».
Κατόπιν αυτών, το Γ' Τμήμα του ΣτΕ έκρινε προσήκουσα την πειθαρχική ποινή της απόταξης που επιβλήθηκε στον δόκιμο πυροσβέστη και απέρριψε την προσφυγή του.
Με άλλη, δεύτερη απόφασή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεχόμενο την αίτηση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, μετέτρεψε προς το δυσμενέστερο την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης 6 μηνών (με πλήρη στέρηση των αποδοχών), που είχε επιβληθεί σε σωφρονιστικό υπάλληλο για αδικαιολόγητη απουσία, σε οριστική απόλυση.
Ειδικότερα, σωφρονιστικός υπάλληλος που υπηρετούσε σε νησί παραπέμφθηκε από τον υπουργό Δικαιοσύνης στις 20.10.2006 στο πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο για αδικαιολόγητη αποχή από την υπηρεσία του πάνω από 22 συνεχόμενες εργάσιμες ημέρες.
Στις 13.2.2008, ο σωφρονιστικός υπάλληλος κλήθηκε σε γραπτή απολογία, την οποία όμως ποτέ δεν υπέβαλε. Στις 22.5.2008 κλήθηκε να παραστεί στη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αλλά απάντησε ότι δεν μπορεί να παραστεί γιατί "είναι κουμπάρος σε ένα γάμο στο Βόλο". Ορίστηκε νέα ημερομηνία (26.9.2008) συνεδρίασης, κατά την οποία όμως ζήτησε αναβολή προκειμένου να προσκομίσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την απουσία του. Πράγματι δόθηκε αναβολή, νέα ημερομηνία (17.10.2008), αλλά δεν προσκόμισε κανένα δικαιολογητικό, με αποτέλεσμα να του επιβληθεί προσωρινή παύση 6 μηνών με πλήρη στέρηση των αποδοχών για αδικαιολόγητη αποχή από την υπηρεσία του πάνω από 22 εργάσιμες ημέρες.
Όμως, τόσο ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, όσο και ο σωφρονιστικός υπάλληλος, άσκησαν, για αντίθετους λόγους ο καθένας, ενστάσεις κατά της πρωτόδικης πειθαρχικής απόφασης. Το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, στις 29.3.2001, επικύρωσε την πρωτοβάθμια πειθαρχική απόφαση. Στο δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό, ο σωφρονιστικός υπάλληλος, ο οποίος παραστάθηκε με δικηγόρο, ισχυρίστηκε ότι οι γονείς του αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα υγείας (ο πατέρας του νοσηλεύθηκε σε νοσοκομείο) και ότι υπέστη σοβαρό τροχαίο, και πως εξαιτίας όλων αυτών ήταν σε άσχημη ψυχολογική και οικονομική κατάσταση. Παρ' όλα αυτά του επιβλήθηκε και πάλι η ίδια πειθαρχική ποινή, δηλαδή αυτή της προσωρινής παύσης 6 μηνών με στέρηση αποδοχών.
Κατά της δευτεροβάθμιας πειθαρχικής απόφασης, κατέθεσε προσφυγή στο ΣτΕ ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισήμαναν ότι ο σωφρονιστικός υπάλληλος δεν ενημέρωσε για την απουσία του, δεν έκανε χρήση αδείας (ούτε κανονικής, ούτε αναρρωτικής, ούτε άνευ αποδοχών), δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την απουσία του, δεν προσκόμισε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο για την ασθένεια τού πατέρα του και δεν εμφανίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.
Κατόπιν αυτών, οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν ότι η προσήκουσα ποινή για τον σωφρονιστικό υπάλληλο είναι αυτή της οριστικής απόλυσης, ανατρέποντας τη δευτεροβάθμια πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης 6 μηνών.