Μετ' εμποδίων πραγματοποιείται η δεύτερη διαπραγματευτική συνάντηση των κοινωνικών εταίρων για τη σύναψη νέας Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Στη συνάντηση δε συμμετέχουν η προσκείμενη στον ΣΥΡΙΖΑ συνδικαλιστική παράταξη "Αυτόνομη Παρέμβαση" και η προσκείμενη στο ΚΚΕ "ΔΑΣ".
Το ΠΑΜΕ, έχει προγραμματίσει για τις 23 Μαΐου 2013 συλλαλητήρια στην Αθήνα και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας.
Στη διαπραγματευτική συνάντηση δεν έχει προσέλθει ούτε ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, ο οποίος, έως αργά το βράδυ της Τετάρτης, δεν είχε οριστικοποιήσει τη συμμετοχή του, επικαλούμενος τη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου.
Όλες οι πλευρές φέρονται να συμφωνούν, σύμφωνα με το Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στην ανάγκη της κατοχύρωσης του ρόλου των κοινωνικών εταίρων και προστασίας της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Εντούτοις, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για το περιεχόμενο της σύμβασης, καθώς και για τις επόμενες κινήσεις των κοινωνικών εταίρων.
Οι εργοδοτικοί φορείς είναι αρνητικοί στον καθορισμό του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, όπως ζητά η ΓΣΕΕ και σε κάθε επιβάρυνση άμεση ή έμμεση του κόστους εργασίας.
Η ΓΣΕΕ αντιπροτείνει την υπογραφή συμφωνίας σε ό,τι αφορά θεσμικούς όρους της σύμβασης όπως είναι οι άδειες λοχείας ή θανάτου, καθώς και να επισκεφτούν όλοι μαζί τον πρωθυπουργό ζητώντας να καταστεί και πάλι υποχρεωτική η επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων και στις επιχειρήσεις που δεν είναι μέλη των εργοδοτικών ενώσεων.
Ορατός ο κίνδυνος να μείνει η χώρα χωρίς Εθνική Συλλογική Σύμβαση, μετά από σχεδόν έναν αιώνα!
Για πρώτη φορά, πάντως, -και μετά από σχεδόν έναν αιώνα- η χώρα κινδυνεύει να μείνει χωρίς Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση και ενώ η μετενέργεια της προηγούμενης λήγει στις 14 Μαΐου, αφήνοντας ακάλυπτους περισσότερους από 350 χιλιάδες ανειδίκευτους εργαζόμενους που προστατεύονταν από τις ρυθμίσεις που περιλάμβανε.
Στον αέρα κινδυνεύει να βρεθεί και ο θεσμός της Διαιτησίας, αφού οι διαιτητικές αποφάσεις λαμβάνονται πλέον με βάση την Εθνική Συλλογική Σύμβαση.
Στην Ελλάδα, η συλλογική σύμβαση εργασίας θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 1935 με αναγκαστικό νόμο που αναφερόταν σε ζητήματα διαδικασίας των διαπραγματεύσεων περιεχομένου και έκτασης εφαρμογής και στον τρόπο επίλυσης των εργατικών διαφορών.
Στη Γερμανία είχε εισαχθεί από το 1918 και στη Γαλλία από το 1919.
Η εφαρμογή της εθνικής σύμβασης έγινε υποχρεωτική με τον νόμο 1367/1938, ενώ υπογραφόταν παρουσία του υπουργού Εργασίας και επικυρώνονταν από το υπουργικό συμβούλιο.
Το καθεστώς που ίσχυσε έως το 2012 διαμορφώθηκε στη δεκαετία του '50 με τον νόμο 3239 του 1955 που κωδικοποιούσε το σύνολο της εργατικής νομοθεσίας και διατηρούσε τον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους.
Το 1975 η εθνική συλλογική σύμβαση αναγνωρίστηκε συνταγματικά. Η επίλυση των εργατικών διαφορών με συναινετικές διαδικασίες εισήχθη με τον νόμο 1876/1990 και με τον νόμο 1876/1999 το σύνολο σχεδόν των διαφορών εργοδοτών και εργαζομένων μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Με την υπογραφή του δεύτερου Μνημονίου τον Φεβρουάριο του 2012, ορίστηκε ότι από τον Ιούλιο του 2012 "οι κατώτατοι μισθοί δεν θα καθορίζονται από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, αλλά θα νομοθετούνται από την κυβέρνηση κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους".