Ο διακεκριμμένος αρχαιολόγος είχε εργαστεί ιδιαίτερα για τη μεταφορά των γλυπτών από το παλαιό στο νέο Μουσείο Ακροπόλεως
Η αρχαιολογική κοινότητα έχασε σήμερα έναν διακεκριμένο εκπρόσωπό της, τον Αλέξανδρο Μάντη, έναν αρχαιολόγο που είχε εργαστεί ιδιαίτερα για την Ακρόπολη. Η κηδεία του θα γίνει την Πέμπτη, 5 Ιανουαρίου, στις 14.30, στο ναό Αγίου Δημητρίου στο Μπραχάμι.
Ο Αλ. Μάντης είχε εργαστεί ιδιαίτερα για τη μεταφορά των γλυπτών από το παλαιό στο νέο Μουσείο Ακροπόλεως και για την κωδικοποίηση των διεσπαρμένων μελών από τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα.
Από το 2001 διετέλεσε προϊστάμενος της Δ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, και από το 2004 της ΛΖ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Κορινθίας, μέλος διαφόρων επιστημονικών επιτροπών και πρόεδρος της Επιτροπής Θεάτρου Ιερού Διονύσου και Ασκληπιείου νότιας κλιτύος Ακροπόλεως, καθώς και της Επιτροπής Συντήρησης Ναού Επικουρείου Απόλλωνα.
Το Νοέμβριο του 2006 ανέλαβε τη Διεύθυνση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ακροπόλεως. Συνταξιοδοτήθηκε πριν από λίγα χρόνια.
Βιογραφικό
Γεννημένος το 1947, ο Αλέξανδρος Μάντης σπούδασε κλασική αρχαιολογία στο Αρχαιολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από όπου αποφοίτησε το 1975 και το 1983 έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα με βαθμό άριστα. Το θέμα της διδακτορικής διατριβής του ήταν τα «Προβλήματα της εικονογραφίας των ιερειών και των ιερέων στην αρχαία ελληνική τέχνη». Διεύρυνε τον κύκλο των σπουδών του με έρευνες και υποτροφίες στο αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Βόνης (1976- 1978, 1988-1989), στο Βρετανικό Μουσείο (1986) και στο αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου (1979).
Εργάστηκε κατά διαστήματα στην αρχαιολογική υπηρεσία, από το 1975- 1979 και από το 1979 κε. ως μόνιμος μετά από διορισμό με εισαγωγικό διαγωνισμό στον οποίο πρώτευσε.
Εργάστηκε σε 10 Εφορείες Αρχαιοτήτων σε 18 νομούς της χώρας και ασχολήθηκε κυρίως με ανασκαφικό και μουσειακό έργο, στην Ήπειρο (Γιάννενα, Νικόπολη, 'Αρτα, Βίτσα, Ζαγορίων, Ηγουμενίτσα), στην Πελοπόννησο (Πάτρα, Ολυμπία, Σπάρτη, Γύθειο, Ναύπλιο, Κόρινθος), στην Κρήτη (Ηράκλειο, Σητεία) αλλά και στην Κεφαλονιά, στα Μέγαρα, στην Αθήνα και στην Κέα.
Στην Ακρόπολη, όπου υπηρέτησε επί πολλά συναπτά έτη (1983- 2001), του δόθηκε η ευκαιρία να εξειδικεύσει τις γνώσεις του στα μνημεία και την γλυπτική της Ακροπόλεως και της νότιας κλιτύος, να ασχοληθεί ειδικότερα με τα γλυπτά του Παρθενώνα, να οργανώσει τη συλλογή και την έκθεση των εκμαγείων των γλυπτών του Παρθενώνα στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως, και να προωθήσει το έργο της ενοποίησης της βόρειας και νότιας κλιτύος Ακροπόλεως.
Είχε πραγματοποιήσει περισσότερες από 80 διαλέξεις και ανακοινώσεις σε πανεπιστήμια και σε διεθνή συνέδρια στην Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική και έχει ισάριθμες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά που αφορούν κυρίως σε θέματα της αρχαίας γλυπτικής και ειδικότερα της αρχιτεκτονικής πλαστικής. Οι δημοσιεύσεις του, που εκτείνονται σε ένα ευρύ γεωγραφικό φάσμα από τη Λακωνία και την Ίο, έως τη Σαμοθράκη και την Θάσο, εστιάζονται σε μεγάλο βαθμό στην θεαματική αποκατάσταση των κατεστραμμένων από τον βομβαρδισμό του Morozini και την έκρηξη του 1687 μεσαίων νοτίων μετοπών του Παρθενώνα.
Από το 2001 διετέλεσε προϊστάμενος της Δ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, και από το 2004 της ΛΖ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Κορινθίας, μέλος διαφόρων επιστημονικών επιτροπών και πρόεδρος της Επιτροπής Θεάτρου Ιερού Διονύσου και Ασκληπιείου νότιας κλιτύος Ακροπόλεως, καθώς και της Επιτροπής Συντήρησης Ναού Επικουρείου Απόλλωνα.
Το Νοέμβριο του 2006 ανέλαβε τη Διεύθυνση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ακροπόλεως. Συνταξιοδοτήθηκε πριν από λίγα χρόνια.