Λεγόταν και Τζαμί του Σταροπάζαρου γιατί βρισκόταν μέσα στο παζάρι των σιτηρών, στο χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς. Η τουρκική ονομασία του το συνέδεσε με την επίσκεψη του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή στην Αθήνα το 1458, γεγονός που οδήγησε, λανθασμένα, τους μελετητές να το χρονολογήσουν εκείνη την περίοδο.
Ο λόγος για το Φετιχιέ Τζαμί (τζαμί του πορθητή) στο Μοναστηράκι, που πρόκειται να αποκατασταθεί τόσο στερεωτικά όσο και μορφολογικά, καθώς η σχετική μελέτη πήρε πρόσφατα το «πράσινο φως» από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Τελικός στόχος είναι η ανάδειξη του μνημείου, που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα της οθωμανικής περιόδου, και το «άνοιγμά» του στο κοινό, πιθανότατα ως χώρος για μικρές εκθέσεις ή εκδηλώσεις που θα συνάδουν με τον χαρακτήρα του.
Το τζαμί, που μέχρι πριν από δύο χρόνια και για δεκαετίες λειτουργούσε ως αποθηκευτικός χώρος αρχαιοτήτων, κατασκευάστηκε μεταξύ 1668 και 1670 πάνω σε παλαιότερη χριστιανική βασιλική του 8ου ή του 9ου αιώνα, η οποία μετατράπηκε σε τέμενος. Οι ερευνητές θεωρούν ότι το όνομα Φετιχιέ, που δόθηκε προς τιμήν του σουλτάνου, αφορούσε αρχικά στο παλιό αυτό τέμενος, από το οποίο σώζονται υπολείμματα του μιχράμπ (ημικυκλική εσοχή στο τείχος που υποδεικνύει προς τη Μέκκα). Θεωρείται ως το παλαιότερο αντιπροσωπευτικό δείγμα του αρχιτεκτονικού τύπου «quatrefoil» (από τη διαμόρφωση της στέγης σε τέσσερα τεταρτοσφαίρια για την αντιστήριξη του κεντρικού τρούλου), ένας τύπος με πρότυπο πιθανότατα το ναό της Αγίας Σοφίας, που συναντάται σε σπουδαία τεμένη της Κωνσταντινούπολης (όπως το Μπλε και το Γενί Τζαμί), αλλά και στα Βαλκάνια, ακόμα και στο Κάιρο.
Η μελέτη, που προωθείται για ένταξη στο ΕΣΠΑ, υπογράφεται από τους αρχιτέκτονες μηχανικούς Παναγιώτη Μπίρταχα και Νίκη Σαλεμή, την πολιτικό μηχανικό Ελένη Ζαρογιάννη, τον τοπογράφο Βασίλη Μπάκα και τον φωτογράφο Συμεών Γεσαφίδη. Επικεντρώνεται σε εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα του μνημείου, όπως η αποκατάσταση της στέγης από την οποία εισχωρούν νερά, η «επούλωση» των ρωγμών στους τοίχους που δημιουργήθηκαν κυρίως στον σεισμό του 1981, η αντικατάσταση του τσιμεντένιου δαπέδου με λίθινες πλάκες (αφού προηγηθεί μικρή ανασκαφή στα θεμέλια, όπου πιθανόν υπάρχουν κατάλοιπα του παλαιότερου τεμένους) και η συντήρηση τοιχογραφιών, στην περίπτωση που εντοπιστούν.