Οι δραματικές προσπάθειες των υπαλλήλων για να σώσουν τη ζωή τους και οι συνάδελφοι που δεν τα κατάφεραν
Καρέ – καρέ τις δραματικές ώρες που έζησαν κατά τη διάρκεια της φονικής επίθεσης μέσα στο υποκατάστημα της Marfin, στην οδό Σταδίου, το Μάιο του 2010, περιέγραψαν οι υπάλληλοι της τράπεζας ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, όπου ξεκίνησε να εκδικάζεται η υπόθεση.
Ακόμη και σήμερα, έξι χρόνια μετά την εμπρηστική επίθεση που στοίχισε τη ζωή σε τρεις υπαλλήλους του υποκαταστήματος, οι άνθρωποι που έζησαν τη φρίκη αγωνιώντας για τη ζωή τους εξακολουθούν να είναι σοκαρισμένοι.
Στη μνήμη τους παραμένουν χαραγμένες οι προσπάθειες τους να ξεφύγουν από τις φλόγες και τον πυκνό καπνό αλλά και οι φωνές που, όπως είπαν, ακούγονταν έξω από την τράπεζα να κραυγάζουν «να καείτε».
«Εκείνη την ημέρα, 21 άτομα βγήκαμε ζωντανοί. Τρεις άλλοι, όχι», είπε ένας υπάλληλος συναισθηματικά φορτισμένος, αναφερόμενος στους συναδέλφους του που δεν τα κατάφεραν. «Ζήσαμε την αγωνία του θανάτου πάρα πολλή ώρα. Δεν ξέραμε αν θα ζούμε στα επόμενα πέντε λεπτά. Αναρωτιόμασταν γιατί δεν βλέπουμε την πυροσβεστική. Άκουσα μετά ότι εμποδίστηκε από κάποιους διαδηλωτές», ήταν μια από τις συγκλονιστικές μαρτυρίες που καθήλωσε το δικαστήριο.
Ωστόσο, κανένας από τους υπαλλήλους της τράπεζας και των παρακείμενων εταιρειών που εξετάστηκαν σήμερα ενώπιον του δικαστηρίου δεν ήταν σε θέση να πει με βεβαιότητα πως αναγνωρίζει στα πρόσωπα των κατηγορουμένων μέλη των ομάδων που επιτέθηκαν στην Marfin αλλά και το βιβλιοπωλείο «Ιανός».
Αρνούνται οι κατηγορούμενοι
Στο εδώλιο κάθονται οι Θοδωρής Σίψας και Παύλος Αντρέεβ, οι οποίοι αρνούνται την εμπλοκή τους στη υπόθεση.
«Από το 2011 έχω καταδικάσει δημόσια τη συγκεκριμένη επίθεση και έχω αρνηθεί τις κατηγορίες. Έχω πάρει θέση και δεν έχω καμία ανάμειξη στη επίθεση», είπε ο Θ. Σίψας όταν κλήθηκε από το δικαστήριο να τοποθετηθεί επί των κατηγοριών, συμπληρώνοντας πως ο ίδιος είχε πάρει μέρος στην πορεία ως διαδηλωτής.
Από την πλευρά του, ο Π. Αντρέεβ καταδίκασε, επίσης, την επίθεση και αρνήθηκε την κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι την μοιραία ημέρα βρισκόταν στην δουλειά του και όχι στην διαδήλωση που γινόταν στο κέντρο της Αθήνας με αφορμή το πρώτο Μνημόνιο.
Ένταση επικράτησε στην δικαστική αίθουσα κατά τη διάρκεια εξέτασης υπαλλήλου της τράπεζας, η οποία απαντώντας σε ερώτηση της εισαγγελέως είπε πως ο σωματότυπος του Θ. Σίψα «δεν αποκλείεται να ταιριάζει» με ενός εκ των τριών δραστών, χωρίς, ωστόσο, να αναγνωρίσει το δράστη. Ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου παρατήρησε πως με τον τρόπο αυτό δεν γίνεται να κατηγορούνται άνθρωποι για ανθρωποκτονία.
Μάρτυρας: Είδα τρεις συνολικά. Κινούνταν σαν φοιτητές, γρήγορα. Ο ένας ήταν πιο ψηλός, πάνω από 1.70 μ., οι άλλοι μετρίου αναστήματος. Δεν ήταν ιδιαίτερα εύσωμοι και φορούσαν κουκούλες. Ο ένας έριξε, όταν υποχώρησε το τζάμι, και αμέσως ξέσπασε η φωτιά. Μία συνάδελφος φώναξε "είμαστε άνθρωποι μέσα", μήπως και δεν το είχαν καταλάβει. Ακούγαμε απ’ έξω "κάψτε τους" αλλά δεν κάθισα να ασχοληθώ ποιος το είπε.
Εισαγγελέας: Το αποκλείετε ότι το ύψος του πρώτου κατηγορουμένου μπορεί να είναι το ίδιο με τον ψηλό δράστη;
Μάρτυρας: Δεν το αποκλείω
Υπεράσπιση: Μη δημιουργείτε εντυπώσεις στους κυρίους ενόρκους. Με σωματοδομή και σωματότυπο να πηγαίνουν κατηγορούμενοι για ανθρωποκτονίες, πού ακούστηκε αυτό;
Εισαγγελέας: Έχουμε δικαίωμα να κάνουμε ερωτήσεις. Αν θέλετε να σχολιάσετε, μπορείτε…
Υπεράσπιση: Δεν το απαγόρευσε κανείς. Μην δημιουργείτε εντυπώσεις…
Όταν η μάρτυρας κλήθηκε από την υπεράσπιση να πει με βεβαιότητα ότι ο σωματότυπος του κατηγορούμενου μοιάζει με αυτόν του δράστη εκείνη απάντησε: «Τώρα βλέπω δύο ανθρώπους που κάθονται σε χαλαρή στάση. Εκείνη τη στιγμή από φόβο και τρομοκρατία, είδα γιγαντωμένη μία μορφή απέναντί μου.
Υπεράσπιση: θα μπορούσε και να μην μοιάζει δηλαδή;
Μάρτυρας: Θα μπορούσε. Είναι ένας κοινός σωματότυπος.
Την ίδια ώρα αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι ένας μάρτυρας ζήτησε να μην επεκταθεί περαιτέρω στα πραγματικά περιστατικά γιατί δεν ένιωθε ασφαλής, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν θέλω να επεκταθώ παραπάνω. Δεν νιώθω ασφάλεια. Υπήρχε ένας διάλογος τότε με κάποια άτομα. Δεν έχω δει τα πρόσωπα αυτά σήμερα εδώ».
«Τον Νώντα τον βρήκαν στα σκαλιά… η Αγγελική δεν είχε κουνηθεί»
Με κομμένη την ανάσα το ακροατήριο άκουσε την μαρτυρία του υπαλλήλου της τράπεζας Γιώργου Στρατογιαννάκη, ο οποίος ήταν ο τελευταίος που είδε τους άτυχους συναδέλφους του Αγγελική Παπαθανασοπούλου και Επαμεινώνδα Τσάκαλη.
«Προσπάθησα να κατέβω στο ισόγειο για να σβήσω τη φωτιά. Είδα φλόγες που έγλειφαν το ισόγειο και ανέβηκα πάνω. Στο μπαλκόνι, στο 2ο όροφο ήταν 2 συνάδελφοι, και μου είπαν "αυτοί έρχονται και πετάνε κι άλλο". Έσκυψα και είδα κάποιον στο σημείο που είχε σπάσει η τζαμαρία, που κρατούσε κάνιστρο και κάτι έριχνε, ή έτσι φαινόταν. Το έκανε 2-3 φορές και όταν έφευγε ξαναφούντωνε η φωτιά. Φορούσε μαύρα ρούχα, ήταν νεαρός μετρίου αναστήματος καλοντυμένος, θα μπορούσε να ήταν φοιτητής, 20-22 χρονών. Μας κοιτούσε και μας έκανε χειρονομία. Στην αρχή κατάλαβα ότι ήταν κάποιος που έδειχνε τη φωτιά. Μετά που το συζήτησα με συναδέλφους τελικά έδειχνε τα γεννητικά του όργανα και έκανε άσεμνη χειρονομία», περιέγραψε ο μάρτυρας, συμπληρώνοντας πως δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει το συγκεκριμένο πρόσωπο. Συγκινημένος, ο μάρτυρας αναφέρθηκε και σε δύο από τους συναδέλφους του που δεν κατάφεραν να βγουν ζωντανοί από την τράπεζα.
«Έμπαινε ο καπνός στο γραφείο του Νώντα. Προσπαθούσε να βρει κάποιον στο τηλέφωνο, μάλλον για να δει τι πρέπει να κάνουμε για να προστατευτούμε. Η Αγγελική (σ.σ. ήταν έγκυος) ήταν δίπλα του, μάλλον γιατί ήξερε την κατάσταση της και ήθελε να τη βοηθήσει. Λέμε να φύγουμε, να βρούμε τους άλλους. Έβαλα το σακάκι μου στη μύτη και κρατούσα με το άλλο χέρι την κουπαστή. Κατέβηκα στον άλλο όροφο. Αυτή ήταν η τελευταία επαφή που είχα μαζί τους. Το Νώντα τον βρήκαν στα σκαλιά, δεν του έφτασε η ανάσα του και έπαθε ασφυξία… Η Αγγελική δεν είχε κουνηθεί καθόλου από το γραφείο. Μέρες μετά είδα το αποτύπωμα του σώματός της, τα χέρια της στο πάτωμα. Εκείνη την ημέρα, 21 άτομα βγήκαμε ζωντανοί. Τρεις άλλοι, όχι».
