Tο λεγόμενο σκάνδαλο με τις μετοχές φούσκες στο Χρηματιστήριο που φαίνεται να ζημίωσε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες έφθασε δεκατρία χρόνια μετά τις πρώτες διώξεις που είχαν ασκηθεί, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.
Μετά από πολύχρονες περιπέτειες η δικογραφία για τις χειραγωγούμενες μετοχές συγκεκριμένων εταιρειών που φαίνεται να έλαβαν μέρος στο αποκαλούμενο «πάρτι του Χρηματιστηρίου» το 1999 μετουσιώθηκε σε κατηγορητήριο για συνολικά 43 πρόσωπα, η δίκη των οποίων ξεκίνησε σήμερα.
Στο εδώλιο κάθονται γνωστοί χρηματιστές, ιδιοκτήτες εισηγμένων εταιρειών, εφοπλιστές και μεσάζοντες. Ανάμεσα τους ο γνωστός ιδιοκτήτης χρηματιστηριακής εταιρείας Παναγιώτης Κονταλέξης, οι επιχειρηματίες Γεώργιος Μπατατούδης, Παναγιώτης Πανούσης, Κωνσταντίνος Στέγγος και μέλη της οικογένειάς του, Σπυρίδωνας Τασόγλου κ.α.
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα που εκδόθηκε σε βάρος τους, οι κατηγορίες που ανά περίπτωση έχουν απαγγελθεί για την υπόθεση αφορούν τα αδικήματα της απάτης, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα κ.α.
Σε 836 σελίδες του βουλεύματος, αναλύεται επαρκώς το λεγόμενο «κόλπο γκρόσο» του ΧΑΑ, με την τεχνητή αύξηση της αξίας των επίμαχων μετοχών, ενώ παρατίθενται σημαντικά ευρήματα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αλλά και του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ).
Στο βούλευμα επίσης γίνεται αναφορά σε σοβαρότατες αδυναμίες στην οργάνωση των χρηματιστηριακών εταιρειών αλλά κυρίως και στο ζήτημα του εσωτερικού τους ελέγχου, τις οποίες επεσήμαινε στην πρόταση του προς το συμβούλιο και ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών Ιωάννης Λιακόπουλος. Ο εισαγγελέας διαπίστωνε ότι κάποιοι από τους κατηγορούμενους που κατείχαν εισηγμένες εταιρείες προχωρούσαν σε ψευδείς ανακοινώσεις χρηματιστηριακών συναλλαγών με τιμές διαφορετικές από τις ανακοινωθείσες στο επενδυτικό κοινό με αποτέλεσμα να δημιουργείται «παραπλανητική εικόνα για την πορεία των μετοχών, την τιμή και την εμπορευσιμότητά τους».
Αναφέρεται επίσης σε παραπλανητικές «πληροφορίες» που σκοπίμως διαρρέονταν για επενδυτικό ενδιαφέρον ξένων επενδυτών για συγκεκριμένες εταιρείες με σκοπό την τεχνητή αύξηση της εμπορευσιμότητας τους. Μάλιστα σύμφωνα με το βούλευμα σε κάποιες περιπτώσεις αποδείχθηκε ότι οι «μεγάλοι ξένοι θεσμικοί επενδυτές» ήταν υπεράκτιες εταιρείες και ιδιώτες. Για τον τρόπο που έδρασαν συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι οι δικαστές του Συμβουλίου αναφέρουν ότι «... σε κάθε περίπτωση με τις ενέργειές τους αυτές εξαπατήθηκε το επενδυτικό κοινό που αγόραζε τις μετοχές σε τιμές που με τεχνάσματα διαμορφώνονταν σε υψηλότερα επίπεδα στη χρηματιστηριακή αγορά και τελικά οδήγησαν σε απαξίωση της μετοχής και απώλεια μεγάλων χρηματικών ποσών από το ευρύτερο επενδυτικό κοινό, ενώ οι ίδιοι καρπώθηκαν παράνομα ιδιαίτερα μεγάλα χρηματικά ποσά».
Τονίζουν επίσης στο σκεπτικό τους ότι αν «το επενδυτικό κοινό γνώριζε την εξωχρηματιστηριακή τιμή της μετοχής ασφαλώς δεν θα προέβαινε σε αγορές σε τιμές μεγαλύτερες του 50% της χρηματιστηριακής αξίας».
Υπενθυμίζεται ότι μετά την άσκηση κακουργηματικών ποινικών διώξεων το 1999 για το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου η ανάκριση για την υπόθεση είχε ανατεθεί στην πρώην δικαστικό Κωνσταντίνα Μπουρμπούλια. Οι χειρισμοί της τότε ανακρίτριας, που αποφυλακίστηκε πρόσφατα, της κόστισαν την θέση της στο δικαστικό Σώμα αλλά την καταδίκη της σε 12ετή κάθειρξη για κατάχρηση εξουσίας και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα .
Η δικαστική έρευνα μετά την υπόθεση Μπουρμπούλια συνεχίστηκε με εντολή του Εισαγγελέα Χαρ. Λακαφώση ο οποίος είχε ζητήσει την επανεξέταση κάποιων φακέλων για τις μετοχές - φούσκες του Χρηματιστηρίου. Ακολούθως με πρότασή του παραπέμφθηκαν αρχικά σε δίκη 67 άτομα, τα οποία στη συνέχεια μειώθηκαν με το εφετειακό βούλευμα που εκδόθηκε, στα 43 που σήμερα βρίσκονται ενώπιον του δικαστηρίου.
Η διαδικασία σήμερα ξεκίνησε και διεκόπη, αφού διορίστηκε συνήγορος σε κατηγορούμενο που δεν είχε, και θα συνεχισθεί στις 24 Απριλίου.