Η Ελλάδα πρέπει να επικεντρωθεί στη διεκδίκηση μόνο του κατοχικού δανείου και να μείνει εκεί, χωρίς να διεκδικήσει μετέπειτα και τις πολεμικές αποζημιώσεις.
Στο παραπάνω συμπέρασμα καταλήγει ο Γερμανός ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ, που έχει κάνει μεγάλη έρευνα στα ελληνικά και γερμανικά αρχεία για το θέμα και εξηγεί ότι ο προτεινόμενος τρόπος χειρισμού του θέματος από ελληνικής πλευράς δεν είναι ο φαινομενικά συμφερότερος, αλλά είναι αυτός που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας.
Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν στο παρελθόν τη μεταβατική μεταπολεμική περίοδο, ώστε να σταματήσουν τις συζητήσεις για την πληρωμή των αποζημιώσεων, καθώς παρουσίασαν τους εαυτούς τους ως ηττημένους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίοι έπρεπε στη συνέχεια να ανορθώσουν την οικονομία τους, επιχείρημα που έγινε τότε δεκτό από ΗΠΑ, Αγγλία, Ρωσία από την ανθρωπιστική πλευρά του. Εκεί, λοιπόν, "κολλάει", κατά τον Χάγκεν Φλάισερ και το θέμα των αποζημιώσεων.
Το αιτιολογικό του πλεονεκτήματος διεκδίκησης του κατοχικού δανείου και μόνο επαφίεται στο επιχείρημα ότι αφορά πράξεις και καταστροφές εντός της περιόδου του πολέμου, όταν δηλαδή οι Γερμανοί ήταν κατακτητές και πριν γίνει ο τελικός απολογισμός της ένοπλης σύρραξης με συμμάχους και αντιπάλους.
Ωστόσο, η σύναψη του αναγκαστικού κατοχικού δανείου από την κυβέρνηση των Ναζί θεωρείται γεγονός πιστοποιημένο. Ο Φλάισερ έχει διαβάσει και μελετήσει αρκετά έγγραφα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ακόμη και ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ ψεύδεται επί του θέματος, αλλά τονίζει ότι υπάρχουν αδιάσειστα επιχειρήματα και στοιχεία υπέρ του αντιθέτου.
Η ιστορία και τα τεκταινόμενα στην περίπτωση του κατοχικού δανείου - Το αβαντάζ της Ελλάδας
Με μία κίνηση χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία ανάγκασε την κατεστραμμένη Ελλάδα της Κατοχής να συνάψει αναγκαστικό δάνειο. Με έγγραφο που έχει βρεθεί στα γερμανικά αρχεία, Γερμανοί και Ιταλοί απλά κοινοποιούν στην κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου την απόφασή τους, τον Απρίλιο του 1942. Το διεθνές πολεμικό δίκαιο προβλέπει ότι η κατεχόμενη χώρα πρέπει να πληρώνει τα έξοδα της συντήρησης του κατοχικού στρατού. Ετσι η Ελλάδα λίγο πριν από τη σύναψη του δανείου δέχεται εντολή να πληρώνει για να συντηρεί τους 300.000 Γερμανούς στρατιώτες που βρίσκονταν στην Ελλάδα το ποσό του 1,5 δισ. δραχμών τον μήνα. Ομως οι ίδιοι οι Γερμανοί στο έγγραφό τους διαχωρίζουν πως ό,τι υπερβαίνει αυτό το ποσό θα θεωρείται δάνειο. Η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας υπολόγισε το ποσό αυτό σε 476 εκατ. κατοχικά μάρκα που αντιστοιχούν σήμερα σε 6 με 7 δισ. ευρώ, χωρίς τόκους. Με τους τόκους το ποσό γίνεται τεράστιο.
Το κατοχικό δάνειο, όπως θεωρούν πολλοί απ’ όσους έχουν χειριστεί το θέμα στο παρελθόν, η χώρα μας έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να το διεκδικήσει με επιτυχία, σε σχέση με τις άλλες δύο επιδιώξεις, δηλαδή τις γερμανικές επανορθώσεις, ήτοι τα χρήματα που οφείλει η Γερμανία ως κράτος στη χώρα μας και τις ατομικές αποζημιώσεις, τα χρήματα δηλαδή που μπορούν να διεκδικήσουν τα θύματα του Πολέμου και της Κατοχής.
Ο Χάγκεν Φλάισερ, εξάλλου, δεν είναι ο μόνος από τους αναλυτές που θεωρεί ότι εξομοιώνοντας όλες τις διεκδικήσεις και διεκδικώντας και τα τρία μαζί χάνουμε το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που έχουμε, δηλαδή το κατοχικό δάνειο.