«Θα διεκδικήσουμε τα δικαιώματα μας με όλα τα νόμιμα μέσα»
Προσφυγές προαναγγέλλουν οι δικαστές προκειμένου να υπάρξει, όπως λένε, αποκατάσταση των μελών τους που θίγονται λόγω των νέων μέτρων. Όπως επισημαίνουν, έχουν υποστεί δραματικές περικοπές που ξεπερνούν το 50%, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσανάλογη η συμμετοχή τους «στα δημόσια βάρη από την άποψη της ισότητας των πολιτών».
Οι Δικαστικές Ενώσεις, η Ένωση Συνταξιούχων Δικαστικών Λειτουργών Ελλάδος και Λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους πραγματοποίησαν σήμερα πανδικαστική συνέλευση, εκφράζοντας την έντονη αντίθεσή τους στα νέα μέτρα που επιφέρουν οι νόμοι 4387/2016 και 4389/2016 τα οποία, όπως επισημαίνουν «θίγουν για μία ακόμη φορά κυρίως τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, ενώ πλήττουν ιδιαίτερα και καταφανώς άδικα τους δικαστικούς λειτουργούς και τους λειτουργούς του ΝΣΚ, εν ενεργεία και συνταξιούχους».
Σε ψήφισμά τους οι δικαστικοί λειτουργοί τονίζουν ότι «η διαχρονική (από τον α.ν. 1611/1950 μέχρι και σήμερα) αξιοποίηση από το Κράτος των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων για σκοπούς άσχετους με το φυσικό τους προορισμό, η εισφοροδιαφυγή, η μεγάλη έκταση της ανασφάλιστης εργασίας, η ανεργία και η διαρκώς μειούμενη κρατική χρηματοδότηση των ασφαλιστικών Ταμείων είναι οι παράγοντες που «υπονόμευσαν» διαχρονικά το Ασφαλιστικό Σύστημα. Όμως για τις συνέπειες της υπονόμευσης αυτής δεν ευθύνονται οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι, μεταξύ των οποίων και οι δικαστικοί λειτουργοί και οι λειτουργοί του Ν.Σ.Κ., οι οποίοι κατέβαλαν διαχρονικά και με συνέπεια τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές τους».
Επιπλέον, υπογραμμίζουν θέματα αντισυνταγματικότητας που έχουν προκύψει από τους πρόσφατους νόμους, καθώς όπως αναφέρουν έχει κριθεί πως «ακόμη και σε περιπτώσεις δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ισότητας στα δημόσια βάρη, οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος».