Στην Ελλάδα λειτουργούν 10.000 ιεροί ναοί

Οι περισσότερες ενορίες, και άρα ενοριακοί ναοί –συνολικά 249– υπάγονται στη Μητρόπολη Ιωαννίνων

Στην Ελλάδα αμέτρητοι ναοί, ξωκκλήσια και προσκυνήματα χτισμένα σε πλατείες, σε κορυφές βουνών, σε σπηλιές, σε βράχια, εκεί σαν φτιαγμένα από παντοδύναμο αόρατο χέρι, πάνω σε αρχαία ιερά, δίπλα στη θάλασσα ή σε ιδιωτικούς χώρους. Τα επίσημα στοιχεία μιλούν για συνολικά 9.792 ενοριακούς και μοναστηριακούς ναούς, αλλά ο αριθμός είναι κατά πολύ μεγαλύτερος, καθώς δεν συνυπολογίζονται τα κυριολεκτικώς αμέτρητα παρεκκλήσια, τα ξωκκλήσια, οι προκυνηματικοί, οι ιδιόκτητοι και οι κοιμητηριακοί ναοί. Μάλιστα, πολλοί έχουν ανακηρυχθεί Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας Καθημερινή, οι περισσότεροι ναοί είναι αφιερωμένοι στην Παναγία (Γέννηση ή Κοίμηση), στον Αγιο Δημήτριο, τον Αγιο Νικόλαο, τους Ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη, την Αγία Τριάδα. Από την άλλη, οι κάτοικοι των νησιών ζώντας με τον φόβο της φουρτούνας που μπορεί να χτυπήσει τους ναυτικούς τους, έχουν χτίσει τους περισσότερους ναούς –κυρίως– αφιερωμένους στον Αγιο Νικόλαο.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία έκθεσης της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων του αρμόδιου υπουργείου, από τους 9.792 ναούς, οι 9.146 είναι ενοριακοί και οι 646 μοναστηριακοί. Αυτοί ανήκουν στη δικαιοδοσία των 82 Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, των 9 Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Κρήτης, των 5 Μητροπόλεων των Εκκλησιαστικών Επαρχιών Δωδεκανήσου και στην Πατριαρχική Εξαρχία της Πάτμου.
 
Οι περισσότερες ενορίες, και άρα ενοριακοί ναοί –συνολικά 249– υπάγονται στη Μητρόπολη Ιωαννίνων και ακολουθούν οι Μητροπόλεις Φθιώτιδος (245), Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων (233), Μεσσηνίας (224) και Αιτωλίας και Ακαρνανίας με 215 ενοριακούς ναούς. Οπως εξήγησε, μιλώντας για το θέμα στην «Κ», ο γενικός γραμματέας Θρησκευμάτων Γεώργιος Καλαντζής, πίσω από κάθε ενορία και ναό βρίσκονται τα διάσπαρτα χωριά της ηπειρωτικής χώρας, και ο αριθμός των ναών κάθε μητρόπολης δεν έχει ευθεία αντιστοιχία με τον αριθμό των κατοίκων του νομού.

Σύμφωνα με την έκθεση, στην Ελλάδα διασώζεται πλήθος χριστιανικών ναών της βυζαντινής περιόδου (330-1453), πολλοί χτίστηκαν πάνω σε αρχαίους ναούς και ιερά ως μία προσπάθεια εξαγνισμού από το ειδωλολατρικό παρελθόν του τόπου. Η περίοδος από το 1453 έως το 1830 έχει επίσης να επιδείξει ορισμένα αξιόλογα μνημεία πολιτισμού, και κατ’ επέκταση χριστιανικών ναών κυρίως στην Κρήτη (πριν από την οθωμανική κατάκτηση) και στα νησιά του Ιονίου (τα οποία δεν κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς).

Συνολικά, 350 χριστιανικοί χώροι λατρείας αποτελούν πολιτιστικά μνημεία και ως τέτοια προστατεύονται. Δυστυχώς, σημαντικό μέρος των βυζαντινών χριστιανικών ναών και μοναστηριών της Αθήνας καταστράφηκε και λεηλατήθηκε, ακόμα και κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας (1833-1835) και εν συνεχεία της βασιλείας του Οθωνα. Ετσι, μετά τη δημοσίευση της «Διακηρύξεως περί της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας» με σειρά διαταγμάτων διαλύθηκαν όσα μοναστήρια –σχεδόν 400– δεν είχαν περισσότερους από έξι μοναχούς και δημεύθηκε η περιουσία τους.

Βέβαια, υπάρχουν ξωκκλήσια σε χαράδρες, σε σπηλιές ή σε «απάτητα» σημεία, πολλά εκ των οποίων στα νησιά. Για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι η Τήνος έχει πάνω από 1.000 μικρές εκκλησίες. «Σε κάθε χριστιανό αντιστοιχεί μια μάνα που τον έκανε πιστό, λέγεται κι ισχύει από τον Αυγουστίνο μέχρι τον Χρυσόστομο κι όχι μόνο. Σε κάθε ελληνικό τοπίο αντιστοιχεί ένα ξωκκλήσι τουλάχιστον, αν όχι μεγαλοπρεπής ναός με παρεκκλήσια», λέει στην «Κ» ο καθηγητής και προκοσμήτορας Θεολογικής Σχολής Αθηνών, Μάριος Μπέγζος. Και τονίζει:

«Αυτό εξηγείται από την ελληνικότητα της θρησκευτικότητας σε τούτο τον τόπο προχριστιανικά και χριστιανικά. “Πάντα πλήρη θεών” ισχυρίζονταν οι προσωκρατικοί. Ο Παύλος βρήκε την Αθήνα “κατείδωλον”, γεμάτη από ιερά. Η νησιωτική χώρα υπερέχει της ηπειρωτικής ενδοχώρας όχι μόνο γεωγραφικά (ελάχιστοι νομοί δεν είναι παράλιοι!) αλλά και θρησκευτικά.

Και στα μικρότερα νησάκια θα μετρήσετε εκατοντάδες (όχι δεκάδες!) εκκλησάκια. Ο λόγος είναι το βίωμα της ριψοκίνδυνης βιοτής του ναυτικού που αφιερώνει στον προστάτη άγιο/αγία του ναΰδριο με πρωτοβουλία μάλιστα μιας γυναίκας της ζωής του (μητέρας ή συζύγου).