Το έθιμο του «Γληγοράκη» στη Βόνιτσα - Ο Γενιτσαρίστικος χορός στα Λεχαινά - Η «Πετεγολέτσα» της Κέρκυρας - Η "Τζαμάλα" των Ιωαννίνων - Ο «Μπέης» της Θράκης
Το έθιμο του «Γληγοράκη» στη Βόνιτσα
Στη Βόνιτσα αναβιώνει κάθε χρόνο, την Καθαρά Δευτέρα, το έθιμο του «Αχυρένιου-Γληγοράκη». Η επικρατέστερη άποψη για την προέλευση του εθίμου είναι αυτή που θέλει τον Γληγοράκη ψαρά, ο οποίος αρνήθηκε τη θάλασσα και αναζήτησε την τύχη του στη στεριά. Όμως η θάλασσα τον εκδικήθηκε και τον έστειλε στα ξένα, να ταλαιπωρείται και να μην μπορεί να βρει μια σταθερή δουλειά.
Έτσι λοιπόν, κάθε χρόνο, οι ψαράδες θυμούνται τον ψαρά, τον Γληγοράκη. Αφού πρώτα μασκαρευτούν από το Σάββατο της Τυρινής, έως την Καθαρά Δευτέρα «βλέπουν» τον Γληγοράκη να έρχεται όπως τότε, που τον έφεραν στα χέρια, για να τον πάνε στο κοιμητήριο της ψαράδικης συνοικίας.
Ο Γληγοράκης, ο οποίος είναι φτιαγμένος από άχυρο και παλιά ρούχα, κάνει την είσοδό του πάνω σε ένα γάιδαρο, που τον τραβά ένας αγροφύλακας και τον βοηθούν δύο βοσκοί. Στην αναβίωση του εθίμου υπάρχουν παράλληλα οι ρόλοι της μάνας, της γυναίκας, του παπά, των συγγενών, του γιατρού και των μοιρολογίστρων. Σε κάθε στάση που κάνει Γληγοράκης δίνεται και μια μικρή θεατρική παράσταση.
Ο γιατρός βγάζει γνωμάτευση, κάνοντας ερωτήσεις στους συγγενείς και εξετάζει τον ασθενή. Όμως με το πέρασμα των χρόνων η ιατρική γνωμάτευση άρχισε να προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής και κατέληξε σε διακωμώδηση της επικαιρότητας.
Ταυτόχρονα, μέσα σε μοιρολόγια και θρήνους πλησιάζει ο παπάς με τα παπαδοπαίδια. Τα λόγια του είναι παραλλαγμένα αποσπάσματα της νεκρώσιμης ακολουθίας. Το βράδυ στην κεντρική πλατεία της Βόνιτσας δίνεται η μεγάλη παράσταση, που συνδυάζεται με γλέντι.Σε μία διακοπή του γλεντιού, κάποιος εκφωνεί τον επικήδειο, που
είναι στην ουσία μια καυστική σάτιρα της επικαιρότητας. Στη συνέχεια ο Γληγοράκης που ήδη βρίσκεται μέσα σε πρόχειρα κατασκευασμένη βάρκα, ρίχνεται στη φωτιά ενώ γύρω του, γίνεται το γλέντι.
Λεχαινά Ηλείας: Ο Γενιτσαρίστικος χορός
Ο Γενιτσαρίστικος χορός είναι ένα από τα παλαιότερα έθιμα της Αποκριάς, στην περιοχή των Λεχαινών και χορεύεται ασταμάτητα από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70.
Οι ρίζες του φθάνουν στην αρχαιότητα, ως κατάλοιπο των Διονυσίων, αλλά αναβίωσε στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, όπου οι αγωνιστές τον χρησιμοποιούσαν για να ανταλλάσουν μεταξύ τους μηνύματα. Χορευόταν από μια ομάδα κατοίκων του χωριού, που αποτελούσαν τη Γκοτσαριά.
Τις ημέρες εκείνες οι γειτονιές των χωριών και η αγορά «γέμιζαν» από τις καραμούζες και το ρυθμικό χτύπο της ταβουλόβεργας. Οι μικροί ακολουθούσαν για να μαθαίνουν και οι μεγάλοι για να απολαύσουν το χορό. Ο Γενιτσαρίστικος χορός χορεύεται από μία ομάδα χορευτών την τσετιά ή γκοτσαριά πού αποτελείται από εννέα φουστανελοφόρους χορευτές, τους Γκότσηδες, χωρισμένους ανά τριάδες.
Στο κέντρο χορεύει ο γενίτσαρης, πού κρατάει ένα διπλό τσεκούρι σκεπασμένο με ένα μεταξωτό μαντήλι και δίνει στους υπόλοιπους τα παραγγέλματα του χορού. Οι Γκότσηδες κρατούν ανάποδα στα χέρια τους μασάκια, δηλαδή τις λίμες με τις οποίες οι κρεοπώλες λιμάρουν τα μαχαίρια τους.
Την «τσετιά» συμπληρώνουν δύο μπούλες, άνδρες ντυμένοι γυναίκες και ο γέρος με τη γριά. Φέτος στις 26 Φεβρουαρίου στις 20:00 το βράδυ, θα γίνει στην πλατεία Αγίου Δημητρίου των Λεχαινών το αντάμωμα των Γενίτσαρων, με την συμμετοχή επτά γκοτσαριών.
Η «Πετεγολέτσα» της Κέρκυρας
Η κορφιάτικη «Πετεγολέτσα» ή πέντε γόλια ή, ως γνωστόν, κουτσομπολιά, είναι ένα μοναδικό δρώμενο της Αποκριάς στην Κέρκυρα, που αναβιώνει κάθε χρόνο την τελευταία Πέμπτη των Αποκριών.
Το έθιμο είναι βγαλμένο από τη διάθεση της σάτιρας που έχουν οι Κερκυραίοι και τις ρίζες του τις συναντά κανείς πολύ βαθιά μέσα στο χρόνο.
Με τη σημερινή του μορφή φέρεται, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Πρόεδρος του Οργανισμού Κερκυραϊκών Εκδηλώσεων (ΟΚΕ), Γαβριήλ Χυρδάρης, «να ξεκινά το 1975, με τα λαμπρά κείμενα του Θόδωρου Ζαμάνη».
Η κορφιάτικη «Πετεγολέτσα» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα είδος θεάτρου δρόμου, με πολλά στοιχεία από την Κομέντια ντελ Άρτε. Το δρώμενο διεξάγεται πάντα σε υπαίθριο χώρο και στις «φανέστρες», τα παράθυρα δηλαδή των ιδιόμορφων κερκυραϊκών σπιτιών, όπου οι γυναίκες που είθισται να είναι ηθοποιοί, μέσα από τη σάτιρα και το κουτσομπολιό καυτηριάζουν ανθρώπους, γνωστούς και μη και διάφορες καταστάσεις που συμβαίνουν είτε στην Κέρκυρα, είτε ευρύτερα στην Ελλάδα.