«Ήμουν στο δεύτερο όροφο και άκουσα το μπαμ στο κατάστημα. Ακούστηκε θόρυβος, βγήκα στο μπαλκόνι και φώναξα σε αυτούς που βρίσκονταν στην είσοδο και έκαναν επίθεση, γιατί υπήρχε κόσμος. Θυμάμαι ότι είχα πάρει μία κούτα για χαρτιά Α4 και τους έλεγα "φύγετε, αλλιώς θα την πετάξω". Ήρθε τότε ένα συνάδελφος και μου είπε "άστο θα τους σκοτώσεις" κατέθεσε ο υπάλληλος Ευάγγελος Λαγουδάτος περιγράφοντας τις δραματικές στιγμές που έζησε.
Εισαγγελέας: Αλλά κι αυτοί ήθελαν να σκοτώσουν εσάς...
Μάρτυρας: Δεν μπορούσα να το φανταστώ αυτό...
Στη συνέχεια ο μάρτυρας είπε πως άκουσε τον συναγερμό πυρασφάλειας. «Είδα κάποιον κάτω από το μπαλκόνι όπου βρισκόμουν, να βαράει, ή να κάνει μία αντίστοιχη κίνηση. Ήταν μαυροντυμένοι με κάτι άσπρο στα χέρια τους. Δεν μπορούσα να δω πόσοι ήταν. Ήταν όχλος. Αυτοί που τα έσπαγαν και η πορεία». Όπως είπε ο μάρτυρας ο ίδιος σώθηκε γιατί κατάφερε να σκαρφαλώσει από το μπαλκόνι της τράπεζας σε αυτό παρακείμενου κτιρίου. Στη συνέχεια, έσπασε την πόρτα και κατέβηκε στο δρόμο.
"Να καείτε"
Σοκ προκάλεσε το γεγονός πως οι μάρτυρες υποστηρίξαν ότι ενώ το κτίριο είχε τυλιχτεί στις φλόγες και οι ίδιοι εκλιπαρούσαν για βοήθεια στα μπαλκόνια, άκουσαν διαδηλωτές να «φωνάζουν "να καείς ρε" και να κάνουν μούτζες και βρισιές».
Η Αναστασία Κούκου, υποδιευθύντρια του ίδιου υποκαταστήματος, υποστήριξε πως η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα. «Έπιασε φωτιά μπροστά στη τζαμαρία στο γραφείο της διευθύντριας. Εξαπλώθηκε όπως κατάλαβα, από το εύφλεκτο υλικό και από τον τρόπο που ήταν φτιαγμένο στο κατάστημα. Δημιουργήθηκε το φαινόμενο της καμινάδας, μας είπαν, και άρπαξε αμέσως», είπε φανερά συγκινημένη και πρόσθεσε: «Ήμασταν στο μπαλκόνι. Υπήρχε καπνός από μέσα από το κατάστημα και από την είσοδο. Προσπαθούσα να προστατευθώ για να αναπνεύσω. Δεν έβλεπα τίποτα. Ένας συνάδελφος είχε περάσει τα κάγκελα στο μπαλκόνι σε ένα διακοσμητικό πεζουλάκι για να αναπνεύσει και κρατιόμασταν χέρι-χέρι για να μην πέσει. Δεν μπορούσα να μιλήσω, ήμουν μέσα στον καπνό. Δεν μπορούσα ούτε να ζητήσω βοήθεια».
Η Αναστασία Χρηστάκη, επίσης υπάλληλος, περιέγραψε τους δράστες της επίθεσης ως "μικρόσωμα, αδύνατα παιδιά. Δεν ήταν άνδρες. Είχαν ευλυγισία και έκαναν γρήγορα τις κινήσεις τους. Είχαν καλυμμένα χαρακτηριστικά, με υφάσματα και μάσκες". Η ίδια επεσήμανε ότι από το μπαλκόνι όπου βρισκόταν, έβλεπε κόσμο να περνάει καθώς και μία κοπέλα: «Άκουσα τη φωνή της να λέει "να καείτε". Κάποιοι άλλοι μου πέταξαν ένα μπουκάλι νερό και το έριξα στο πρόσωπο».
Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας το κλίμα φορτίστηκε όταν οι γονείς της άτυχης εγκύου, Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, κατέθεσαν ως πολιτικοί ενάγοντες για ψυχική οδύνη. Για λιγότερο από δύο λεπτά ο πατέρας και η μητέρα της άτυχης γυναίκας ανέβηκαν στο βήμα του μάρτυρα, χωρίς όμως να θελήσουν να μιλήσουν. Είναι χαρακτηριστικό πως ο πατέρας της νεαρής γυναίκας δεν κατάφερε ούτε να περιγράψει πώς έμαθε τον χαμό της κόρης του από τον ανιψιό του, ο οποίος ενημερώθηκε από τα Μέσα Ενημέρωσης.
Παράσταση πολιτική αγωγής δήλωσαν και οι συγγενείς των άλλων υπαλλήλων της τράπεζας Επαμεινώνδα Τσάκαλη και Παρασκευή Ζούλια, οι οποίοι επίσης βρήκαν τραγικό θάνατο εκείνη την ημέρα.
Η δίκη συνεχίζεται στις 14 Οκτωβρίου.