«Οι εποχές αλλάξανε και ο γιος του Μητσοτάκη έρχεται να σώσει την Ελλάδα που βούλιαξαν»
Με το δικό του τρόπο αποχαιρέτησε τον Λουκιανό Κηλαηδόνη ο Λάκης Λαζόπουλος. Με ένα κείμενο στο altsantiri.gr, ο ηθοποιός και σατιρικός κωμικός περιγράφει στιγμές από την πολυετή γνωριμία του με τον τραγουδιστή που έφυγε από τη ζωή την Τρίτη σε ηλικία 73 ετών.
«Ο Λουκιανός πέταγε πάντα χαμηλά. Είδε την Ελλάδα από ψηλά, αλλά πότε από πολύ ψηλά. Είδε τα θερινά τα σινεμά και ήξερε πως εκείνο που μένει τελικά είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι...», γράφει με νοσταλγικό τόνο ενώ στο μακροσκελές κείμενό του, αφήνει αιχμές και κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη: «Οι εποχές αλλάξανε και ο γιος του Μητσοτάκη έρχεται να σώσει την Ελλάδα που βούλιαξαν».
Δείτε αναλυτικά το κείμενο:
«Ήταν ο Λουκιανός που έγραψε τη μουσική στην πρώτη μου παράσταση στο Θεσσαλικό θέατρο.
Είχα γράψει κείμενα, μαζί με τους Ξανθούλη, Μποστ, Κακουλίδη και Κοντογιαννίδη για κείνη την παράσταση. Την πρώτη μου παράσταση.
Ο τίτλος ήταν δικός μου. «Κάτι τρέχει στα γύφτικα».
Ο Κοντογιαννίδης έπαιζε το κείμενο που είχα γράψει.
Εγώ γκύφτο είμαι. Και τώρα που μπήκα στο Ευρώπη, θα είμαι Ευρωγκύφτο!
Οι στίχοι έλεγαν:
Κάτι τρέχει ξαφνικά,
κάτι τρέχει δυτικά,
κάτι τρέχει με δανεικά,
κάτι τρέχει στα γύφτικα.
Κι ύστερα ο Λουκιανός έγραψε μουσική στο επόμενο έργο.
Πάλι εγώ είχα δώσει τον τίτλο της παράστασης. «Χαιρέτα μου τον πλάτανο».
Πολλοί αξιόλογοι συγγραφείς κάναμε τότε αυτή την τεράστια επιτυχία στο Θεσσαλικό θέατρο, που μας έφερε στην Αθήνα και ύστερα η Αθήνα με κράτησε.
Χαιρέτα μου τον πλάτανο, τον πλάτανο, τον πλάτανοοο….
Κι ύστερα καλοκαίρι του ’81, στην Αθήνα, ακόμα δεν έχω πάρει το πτυχίο μου, μου μένουν δύο μαθήματα, βρίσκομαι να συγγράφω με τον Φασουλή και τηνΠαναγιωτοπούλου, στην Ελεύθερη Σκηνή που τότε αφήνει το Άλσος Παγκρατίου και μετακομίζει στο κέντρο της Αθήνας, στο θέατρο «Σμαρούλα»,πίσω από το Πεδίον του Άρεως.
«Της Ελλάδος το κάγκελο».
Ήρθανε δύσκολοι καιροί,
μας διώξανε από τον γάμο
τι να σου κάνουμε κι εμείς,
χορεύουμε εδώ χάμω.
Μάζεψα το τσιγγαναριό,
το βαλα στα μπαούλα,
το φόρτωσα στο φορτηγό
και ήρθα στο “Σμαρούλα”.
Σαν με ρωτούν τι γίνεται
σε τούτο το παλιάμπελο
τους απαντώ, τι γίνεται;;;
Της Ελλάδας το Κάγκελο,
της Ελλάδας το Κάγκελο,
της Ελλάδας το Κάγκελοοο. Ναι!!!
Οι πόρτες και τα ταμεία σπάνε, ο κόσμος με ενθουσιασμό διώχνει τη δεξιά και ετοιμάζεται να υποδεχθεί το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου.
Μεσάνυχτα να φύγετε,
να πάτε μακριά,
να πάτε να κυβερνήσετε την Τζαμάικα.
Κι αν σας καταλάβουνε κι εκεί,
τότε παιδιά, ρίξτε βουτιά απ’ τα ψαροκάικα.
Να αρμενίζετε στα πέλαγα,
έξω και μακριά,
Έβερτ και Μητσοτάκη
με τον Αβέρωφ και τον Πλυτά…
Οι εποχές αλλάξανε και ο γιος του Μητσοτάκη έρχεται να σώσει την Ελλάδα που βούλιαξαν.
Άλλαξαν πολλά, το θέατρο «Σμαρούλα» έγινε σούπερ μάρκετ, ο Βαγγέλης Λειβαδάς, θεατρικός παραγωγός και η Σμαρούλα Γιούλη δεν ζουν πια και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης «έφυγε» κι αυτός.
Ήταν πρώτη μέρα, ενός καινούριου χρόνου.
’82; ’83; ’84; Δεν θυμάμαι. Είχαμε κάνει πρωτοχρονιά στη Λάρισα και έπρεπε να γυρίσουμε στην Αθήνα, πρώτη μέρα του καινούριου χρόνου.
Στη Λάρισα, τότε, μπορούσες να πας και να ‘ρθεις με αεροπλάνο.
Ο Λουκιανός και εγώ, μόνοι μας στο αεροδρόμιο.
Μπήκαμε σε ένα αεροπλανάκι διθέσιο, με έναν πιλότο, τις τσάντες μας στα χέρια, κάτι σαν ΚΤΕΛ αεροπορίας.
Γυρνάει ο πιλότος και μας λέει «Είμαστε έτοιμοι για απογείωση».
Του λέει ο Λουκιανός: «Μην μας το πεις κι Αγγλικά. Δύο είμαστε».
Πετάξαμε χαμηλά πολύ και από εκεί εμπνεύστηκε και τον τίτλο του επόμενου του δίσκου «Χαμηλή πτήση». Το θυμάμαι τόσο έντονα το ταξίδι αυτό.
Ο Λουκιανός πέταγε πάντα χαμηλά. Είδε την Ελλάδα από ψηλά, αλλά πότε από πολύ ψηλά.
Είδε τα θερινά τα σινεμά και ήξερε πως εκείνο που μένει τελικά είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι.
Νύχτες που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν.
Ο Λουκιανός ήξερε πολύ καλά πως έχει αμάξι, έχει σπίτι, όλα τα ‘χει και όμως πλήττει. Και ξαφνικά παθαίνει συγκοπή.
Ο Λουκιανός ήξερε να μετράει πως έχουμε και λέμε:
Δέκα μείον πέντε μείον πέντε,
έξι δια δύο συν οκτώ,
είκοσι φορές το δεκαπέντε,
έντεκα και επτά δεκαοκτώ.
Σύνολο δεκάξι πρέπει να ναι εντάξει,
λες να ‘χω λάθος, ας τα ξαναδώ.
Δέκα μείον πέντε μείον πέντε,
έξι δια δύο συν οκτώ,
είκοσι φορές το δεκαπέντε,
έντεκα και επτά δεκαοκτώ.
Σύνολο δεκαέξι, μάλλον είναι εντάξει,
ώρα να πέσω και να κοιμηθώ.
Αν κοιμηθώ νωρίς θα σηκωθώ νωρίς,
θα ξεκινήσω νωρίς και θα παρκάρω νωρίς.
Αν κοιμηθώ αργά, θα σηκωθώ αργά
κι όταν θα ψάχνω για θέση θα `ν’ αργά.
Τον θυμάμαι σε εκείνη τη βραδιά στο πανεπιστήμιο της Κομοτηνής, όπου σπούδαζα Νομική. Σε ένα πιάνο, στη μέση της τεράστιας αίθουσας και γύρω όλοι οι φοιτητές της νομικής, αλλά και από το Πολυτεχνείο της Ξάνθης, όπου είχαν έρθει, ζούσαμε ένα από τα αξέχαστα μας βράδια εκεί!
Τον θυμάμαι άπειρα βράδια στο La Minuite, ένα υπόγειο μπαράκι που ξενύχταγε με φαγητό, στη γωνία της πλατείας Κολωνακίου, τώρα είναι Massimo Dutti,όπου τα βράδια μετά το θέατρο, ξημερώναμε εκεί.
Καρέζη, Βουγιουκλάκη, Λάσκαρη, Γαληνέα, Αλεξανδράκης, Φασουλής, Παναγιωτοπούλου, Παπακωνσταντίνου, Χρυσομάλλης, Τσαρούχης, όλοι εκεί!
Έμαθα τόσα πολλά, εκείνες τις νύχτες.
Ο Λουκιανός είχε έναν ήσυχο αέρα, όταν μας μάθαινε τα τραγούδια του, για να τα πούμε στις παραστάσεις.
Είχε αυτό το αινιγματικό χαμόγελο, σχεδόν κλεμμένο από τον πίνακα της Τζοκόντα και νόμιζες από τον τρόπο που περπατούσε πως η ζυγαριά του κόσμου δεν μπορούσε να τον καταγράψει σαν βάρος.
Είχε τρομαχτικό χιούμορ. Πέταγε ατάκες σαν σαΐτες ενδιάμεσα στις πρόβες και έφτιαχνε κλίμα.
Εξαιρετικός. Αέρινος. Αλησμόνητος.
Έφυγε παίρνοντας μαζί του και τον αέρα που τον συνόδευε. Παίρνοντας μαζί του τα θερινά τα σινεμά. Έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα ζει μόνο χειμώνες πια.
Δύναμη τώρα ας έχουν η Άννα και τα παιδιά τους».