Στόχος είναι να βγουν όλα «τα άπλυτα» της κάθε μιας νοικοκυράς στη φόρα... όλα τα εν οίκω, εν δήμω.Με την απαραίτητη αθυροστομία και την ντοπιολαλιά, τη διαλεκτό δηλαδή την κερκυραϊκή, διεξάγεται μία ωριαία και πολλές φορές μεγαλύτερη σε διάρκεια, παραθυρομαχία, που η φάρσα, ο σαρκασμός και η λαϊκή έμπνευση ξεπερνούν κάθε όριο, προκαλώντας ατέλειωτο γέλιο και μοναδική διάθεση στους θεατές.
Το δρώμενο, πλαισιώνεται και με σατιρικά τραγούδια από ιδιόμορφες επτανησιακές καντάδες της σύγχρονης και παλιάς εποχής, ενώ οι πρόζες που γίνονται από τα παράθυρα των σπιτιών είναι ανεπανάληπτες.
Ιωάννινα: Νύχτα της Αποκριάς με το έθιμο της "Τζαμάλας"
Κάθε πλατεία και μία μεγάλη φωτιά. Τα κλαρίνα στενάζουν γύρω από τις φλόγες που φωτίζουν τα πρόσωπα. Το κρασί και το τσίπουρο ρέουν, με αφθονία. Μικροί, μεγάλοι, μασκαρεμένοι, παραδίδονται σε ένα ξενύχτι, που κρατάει μέχρι το ξημέρωμα.
Είναι μία ιεροτελεστία εξαγνισμού, που διώχνει το κακό και έρχεται από πολύ παλιά. Είναι η νύχτα της Αποκριάς στα Γιάννενα, που έχει τη δύναμη της φωτιάς, είναι το έθιμο της «Τζαμάλας», που κάθε εποχή έχει τον δικό του συμβολισμό.
Αμέσως μετά τον εσπερινό της Κυριακής της Αποκριάς ανάβουν οι φωτιές που καίνε μέχρι το πρωί της Καθαρής Δευτέρας.
Κορμοί δένδρων και μεγάλα κούτσουρα, που τοποθετούνται σε κάθε πλατεία ή γειτονιά της πόλης, από τις προηγούμενες ημέρες, μέσα σε ένα μεγάλο κύκλο με ψιλή άμμο, λαμπαδιάζουν. Το γλέντι αρχίζει με χορό, κρασί και ζεστή φασολάδα.
Είναι ένα ξεφάντωμα, μία φυγή από την καθημερινότητα. Πειράγματα, αστεία και ευρηματικές ατάκες, ανεβάζουν το κέφι, ενώ τα κλαρίνα δίνουν τον ρυθμό σε όσους σέρνουν το χορό της φωτιάς.
Το έθιμο, αποτελεί μια ιεροτελεστία εξαγνισμού, που με την πάροδο του χρόνου και ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε εποχής, έχει τον δικό της συμβολισμό. Επί Τουρκοκρατίας, ο χορός γύρω από τη φωτιά, έβγαζε τον πόθο των σκλαβωμένων για τη λευτεριά. Τότε, οι Γιαννιώτες, έπαιρναν ειδική άδεια από τη διοίκηση της πόλης για την τέλεση του εθίμου.
Οι ετοιμασίες για την αναβίωση του εθίμου αρχίζουν νωρίτερα. Οι πολιτιστικοί σύλλογοι της κάθε γειτονιάς σε συνεργασία με τον Δήμο, φροντίζουν για τα ξύλα, την άμμο και το κρασί.
Η λέξη «τζαμάλα», όπως υποστηρίζουν ειδικοί, για τους Γιαννιώτες, μάλλον είναι ανερμήνευτη, ωστόσο, ορισμένοι λένε πως, είναι αρβανίτικη ή τουρκική. Ο λογογράφος Θοδωρής Σαμαράς, σε έρευνα του για την ετυμολογία της λέξης μεταξύ άλλων αναφέρει: «... και η λέξη τζαμάλα, συνειρμικά συγγενεύει με τη δαμάλα, λέξη αρχαία ελληνική, δηλαδή χοντροκαμωμένη... Στα μάτια ενός σύγχρονου παρατηρητή, τα επίθετα αυτά δεν είναι διόλου άτοπα. Κάθε μια από αυτές τις συνοικιακές φωτιές, που καίνε τόσο πολλά και χοντρά κούτσουρα, είναι ... δαμάλα -χοντροκαμωμένη!!! Πρόκειται για κούτσουρα με τέτοιες συνήθως διαστάσεις, που τα σηκώνουν δυο-δυο οι άντρες να τα ρίξουν στη φωτιά...».
Θράκη: Το έθιμο του «Μπέη»
Έντονα σκωπτικό, με σατιρική διάθεση και θεατρικά στοιχεία, το αποκριάτικο έθιμο του «Μπέη», με ρίζες στα χρόνια της τουρκοκρατίας, διασώζεται μέχρι σήμερα σε αρκετά χωριά του βόρειου Έβρου, αναβιώνοντας μνήμες οικογενειακές και ιστορικές, μνήμες που αποτελούν ακόμη έναν συνδετικό κρίκο του παρελθόντος με το παρόν των Θρακών.
Περιγράφοντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το έθιμο του «Μπέη» ή «Κιοπέκ Μπέη», ο εκπαιδευτικός, λαογράφος, συγγραφέας και χοροδιδάσκαλος Δημήτρης Βραχιόλογλου αναφέρει πως «κατέχει εξέχουσα θέση στο Τριώδιο και γεννήθηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας με βασικό στοιχείο τη σάτιρα του κατακτητή και με σημαντικά δείγματα αντίστασης».
Σημειώνει πως «Μέχρι το 1940 πραγματοποιούνταν, χωρίς προσθήκες, κυρίως στα χωριά που βρίσκονται στις όχθες του Ερυθροποτάμου και του Άρδα. Από το 1940 έως και το 1951 ατονεί και σε ορισμένα χωριά εξαφανίζεται για να επανέλθει μετά το 1975 με προσθήκες καινούριων στοιχείων».
Σύμφωνα με τον κ. Βραχιόλογλου την Κυριακή της Τυρινής, από νωρίς το πρωί, ο «Μπέης» Τούρκος αξιωματούχος μαζί με τη σύζυγό του, τη μπέινα και έναν ιδιόμορφο και πολυμελή θίασο με πρόσωπα που διαφοροποιούνται από χωριό σε χωριό (ο Αράπης, ένα αστείο πρόσωπο μαυρισμένο με καπνιά από τους ξυλόφουρνους που υπήρχαν στις αυλές των σπιτιών, ο Κατής, δικαστής, με τους τέσσερις ακολούθους του, ο κλητήρας, ο χωροφύλακας, ο ταμίας, ο γιατρός, η τσιγγάνα, ο αρκουδιάρης και η αρκούδα, κ.α. όλοι άνδρες μεταμφιεσμένοι) επισκέπτονται τα σπίτια του χωριού, με πρώτο αυτό του ιερέα, με τον Μπέη να εισπράττει το φόρο που αποδίδονταν στον κατακτητή, να μοιράζει ευχές, να σατιρίζει τους πάντες και να δέχεται και ο ίδιος τα πειράγματα τόσο της συνοδείας του όσο και των συγχωριανών του στους οποίους εύχεται καλή σοδειά αλλά επιβάλλει και διάφορες ποινές. Στη σύντομη περιοδεία του ο θίασος συγκεντρώνει διάφορα κεράσματα αλλά και σπόρους, καθώς το έθιμο συνδέεται άμεσα με την επίκληση για τη γονιμότητα της γης, τη μαγική υποβοήθηση της γης να βλαστήσει.
