Με αφορμή την προσφυγή δυο υποψήφιων που κόπηκαν από τον διαγωνισμό επειδή ήταν κάτω από 1.70
Προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για το πόσο ύψος πρέπει να έχουν οι άνδρες και γυναίκες αστυνομικοί απέστειλε το ΣτΕ , με αφορμή την περίπτωση δύο υποψηφίων που κόπηκαν το 2007 και προσέφυγαν στη δικαιοσύνη.
Συγκεκριμενα, η επταμελής σύνθεσης του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ για το εάν είναι σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία η νομοθετική διάταξη που προβλέπει ότι για την εισαγωγή στην Σχολή Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας αναγκαίο προσόν είναι οι υποψήφιοι άνδρες και γυναίκες να έχουν ύψος 1,70μ. τουλάχιστον.
Η αφορμή
Το έτος 2007 δυο υποψήφιες του διαγωνισμού για την εισαγωγή στην εν λόγω Σχολή, κόπηκαν από τον διαγωνισμό, καθώς δεν είχαν το αναγκαίο προβλεπόμενο ύψος. Η μία είχε ύψος 1,68μ. και η δεύτερη στην πρώτη καταμέτρηση είχε ύψος 1,70 μ., ενώ στην δεύτερη είχε 1μέτρο 68 εκατοστά και 8 χιλιοστά.
Και οι δύο υποψήφιες που δεν πέρασαν στην Σχολή, προσέφυγαν στα δικαστήρια. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και για τις δύο περιπτώσεις έκρινε ότι η σχετική διάταξη του Προεδρικού Διατάγματος 90/2003 που καθιερώνει «ενιαίο ελάχιστο ύψος 1,70 μ. ως υποχρεωτικό προσόν για την εισαγωγή, αδιακρίτως, ανδρών και γυναικών υποψηφίων στις αστυνομικές σχολές, αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας των φύλων και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες».
Στην συνέχεια το Δημόσιο άσκησε εφέσεις επί των δύο εφετειακών αποφάσεων και οι υποθέσεις απασχόλησαν την 7μελή σύνθεση του Γ΄ Τμήματος του ΣτΕ.
Το Δημόσιο υποστηρίζει ότι οι εφετειακές αποφάσεις είναι εσφαλμένες, καθώς η καθιέρωση, του ενιαίου ελαχίστου αναστήματος 1,70 μ. για «άνδρες και γυναίκες υποψηφίους σπουδαστές των αστυνομικών σχολών δεν αντιβαίνει στη συνταγματική αρχή της ισότητας, η οποία επιβάλλει την ίση πρόσβαση όλων, ανδρών και γυναικών, στις δημόσιες υπηρεσίες με βάση τα ίδια προσόντα και μέσω των αυτών δοκιμασιών».
Αποτελεί δε (το εν λόγω προσόν), σύμφωνα με το Δημόσιο, «προϋπόθεση αναγκαία και πρόσφορη για την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας, δεδομένου ότι όλοι οι σπουδαστές, ανεξαρτήτως φύλου, θα κληθούν στη συνέχεια να ανταποκριθούν στα ίδια επαγγελματικά καθήκοντα».
Οι δύο υποψήφιες υποστηρίζουν ότι η καθιέρωση ενιαίου ελαχίστου αναστήματος 1,70μ. για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους των αστυνομικών σχολών συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φύλου, η οποία παραβιάζει αφενός τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, αφετέρου τις διατάξεις του άρθρου 2 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, καθώς το μέσο ανάστημα ανδρών και γυναικών διαφέρει άνω των 12 εκατοστών, σύμφωνα δε με πρόσφατες επιστημονικές μελέτες το μέσο ύψος των Ελλήνων ανδρών ηλικίας 18 ετών είναι 1,77 μ., ενώ των γυναικών αντίστοιχης ηλικίας 1,63 μ. και, επομένως, η θέσπιση ενιαίου ελαχίστου ύψους, και μάλιστα σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο (1,70 μ.), στερεί, κατ’ αποτέλεσμα, τη δυνατότητα πρόσβασης στις αστυνομικές σχολές από τις γυναίκες σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από το αντίστοιχο αποκλειόμενο, για τον ίδιο λόγο, ποσοστό ανδρών, δεδομένου ότι μόλις το 19% του γυναικείου πληθυσμού ηλικίας 18 - 24 ετών πληροί την εν λόγω προϋπόθεση, σε αντίθεση με τον ανδρικό πληθυσμό αντίστοιχης ηλικίας, που έχει το εν λόγω ελάχιστο απαιτούμενο ύψος σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό».
Τελικά, το ΣτΕ με την υπ’ αριθ. 1420/2016 απόφαση του, επιφυλάχθηκε να εκδώσει οριστική απόφαση και απέστειλε το εξής ερώτημα στο προς το ΔΕΕ: «Η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Π.Δ. 90/2003, με την οποία τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 2 του Π.Δ. 4/1995 και ορίζεται ότι οι ιδιώτες υποψήφιοι για τις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας πρέπει, μεταξύ άλλων προσόντων, «να έχουν ανάστημα (άνδρες και γυναίκες) τουλάχιστον 1,70 μ.», είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των Οδηγιών 76/207/ΕΟΚ, 2002/73/ΕΚ και 2006/54/ΕΚ, οι οποίες απαγορεύουν κάθε έμμεση διάκριση λόγω φύλου, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας στον δημόσιο τομέα (εκτός εάν η διαφορετική αυτή, κατ’ αποτέλεσμα, μεταχείριση οφείλεται σε παράγοντες, οι οποίοι δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου, δεν βαίνει δε πέραν του κατάλληλου και αναγκαίου για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου)».