Το απόγευμα, ο θίασος αλλά και όλοι οι κάτοικοι του χωριού συγκεντρώνονται στην πλατεία όπου υπό τους ήχους της γκάιντας, του ζουρνά και του νταουλιού, γίνεται αναπαράσταση του οργώματος και της σποράς με τον Μπέη να πετά στον αέρα σπόρους σιταριού, καλαμποκιού, βαμβακιού κ.α. και δύο από τα μέλη του θιάσου, συχνά οι Αράπηδες, να παίρνουν τη θέση των βοδιών στο ζυγό του ξύλινου άροτρου. Το έθιμο ολοκληρώνεται με την πάλη ανάμεσα σε δύο εκ των μελών του θιάσου, όπως τον Αράπη με τον Κατή, μία πάλη που αναπαριστά την αντίσταση στον κατακτητή και με χορό όλων των παριστάμενων, άφθονο φαγητό και κρασί και κυρίως, διάθεση που αρμόζει σε ένα αποκριάτικο γλέντι.
Ο «Μπέης», ή «κιοπέκ Μπέης», ή « Καλόγερος», ή «Χούχουτος» ή «Βασιλιάς», το ίδιο δρώμενο με επιμέρους διαφορές ως προς την ονομασία, τις αμφιέσεις και τους ρόλους του θιάσου, πιθανόν κληροδοτήθηκε, όπως και τόσα άλλα έθιμα, στους Θρακιώτες από τους προγόνους τους ως παρακαταθήκη της δυναμικής της κοινωνικής συνοχής όπως αυτή αναδείχθηκε στις δύσκολες περιόδους της ιστορικής τους διαδρομής ή απλά, ως μία ευκαιρία γλεντιού και διασκέδασης στην περίοδο των Αποκριών, όπου τα «πρέπει» καταστρατηγούνται για λίγο και πριν την έναρξη της Μ. Σαρακοστής, της νηστείας και της εβδομάδας των Παθών του Χριστού.
Τρίκαλα: Ο καραγκούνικος γάμος
Στα Μεγάλα Καλύβια, του νομού Τρικάλων, κάθε χρόνο την Καθαρά Δευτέρα και για παραπάνω από έναν αιώνα, γίνεται αναπαράσταση του παραδοσιακού καραγκούνικου γάμου. Παρουσιάζεται όλη η ιεροτελεστία του γάμου ενός καραγκούνικου ζευγαριού, όπως αυτός γινόταν μέχρι και τη δεκαετία του 1960-70 στα Μεγάλα Καλύβια και σε όλα τα καραγκουνοχώρια της Δυτικής Θεσσαλίας.
Πριν ξεκινήσει ο γάμος, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο φιλόλογος Ευθύμιος Αθ. Κουφογιάννης, γίνονται τα αρραβωνιάσματα (σιβάσματα) του ζευγαριού – κανονικά, γίνονταν τουλάχιστον ένα χρόνο πριν- αλλά παρουσιάζονται μαζί με το γάμο για την οικονομία του χρόνου. Στην πλατεία του χωριού γίνονται τα στέφανα και ακολουθεί ο παραδοσιακός γαμήλιος χορός. Δύο πομπές συναντιούνται στην πλατεία για το μυστήριο του...γάμου: Η μία του γαμπρού που καταφθάνει πρώτος και η άλλη της νύφης που έρχεται από το Κονάκι, το ανακαινισμένο διώροφο τούρκικο διοικητήριο που αποτελεί την έδρα του Εκπολιτιστικού Λαογραφικού Ομίλου Καλυβίων (ΕΛΟΚ). Ο γαμπρός – αφού τον έχουν ξυρίσει δημόσια και υπό τους ήχους παραδοσιακών τραγουδιών - είναι ντυμένος με φουστανέλα και οι συγγενείς του με παραδοσιακές φορεσιές του παρελθόντος (σκούτινα, παντελόνια, γιλέκα, κ.λ.π.).
Η νύφη – στον ρόλο της συνήθως κάποιος νεαρός άνδρας – φοράει, σύμφωνα με τον κ. Κουφογιάννη, την παραδοσιακή νυφιάτικη καραγκούνικη φορεσιά , την οποία για να τη φορέσει ολόκληρη χρειάζεται κάμποσες ώρες. Ιδιαίτερα το δέσιμο και το στόλισμα του κεφαλομάντηλου χρειάζεται αρκετή ώρα και επιδεξιότητα. Τα παλαιότερα χρόνια, προσθέτει, κυκλοφορούσε κι ένα κάρο γεμάτο με τα προικιά της νύφης που οι βλάμηδες έπαιρναν από το σπίτι της και τα μετέφεραν στο σπίτι του γαμπρού.
Η όλη διαδικασία των αρραβωνιασμάτων και του γάμου παρουσιάζεται ως παρωδία – κωμωδία με έξυπνες ατάκες, άφθονο χιούμορ και πολλές φορές «ακατάλληλες» χειρονομίες και κινήσεις που προκαλούν το γέλιο των παρευρισκόμενων.
Την παράσταση «κλέβει» τις περισσότερες φορές ο ψευτοπαπάς με την παπαδιά του, που εισέρχονται στην πλατεία με μία μηχανή μεγάλου κυβισμού ή με κάποιο άλλο ασυνήθιστο μεταφορικό μέσο.
Οι θεατές – ανάμεσα στους Μεγαλοκαλυβιώτες και πολλοί επισκέπτες – παρακολουθούν αρχικά όλα τα δρώμενα και κατόπιν πιάνονται στον μεγάλο κύκλο του χορού και χορεύουν υπό τους ήχους του κλαρίνου παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια της Θεσσαλίας και όχι μόνο.
Νωρίτερα, έχουν γευτεί την παραδοσιακή φασολάδα, που τους έχει προσφερθεί δωρεάν, μαζί με κρασί, από μέλη του πολιτιστικού συλλόγου ΕΛΟΚ και άλλους εθελοντές Μεγαλοκαλυβιώτες. Οι μάγειροι βάζουν όλη τη δεξιοτεχνία τους για να γίνει νόστιμη η φασολάδα, αφού η ποσότητά της ανέρχεται σε εκατοντάδες μερίδες. Η φασολάδα μαγειρεύεται λόγω Σαρακοστής ενώ είναι γνωστό ότι το πιο συνηθισμένο φαγητό του γάμου ήταν πληγούρι, δηλαδή χοντροκομμένο βρασμένο σιτάρι με πρόβατο.
Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι ακόμα και με αντίξοες καιρικές συνθήκες το έθιμο της αναπαράστασης πραγματοποιείται πάση θυσία.
Tο «στοιχειό» της Άμφισσας
Το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς αναβιώνει στην Άμφισσα ο θρύλος του «στοιχειού». Από τη συνοικία Χάρμαινα, όπου βρίσκονται τα παλιά Ταμπάκικα, και τα σκαλιά του Άι Νικόλα, κατεβαίνει το «στοιχειό» και μαζί ακολουθούν εκατοντάδες μεταμφιεσμένοι. Οι θρύλοι για τα «στοιχειά» είχαν μεγάλη διάδοση στην περιοχή. Λέγεται πως αποτελούν ψυχές σκοτωμένων ανθρώπων ή ζώων που τριγυρίζουν στην περιοχή.
Το σπουδαιότερο από αυτά που είναι συνδεδεμένο με την παράδοση, είναι το «στοιχειό της Χάρμαινας». Αυτό αγαπούσε και προστάτευε τους Ταμπάκηδες, τους βυρσοδέψες, των οποίων η δουλειά, τους ανάγκαζε να βρίσκονται στη Βρύση νύχτα - μέρα.
Πολλοί ορκίστηκαν ότι είδαν το «στοιχειό» να τριγυρίζει τη νύχτα σε όλη τη συνοικία, να καταλήγει στην πηγή του νερού και να χάνεται. Ακόμα, οι πιο παλαιοί διηγούνται πως το «στοιχειό της Χάρμαινας» έβγαινε κάθε Σάββατο βράδυ, κατέβαινε από της «Κολοκυθούς το Ρέμα» και γύριζε στους δρόμους μουγκρίζοντας και σέρνοντας αλυσίδες. Ο θρύλος του «στοιχειού» αναβιώνει το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς στην Άμφισσα. Στο μεγάλο ιστορικό καφενείο της πόλης γίνονται συζητήσεις σατυρικού περιεχομένου για τους θρύλους και τα «στοιχειά».
Αλευρομουτζουρώματα στο Γαλαξίδι
Όταν ανοίξει το Τριώδιο, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του Γαλαξιδίου, κυκλοφορούν μεταμφιεσμένοι με αποκριάτικα κοστούμια στους δρόμους και στα καταστήματα. Ένα από τα καθιερωμένα έθιμα της πόλης είναι την Καθαρή Δευτέρα, το άναμμα φωτιών σε πλατείες και δρόμους, με μουσική, φαγητό, χορό και γλέντι.
Στο Γαλαξίδι, την Καθαρή Δευτέρα, δεν παίζουν με σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο, αλλά παίζουν «αλευροπόλεμο» με βασικό υλικό το αλεύρι. Αυτό το έθιμο διατηρείται από το 1801. Εκείνα τα χρόνια, παρόλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Απόκριες για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους.
Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άνδρες. Φορούσαν μάσκες ή απλά έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στη συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και ή ώχρα. Στο μουντζούρωμα συμμετέχουν όλοι, ανεξαιρέτως ηλικίας. Το Καρναβάλι στο Γαλαξίδι είναι γεμάτο χρώμα και ζωντάνια και οι κάτοικοι διατηρούν τα έθιμα και τις παραδόσεις τους με σεβασμό και αγάπη.
Βλάχικος Γάμος στη Θήβα
Κάθε Καθαρή Δευτέρα γίνεται αναπαράσταση του Βλάχικου Γάμου. Είναι ένα έθιμο που φθάνει στις ημέρες μας περίπου από το 1830, μετά την απελευθέρωση των ορεινών περιοχών. Οι Βλάχοι, (οι τσοπάνηδες) από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη, εγκατέλειψαν τότε την άγονη γη τους και βρήκαν γόνιμο έδαφος νοτιότερα. Το θέαμα είναι έξοχο, η γαμήλια πομπή πολύχρωμη, η μουσική που τη συνοδεύει (πίπιζες, νταούλια κ.ά.) εξαιρετικά ζωντανή.
Το γαϊτανάκι της Λιβαδειάς
Το γαϊτανάκι αποτελεί παράδοση για την πόλη της Λιβαδειάς και γιορτάζεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Οι κάτοικοι της πόλης προετοιμάζουν το γαϊτανάκι, φτιάχνοντας άρματα. Την Κυριακή της Αποκριάς, μασκαράδες παρελαύνουν προς την κεντρική πλατεία όπου πλέκονται τα γαϊτανάκια, και παρουσιάζονται αποκριάτικα σκετς, τραγούδια και παντομίμες από τους μασκαράδες. Στη συνέχεια ακολουθεί γλέντι με λαϊκά τραγούδια και χορούς.
Ο «γέρος» και η «κοπέλα» στην Σκύρο
Με την αρχή του Τριωδίου και κάθε Σαββατοκύριακο των ημερών της Αποκριάς, το έθιμο του νησιού θέλει τον «γέρο» και την «κοπέλα» να βγαίνουν στους δρόμους και να δίνουν μία ξεχωριστή εικόνα των ημερών. Ο «γέρος» φοράει μία χοντρή μαύρη κάπα, άσπρη υφαντή βράκα και έχει στη μέση του 2-3 σειρές κουδούνια, το βάρος των οποίων μπορεί να φτάσει και τα 50 κιλά. Το πρόσωπο του καλύπτεται από προβιά μικρού κατσικιού και περπατώντας με χορευτικό ρυθμό, καταφέρνει να ηχούν μελωδικά τα κουδούνια που φοράει.
Η «κοπέλα», δηλαδή η ντάμα του «γέρου» είναι ντυμένη με παραδοσιακά σκυριανά ρούχα με κυρίαρχο χρώμα το άσπρο σε πλήρη αντίθεση με το μαύρο χρώμα του «γέρου» έχοντας κι αυτή καλυμμένο το πρόσωπό της. Χορεύει γύρω από τον «γέρο», καθώς αυτός βαδίζει, ανοίγοντας του δρόμο ή προσπαθώντας να τον βοηθήσει και να τον ξεκουράσει. Οι ικανότεροι από τους «γέρους» μάλιστα, αφήνουν για λίγο τους δρόμους της αγοράς, όπου συγκεντρώνεται ο κόσμος και ανεβαίνουν στο Κάστρο του νησιού. Εκεί θα χτυπήσουν τις καμπάνες στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Τότε η «κοπέλα» την ώρα που ο «γέρος» θα σταματήσει να πάρει μια ανάσα, θα του τραγουδήσει σκυριανό τραγούδι, παινεύοντας τον για τις αξίες και τις χαρές του.
Το δίδυμο αυτής της σκυριανής αποκριάς συνοδεύει πολλές φορές και ο «φράγκος». Αυτός ο μασκαράς, ντυμένος με παραδοσιακά ρούχα του νησιού αλλά και παντελόνι, σατιρίζει τους σκυριανούς εκείνους που έβγαλαν τις βράκες και φόρεσαν παντελόνια (φράγκικα). Η προέλευση του εθίμου αυτού χάνεται στα χρόνια και πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι υπάρχουν στοιχεία και ρίζες διονυσιακών τελετών και θεωρούν τις εκδηλώσεις αυτές κατάλοιπα τέτοιων εορτών. Οι γεροντότεροι στο νησί αναφέρουν ότι ο «γέρος» και η «κοπέλα», έρχονται κάθε χρόνο να θυμίσουν στους σκυριανούς κάποια θεομηνία που κατέστρεψε όλα τα ζώα του νησιού και για το λόγο αυτό ο τσοπάνης ζώστηκε τα κουδούνια των ζώων και ήρθε στο χωριό να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους.
Το έθιμο της «τράτας» στην Σκύρο
Μία άλλη εκδήλωση της σκυριανής αποκριάς είναι η «τράτα» που είναι αναπαράσταση ναυτικής ζωής, όπου ψαράδες στην πλειοψηφία τους, σατιρίζουν έμμετρα καταστάσεις και γεγονότα που αφορούν την κοινωνική ζωή στην Ελλάδα, γενικότερα. Με τα σατυρικά αυτά ποιήματα, αλλά και με την αμφίεσή τους, καταφέρνουν να προκαλούν την ευθυμία των θεατών της παράστασης αυτής που κορυφώνεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Την Καθαρή Δευτέρα σχεδόν όλοι οι Σκυριανοί με παραδοσιακές τοπικές στολές, κατεβαίνουν στην πλατεία του χωριού και χορεύουν και τραγουδούν σκυριανά τραγούδια.
«Χέι» και «Κοντοσούβλι γίγας» στην Αμφίκλεια
Οι Απόκριες στην Αμφίκλεια μυρίζουν παράδοση και κοντοσούβλι. Το προτελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς η κάθε γειτονιά ανάβει τη δική της φωτιά ενώ οι κουδουνοφόροι ξορκίζουν το κακό για να έρθει η Άνοιξη χωρίς εμπόδια. Το τριήμερο της Καθαρής Δευτέρας οι εκδηλώσεις κορυφώνονται, με το παραδοσιακό άναμμα της φωτιάς (Χέι), τόσο στις γειτονιές του χωριού όσο και στο μεγάλο Χέϊ, στην πάνω Πλατεία του χωριού, με χορούς κουδουνοφόρων μασκαράδων, με τύμπανα και πνευστά.
Την Κυριακή (της Τυρινής) παρασκευάζεται από το πρωί ένα κοντοσούβλι γίγας, μήκους 120 μέτρων, το οποίο δίνει τον τόνο, τη μυρωδιά και τη γεύση που μόνο στη Ρούμελη γνωρίζουν να δίνουν. Την Καθαρή Δευτέρα το πέταγμα του Χαρταετού συνοδεύεται από παραδοσιακή μουσική, φασολάδα, σαρακοστιανά και άφθονο κρασί, στην Κάτω Πλατεία της Αμφίκλειας.
Ο χορός της «γκαμήλας» και η παρέλαση αρμάτων στη Λαμία
Η στολισμένη με επιμέλεια «γκαμήλα» δίνει τον τόνο στο καρναβάλι της Λαμίας. Κατασκευασμένη με διάφορα υλικά αλλά στολισμένη με υφαντά την κουβαλούν δυο άνθρωποι που εναλλάσσονται συνεχώς. Ξεκινά από την αρχαιότερη συνοικία της πόλης τους Αγίους Θεοδώρους όπου προετοιμάζεται με επιμέλεια και το τριήμερο τη Αποκριάς δίνει το δικό της τόνο στους δρόμους και το εμπορικό κέντρο της Λαμίας ακολουθούμενη από μουσικές και χορούς. Την Κυριακή της Αποκριάς, προηγείται της παρέλασης αρμάτων στους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Επιστρέφει την Καθαρή Δευτέρα στα Κούλουμα της συνοικίας των Αγίων Θεοδώρων, όπου μετά τον παραδοσιακό της χορό καταλήγει ο «πρωτοχορευτής» με ιδιαίτερο τρόπο να την... «θυσιάσει» κλείνοντας με αυτό τον τρόπο τον αποκριάτικο κύκλο της.
Την Κυριακή της Αποκριάς, στην πόλη τη Λαμίας, έχει καθιερωθεί η παρέλαση αρμάτων με επίκαιρα χιουμοριστικά θέματα και μαζί τους μεγάλη συμμετοχή καρναβαλιστών. Στο μεσοδιάστημα εξελίσσονται διάφορα δρώμενα όπως το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού, στα οποία μετέχουν μικροί και μεγάλοι. Την Καθαρή Δευτέρα, στα περισσότερα δημοτικά διαμερίσματα κυριαρχούν τα κούλουμα με δωρεάν φασολάδα και πέταγμα χαρταετού.
Νεομαγνησιώτικος γάμος
Στη συνοικία της Νέας Μαγνησίας της Λαμίας, μετά το 1929 οι Μικρασιάτες πρόσφυγες συναντώνται με τους Ρουμελιώτες και δημιουργείται μια νέα πραγματικότητα.
Ο Νεομαγνησιώτικος γάμος κάθε Καθαρή Δευτέρα περιγράφει όμορφα, μέσα από φανταστικούς και εύθυμους, ως επί το πλείστον, διαλόγους, αυτήν την νέα πραγματικότητα. Περιγράφει δηλαδή την αρνητική αρχικά υποδοχή των Μικρασιατών από τους ντόπιους, τους γάμους Μικρασιατών και ντόπιων, το μπόλιασμα και την συμπόρευση τους. Σε κάποιες σκηνές βέβαια κάνει ένα γρήγορο πέρασμα στην σύγχρονη πραγματικότητα, με πολιτική σάτιρα.
Η χρονική περίοδος στην οποία αναφέρεται το σενάριο του Γάμου, είναι η δεύτερη δεκαετία από την Μικρασιατική τραγωδία.
Οι ενδυμασίες που χρησιμοποιούνται, όμως, δεν ανταποκρίνονται σε αυτήν την περίοδο, είναι παραδοσιακές ενδυμασίες (για Ρουμελιώτες και Μικρασιάτες), συμβολικά, για να τονιστεί η διαφορετικότητα.
Πηγές άντλησης στοιχείων αποτελεί η ζώσα παράδοση και οι περιγραφές των ντόπιων Μικρασιατών και Ρουμελιωτών για να κτιστεί η παράσταση του Νέο Μαγνησιώτικου Γάμου που έχει καθιερωθεί πλέον σαν το κατεξοχήν αποκριάτικο δρώμενο της περιοχής που κάθε χρόνο αλλάζει για να συγκινεί όλο και περισσότερο.
Ρόδος: Τα «μουζώματα» στον Αρχάγγελο
Ξεχωριστός και πιο εντυπωσιακός είναι ο εορτασμός των Αποκριών στο χωριό Αρχάγγελος της Ρόδου, ένα χωριό που κρατά τις παραδόσεις και τα έθιμα από τους περασμένους αιώνες, από γενιά σε γενιά. Το αποκορύφωμα του εορτασμού είναι το σκηνικό της Καθαρής Δευτέρας όπου επικρατούν τα «μουζώματα» και τα «αλευρώματα», παράλληλα με το γλέντι, τις μεταμφιέσεις και την σάτυρα.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού και οι επισκέπτες είναι υποχρεωτικό να βάψουν μαύρα τα πρόσωπα τους και να κυκλοφορούν έτσι, όλη την διάρκεια της Καθαρής Δευτέρας. Όσοι δεν το κάνουν μόνοι τους υποχρεώνονται να το κάνουν, έστω και με το ζόρι ενώ, την ίδια τύχη έχουν και οι επισκέπτες του χωριού.
Μέρος του εορτασμού είναι και τα «αλευρώματα» στα οποία επιδίδονται μεγάλοι και μικροί κάνοντας ακόμα πιο ξεχωριστό τον εορτασμό της Καθαρής Δευτέρας στο συγκεκριμένο χωριό.
Το έθιμο με τα «μουζώματα» έχει τις ρίζες του αρκετές δεκαετίες πίσω και σύμφωνα με κάποιους λαογράφους είναι κατάλοιπο των Διονυσιακών γιορτών. Όπως εξηγεί ο πρόεδρος του Πολιτιστικού συλλόγου Αρχαγγέλου «Ναίθωνας» Μιχάλης Τσακίρης, τα παλαιότερα χρόνια οι κάτοικοι του χωριού την ημέρα της Καθαρής Δευτέρας ντύνονταν με προβιές από πρόβατα και κατσίκια, που ετοίμαζαν το προηγούμενο χρονικό διάστημα και κάλυπταν τα πρόσωπα τους με πίτουρα και σπασμένο κάρβουνο στο οποίο έριχναν λίγο λάδι. Τώρα, το βάψιμο των προσώπων γίνεται με σύγχρονα μέσα.
Χανιά: Η «Καμήλα» βγαίνει στο χωριό
Ένα έθιμο, που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, είναι αυτό της καμήλας που αναβιώνει κάθε Καθαρή Δευτέρα, στο χωριό Κάινα του Δήμου Αποκορώνου.Στην αναβίωση του εθίμου συμμετέχουν οι κάτοικοι του χωριού που αρχίζουν από νωρίς το πρωί τις ετοιμασίες για την κατασκευή της καμήλας αλλά και του μουτζουρώματος. Τα παιδιά μαζεύονται σ' ένα σπίτι και βοηθούν το ένα το άλλο για να φτιάξουν τις πρωτότυπες στολές .
Οι ενήλικοι κάτοικοι που συμμετέχουν στην κατασκευή της καμήλας, μαζεύουν τα απαραίτητα υλικά από την προηγούμενη μέρα. Γύρω στις 10 το πρωί, μαζεύονται σε ένα ανοιχτό χώρο για να την κατασκευάσουν. Η Καμήλα είναι ένα Διονυσιακό έθιμο και πρωτοεμφανίστηκε τον 19ο αιώνα. Κατασκευάζεται από μια ξύλινη σκάλα, δύο κοφίνια που αποτελούν τις δύο καμπούρες της καμήλας, μία παλέτσα (είδος νάιλον πανιού που χρησιμοποιείται για τη συλλογή του ελαιοκάρπου) και το σκελετό του κεφαλιού ενός γαϊδάρου.
Στον ουρανίσκο του κεφαλιού τοποθετείται ένα καρούλι για να ανοιγοκλείνει το στόμα του με το τράβηγμα ενός σχοινιού. Στα μάτια του τοποθετούνται δύο μανταρίνια ζωγραφισμένα και ντύνεται με προβιές κουνελιών. Στην καμήλα μπαίνουν συνήθως τρεις άνθρωποι. Ένας κρατάει το κεφάλι στερεωμένο σε ένα ξύλο, και οι άλλοι δύο με τη βοήθεια των κοφινιών σχηματίζουν τις καμπούρες της.
Όταν όλα ετοιμαστούν, η καμήλα ξεκινάει τη βόλτα της, σε κάθε σημείο του χωριού, για να καταλήξει στην κεντρική πλατεία.Πολλοί ντόπιοι ντύνονται με πρωτότυπες αυτοσχέδιες στολές ακολουθώντας την πορεία της. Οι μεταμφιεσμένοι έχουν κρεμασμένα επάνω τους, κυρίως λέρια προβάτων και προβιές ζώων. Το γλέντι συνεχίζεται μέχρι το βράδυ, με τη συνοδεία παραδοσιακών μουσικών κρητικών οργάνων.
Λάρισα: Το «μπουρανί» του Τυρνάβου
Η Αποκριά στο νομό της Λάρισας, έχει ένα σημείο αναφοράς κι αυτό είναι το Τυρναβίτικο καρναβάλι, που κάθε χρόνο κορυφώνεται με το «μπουρανί» της Καθαράς Δευτέρας. Τα πρώτα στοιχεία για την τέλεση των αποκριάτικων εκδηλώσεων στον Τύρναβο χρονολογούνται γύρω στο 1898.
Για την προέλευση του, υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή αναφέρει πως το έθιμο έχει βαθιές ρίζες στις Διονύσιες τελετές, τα Θεσμοφόρια, τα Αφροδίσια, τα Θαργήλια. Η δεύτερη ότι προέρχεται από Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στον Τύρναβο γύρω στο 1770, λίγο πριν τα Ορλωφικά.
Η Αποκριά εορτάζεται με έναν πρωτότυπο αλλά και τολμηρό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το έθιμο είχε απαγορευθεί πολλές φορές, για να καθιερωθεί το 1980. Το «Μπουρανί», είναι ένα αποκριάτικο φαλλικό δρώμενο. Οι κάτοικοι του Τυρνάβου γιορτάζουν κάθε χρόνο τη γονιμότητα της γης, υμνούν τη φύση και την ευχαριστούν για τους καρπούς της.
Στην ιστορική παράδοση στο έθιμο συμμετείχαν μόνο άνδρες. Οι κάτοικοι της πόλης του Τυρνάβου την Καθαρά Δευτέρα πήγαιναν στου Προφήτη Ηλία μεταμφιεσμένοι. Φτάνοντας στον Προφήτη Ηλία, οι κάτοικοι έστρωναν διάφορα φαγητά και γέμιζαν με κρασί μια μεγάλη φιάλη σε σχήμα φαλλού. Παράλληλα ετοίμαζαν το «μπουρανί» που έχει τουρκική προέλευση. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του χυλού είναι σπανάκι, τσουκνίδα, αλεύρι, λίγο ξύδι και καθόλου λάδι.
Το γλέντι ξεκινούσε με τους άντρες να κρατούν στα χέρια τους φαλλούς από πηλό ή ξύλο, το κυριότερο τελετουργικό σύμβολο. Από την δεκαετία του 1970 σταμάτησε το «μπουρανί» να είναι έθιμο των ανδρών μόνο. Πολλές γυναίκες άρχισαν να συμμετέχουν ενεργά σε όλα τα τελετουργικά μέχρι και τις μέρες μας.
Οι καρναβαλικές εκδηλώσεις στον Τύρναβο με αποκορύφωμα το «μπουρανί», είναι μια ολόκληρη τελετουργία και διαρκούν ένα μήνα. Ντόπιοι και επισκέπτες γίνονται ένα, με φανταχτερές στολές, κέφι, μουσική και άφθονο κρασί, τσίπουρο και φυσικά... χορό.
Με πλούσιες θεατρικές, παραστάσεις, πολιτιστικές εκδηλώσεις το Τυρναβίτικο καρναβάλι κορυφώνεται όπως και κάθε χρόνο με την παρέλαση των αρμάτων την Καθαρά Δευτέρα. Τα άρματα είναι κατασκευασμένα με πολύ μεράκι, εμπνευσμένα από την παράδοση, ενώ η ψυχή των εκδηλώσεων είναι οι χιλιάδες καρναβαλιστές που θα δώσουν ένα εύθυμο τόνο στις εκδηλώσεις.
Ζάκυνθος: Ο παραμυθένιος «βενετσιάνικος γάμος στο Τζάντε»
Ένας παραμυθένιος γάμος, με ρίζες στα βάθη της ενετοκρατίας στα Ιόνια νησιά, αναβιώνει κάθε χρόνο στην Ζάκυνθο, την περίοδο των αποκριών και δεν είναι άλλος από το περίφημο πλέον «βενετσιάνικο γάμο στο Τζάντε». Από το 2004 έως και σήμερα, ο «βενετσιάνικος γάμος στο Τζάντε», αποτελεί για την Ζάκυνθο, ένα αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού της αλλά και το μεγαλύτερο δρώμενο του καρναβαλιού. Εκατοντάδες Ζακυνθινοί, κάθε χρόνο, φορούν τις πανέμορφες αρχοντικές φορεσιές των «κόντηδων», του 16ου αιώνα και αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο, τον τότε μεγαλοπρεπές γάμο.
Το δρώμενο, μας μεταφέρει πίσω στον 16ο αιώνα, όπου οι ευγενείς του «τζάντε» με τις πανάκριβες φορεσιές τους και τα εντυπωσιακά κοστούμια τους, έδειχναν τον πλούτο τους στους απλούς πολίτες μέσα από τους γάμους που πραγματοποιούσαν οι αρχοντικές οικογένειες του νησιού. Η προετοιμασία για έναν τέτοιο γάμο άρχιζε πολύ καιρό πριν, καθώς η νύφη και οι υπόλοιπες γυναίκες που ήταν καλεσμένες στο γάμο, έπρεπε να αρχίσουν να ράβουν, τα εντυπωσιακά τους φορέματα ώστε να είναι έτοιμες και να κάνουν πρόβες πολύ πριν το γάμο.
Η μεγαλειώδης πομπή του Βενετσιάνικου γάμου, αρχίζει από τη πλατεία του Αγίου Παύλου, στη συνέχεια διασχίζει την οδό Αλεξάνδρου Ρώμα, και καταλήγει στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Ακολούθως πραγματοποιείται, με τις απαραίτητες τιμές, η τελετή του γάμου παρουσία του νοδάρου (συμβολαιογράφου). Αξίζει να σημειωθεί ότι η μεγαλειώδης πομπή του γάμου ανοίγει με τυμπανιστές και σημαιοφόρους. Ακολουθούν οι νεόνυμφοι και οι κοντινοί συγγενείς τους.
Η νόνα (γιαγιά) μεταφέρεται μέσα σε λεντίκα (κλειστό φορείο εξαιρετικής τέχνης μέσα στο οποίο μετέφεραν τους ευγενείς) ενώ, ακολουθούν τα σεντούκια της νύφης με τα προικιά. Την πομπή πλαισιώνουν οι προσκεκλημένοι, οι οποίοι φορούν ακριβή αντίγραφα στολών του 16ου αιώνα, ενώ κορίτσια κρατούν κάνιστρα με ροδοπέταλα και μπομπονιέρες. Στην συνέχεια ακολουθεί το γαμήλιο γλέντι, με αναγεννησιακούς χορούς και πολλά τοπικά παραδοσιακά εδέσματα όπως είναι τα ζαχαροκούκα (κουφέτα), ορτζάδες (σουμάδα) και πάντολες (παντεσπάνι).
Κοζάνη: Τα αερόστατα στον Πεντάλοφο Κοζάνης
Ο Πεντάλοφος είναι ένας πετρόκτιστος θησαυρός, κτισμένος στα χίλια μέτρα υψόμετρο, στον αυχένα της βορειανατολικής Πίνδου, στην Κοζάνη και αξίζει για πολλούς λόγους κάποιος να τον επισκεφθεί.
Την Kαθαρή Δευτέρα, οι κάτοικοι δεν πετούν χαρταετό, αλλά αυτοσχέδια, μικρά αερόστατα που έχουν κατασκευάσει οι ίδιοι. Πρόκειται για χάρτινες πολύχρωμες κυλινδρικές κατασκευές, με την μεγαλύτερη να φθάνει στο 1,70 ύψος, ανοικτές από τη μία πλευρά, όπου ένα κομμάτι πανί βρεγμένο με εύφλεκτο υλικό βρίσκεται δεμένο στο κέντρο της οπής του αερόστατου.
Ο δεξιοτέχνης κατασκευαστής βάζει φωτιά στο πανί και ένα λεπτό αργότερα, το αερόστατο αρχίζει να παίρνει ύψος. Εάν ο καιρός δεν είναι βροχερός, δεκάδες αυτοσχέδια πολύχρωμα αερόστατα από κάθε μέγεθος και τεχνοτροπία, σκεπάζουν τον ουρανό της ορεινής κοινότητας, διασκεδάζοντας όχι μόνο τους μικρούς που μαθαίνουν, αλλά και τους δεκάδες επισκέπτες της περιοχής.
Εάν ρωτήσει κανείς τους παππούδες του χωριού δεν θυμούνται πότε εμφανίστηκε το έθιμο στο χωριό τους. Όμως, επισημαίνουν με νόημα, ότι «οι Πενταλοφίτες, ως πελεκάνοι και αρχιμάστορες της πέτρας ταξίδευαν, όχι μόνο στην Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο, την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, κτίζοντας πέτρινα αριστουργήματα αλλά έφταναν μέχρι και τα παράλια της Mεσογείου, την Συρία και τις χώρες της Mέσης Ανατολής.
Επίσης, μετά το 1880, καταγράφονται και οι πρώτοι οικονομικοί μετανάστες στις ΗΠΑ, όπου στις αρχές του αιώνα κάποιοι αρχίζουν να επιστρέφουν στην γενέτειρα. Το πέταγμα του αερόστατου καθιερώθηκε την Καθαρή Δευτέρα, λόγω του ότι οι ''παρέες'' των μαστόρων ήταν ακόμη στο χωριό, μιας και η αναχώρησή τους για τα «ξένα» γινόταν μετά τις 20 Μαρτίου.
Το αερόστατο αποτελείται από 16 χάρτινες, πολύ λεπτές κόλλες χαρτιού, για να γίνει η κατασκευή πολύ ελαφριά. Η ποικιλία των χρωμάτων θα δημιουργήσει ένα αερόστατο πολύχρωμο και χαρούμενο. Ένα πολύ λεπτό καλάμι στο κάτω μέρος, κρατά ανοικτό το αερόστατο στο οποίο δένεται σταυρωτά ένα σύρμα όπου στερεώνεται ένα πανί βουτηγμένο σε λάδι και πετρέλαιο.
Η φωτιά του πανιού θα θερμάνει το εσωτερικό μέρος του αερόστατου ώστε να μπορέσει να απογειωθεί. Εάν οι καιρικές συνθήκες είναι καλές τα αερόστατα μπορεί να φθάσουν πολύ ψηλά, ακόμη και πάνω από τα χίλια μέτρα υψόμετρο, δημιουργώντας ένα ωραίο θέαμα στους επισκέπτες.
Ρέθυμνο: Ο «Καντής» οι «Λεράδες» και ο «Τσαγκάρης»
Τριώδιο, Απόκριες, νηστεία, δημιουργία, τέχνες, παρέες, χρώμα, ελπίδα... Το σύμπλεγμα των ημερών που περικλείεται ημερολογιακά από το «Τριώδιο» που αρχίζει την Κυριακή του «Τελώνη και Φαρισαίου», διανύει την Κυριακή του «Ασώτου Υιού», την Κυριακή της «Απόκρεω» και φτάνει στην ολοκλήρωσή του την Κυριακή της «Τυρινής» ή «Τυροφάγου».
Με τον ντελάλη να ταξιδεύει σε όλο το Ρέθυμνο αλλά και τους άλλους νομούς της Κρήτης, οι Ρεθεμνιώτες καλούν τους συντοπίτες τους και όλους τους Κρητικούς να μετέχουν στον μήνα των καρναβαλικών και όχι μόνο εκδηλώσεων που πάνω από έναν αιώνα πλουτίζουν την πνευματική, καλλιτεχνική, πολιτιστική ζωή του Ρεθύμνου.
Όλα ξεκινούν με τις καντάδες, στις οποίες η λύρα, το μαντολίνο και οι μελωδίες από τις παλιές ρομαντικές εποχές δίνουν τον τόνο και το ρυθμό στον οποίο θα κινηθούν τόσο οι επίσημες εκδηλώσεις όσο και εκείνες που αφορούν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στη διάθεση στις παρέες, και στην αναβίωση των εθίμων από χωριό σε χωριό από το μεγαλύτερο έως και το μικρότερο.
Κανταδόροι και μασκαράδες, από τη Ρεθεμνιώτικη Πόρτα στην Αρχή της πόλης, την Πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη, μέχρι τον ορεινό Ψηλορείτη, από το Πάνορμο και το Μελιδόνι μέχρι το νότιο Ρέθυμνο, τον Πλακιά και το Σπίλι, στο Ρουσσοσπίτι και στον Μέρωνα, ανταμώνουν για γλέντι, χορό και συναπαντήματα κεφιού και ελπίδας όπου το ζυμάρι σε όλες του τις εκδοχές, η τσικουδιά, το καλό κρασί, οι παραδοσιακοί μεζέδες, η λύρα και οι χοροί δείχνουν το δρόμο για μία διαφορετική πιο αισιόδοξη αντιμετώπιση της καθημερινότητας, από την οποία δε λείπει και ο σεβασμός και η απόδοση τιμών στις ψυχές που έχουν φύγει μέσα από τα τελετουργικά του Ψυχοσάββατου.
Έθιμα όπως το παιχνίδι του θησαυρού, το κλέψιμο της νύφης, το μουντζούρωμα, ο Καντής, η καμήλα, οι Λεράδες, ο Τσαγκάρης, ο Αρκουδιάρης, η καμπουρόγρια, το λαϊκό δικαστήριο, ο αγιασμός του γέλιου, το λαδικό καταβρεχτήρι.
Το έθιμο του Καντή με ρίζες στον Μυλοπόταμο και στην Επαρχία του Αγίου Βασιλείου, όπου ο μπροστάρης της μεγάλης παρέας γυρνάει τα σπίτια και το χωριό και ως ένας άρχοντας έχε το γενικό πρόσταγμα.
Καλαμπούρια, φάρσες, αστεία που μπορεί να συμβούν στον καθένα που θα βρεθεί μπροστά στη παρέα.
Η καμήλα είναι το έθιμο με την αυτοσχέδια καμήλα που γυρνάει στις γειτονιές και με σκέρτσα διασκεδάζει τον κόσμο κινούμενη από δύο άνδρες που είναι κρυμμένοι κάτω από το «δέρμα της» που είναι φτιαγμένο από κουβέρτες.
Στα μουτζουρώματα, έθιμο για να ξορκιστεί το κακό και το ανεπιθύμητο, η διασκέδαση είναι μεγάλη και η φασαρία από τις φωνές μεγαλύτερη. Μουτζούρωμα όχι βρωμιά, μέσα και κάτω από το οποίο πάντα κρύβεται η ανθρώπινη πλευρά, το φως, η καθαρότητα. Όπως και στο έθιμο του εξομολόγου όπου ένας μεταμφιεσμένος σαν ιερέας, εξομολογεί και απαλύνει με χαριτωμένο τρόπο τις «αμαρτίες» και την κακοκεφιά του εξομολογούμενου, συγχωριανού του, δημοσίως.
Στους Λεράδες, συναντάμε τον έντονο ήχο από τις κουδούνες, τα λέρια που βρίσκονται κρεμασμένα στη μέση των μεταμφιεσμένων ανδρών. Χορεύουν και ζώνουν με τη θωριά τους και τον βροντερό ήχο, τους επισκέπτες και τους συντοπίτες καλώντας τους σε αλλοπρόσαλλο βηματισμό που υποδηλώνει το χορό όσων θέλουν να τρέξουν, αλλά μένουν στον ίδιο τόπο...
Όπως παρόμοια και στο έθιμο του Τσαγκάρη που όλο μπαλώνει το στιβάνι του συντοπίτη του αλλά ποτέ δεν το τελειώνει με αποτέλεσμα να μαλώνουν συνεχώς.
Σε αυτό το «παιχνίδι» όλες τις ημέρες του Τριωδίου και των Αποκριών οι γεύσεις και οι μυρωδιές έχουν το δικό τους τεράστιο κεφάλαιο που λέγεται τοπική κουζίνα, άμεσα συνυφασμένη με το πώς οι νοικοκυρές θα μπορέσουν με τα καλούδια τους και τη μαγειρική τους τέχνη, να κάνουν τους ανθρώπους γύρω τους να χαμογελάσουν απολαμβάνοντας όλα όσα στρώνονται στο τραπέζι της κάθε μέρας ξεχωριστά.
Και κάπου εκεί να βρεθεί ο χρόνος για το ασβέστωμα των τοίχων, των μπεντενιών και των πεζοδρομίων για να είναι όλα άσπρα και καθαρά, για κάθε επισκέπτη που θα βρεθεί στο σπιτικό τους ή στη γειτονιά τους.
Μέχρι το Ψυχοσάββατο που όπως πολλοί λένε οι ψυχές είναι εκεί και βλέπουν τις πράξεις των ανθρώπων. Καμία εργασία δεν πραγματοποιείται ούτε καν γεωργική μιας και οι ψυχές στεναχωριούνται όπως λένε οι παλιές ιστορίες των γερόντων. Οι νοικοκυρές κυρίως στα χωριά φτιάχνουν τα γευστικότατα κόλλυβα, πάνε στις εκκλησιές τα ευλογούν και τα μοιράζουν στους συγγενείς και φίλους για τη συγχώρεση και την ανάπαυση των ψυχών.