Αίτηση εξαίρεσης της Β. Θάνου κατέθεσε η εισαγγελέας Τσατάτανη

Επίθεση σε βάρος του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης εξαπολύει η εισαγγελεάς εφετών

Στην αντεπίθεση πέρασε η εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατάνη, καταθέτοντας αίτηση εξαίρεσης της προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου, η οποία διενεργεί την πειθαρχική έρευνα σε βάρος της για την υπόθεση Βγενόπουλου. Την ίδια ώρα εξαπολύει επίθεση και σε βάρος του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλου τον οποίο μάλιστα προειδοποιεί με προσφυγή σε βάρος του στη Δικαιοσύνη.

Η εισαγγελική λειτουργός χαρακτηρίζει «δυσχερές εγχείρημα» την αίτηση εξαίρεσης την οποία, όπως λέει με, θλίψη κατέθεσε, ωστόσο, θεωρεί ότι η πρόεδρος του Αρείου Πάγου συνδέεται «με ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση που κρίνεται, ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για την αμεροληψία σας». Μάλιστα, λέει πως θρυαλλίδα για την αίτηση εξαίρεσης αποτέλεσε η «προσβλητική» ερώτηση που της απηύθυνε η κ. Θάνου στο πλαίσιο των εξηγήσεων που την κάλεσε να δώσει αν ήταν «συμπτωματική» η αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου την ίδια ημέρα που ο επιχειρηματίας κλήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης.

Χαρακτηριστικό είναι πως η εισαγγελική λειτουργός αναφέρει ότι η κ. Θάνου εκθέτει με τη συμπεριφορά της το κύρος του Προέδρου του Αρείου Πάγου, ενώ προχωρά σε καταγγελίες ακόμα και για παγίδευση των Κύπριων αξιωματούχων που ασχολούνται με την υπόθεση του επιχειρηματία Βγενόπουλου.

Στην πολυσέλιδη αίτηση εξαίρεσης την οποία κοινοποίησε και στον υπουργό Δικαιοσύνης Νίκο Παρασκευόπουλο, η κ. Τσατάνη κατηγορεί για θρασύτητα τον κ. Παπαγγελόπουλο και τον εμφανίζει ως συκοφάντη και παρανομούντα. Αναφερόμενη δε στην κλήση της για εξηγήσεις επιμένει πως είναι αόριστη και ζητεί και πάλι να κριθεί πειθαρχικά από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη.

Η εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατάνη στην αίτησή της απαντά στα ερωτήματα που της έθεσε η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ζητεί την εξαίρεση της Βασιλικής Θάνου, λόγω μεροληπτικής στάσης αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι:

«Από το πανομοιότυπο, περιέργως, περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων – αναφορών των δύο Κυπρίων αξιωματούχων προκύπτει ότι αυτοί πιθανώς να έχουν παραπλανηθεί, δεν μπορεί όμως να έχει παραπλανηθεί η κ. Θάνου, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας που σχηματίσθηκε από την κ. Θάνου, ήταν εύκολο να κάνει συγκριτική επισκόπηση της από 24.2.2016 επιστολής των Κυπρίων αξιωματούχων με την από 9 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της Ανακρίτριας».

Στην ερώτηση της κ. Θάνου «εάν ήταν συμπτωματική η αρχειοθέτηση, με την υπ΄αριθμ. 1/2016 διάταξη, των δικογραφιών την ίδια ημερομηνία (22-2-2016), κατά την οποία ήταν προκαθορισμένη η ενώπιον της 10ης τακτικής ανακρίτριας εμφάνιση του επιχειρηματία», απαντά η κ. Τσατάνη, «παρά τον βαναύσως προσβλητικό χαρακτήρα του ερωτήματος, το οποίο συνιστά τη θρυαλλίδα δια την παρούσαν αίτησίν μου, ότι δεν με αφορά η όποια ενέργεια του επιχειρηματία, στον οποίον αναφέρεσθε, όπως και σε καμία περίπτωση δεν με αφορά οτιδήποτε από αυτά που Υμείς μπορεί να υπονοείτε. Και μιας και γίνεται λόγος περί συμπτώσεων, σας αναφέρω, ότι εκ συμπτώσεως, μετά την κοινοποίηση προς Υμάς την 23-2-2016, της αναφοράς μου, κατά του κ. Αναπληρωτή Υπουργού, στην οποία καταγγέλλω τα εν αυτή, δεν διεβιβάσατε αυτή, ως έδει κατά νόμον, στα αρμόδια όργανα».

Και συνεχίζει στην αίτηση της :

Εκ συμπτώσεως, άραγε, αποστέλλουν την ίδια ημέρα, δηλαδή την 24-2-2016, τόσο ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Κώστας Κληρίδης, όσο και ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Ιωνάς Νικολάου, πανομοιότυπου περιεχομένου έγγραφο, βάσει του οποίου αποφασίσατε τη διενέργεια εις βάρος μου, προσωπικώς παρ΄Υμών, της προκαταρκτικής πειθαρχικής έρευνας, καίτοι ως γνωστόν, ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κύπρου, αντί επικοινωνίας προς τούτο με την προϊσταμένη μου αρχή, την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, απέστειλε εις Υμάς το έγγραφο των αιτιάσεών του; Επιφυλάσσομαι της αναγκαίας ερεύνης ως προς το ζήτημα αυτό, διότι είναι παντελώς αντίθετον με την κοινή λογική να έχει συνταχθεί, λέξη προς λέξη, η ίδια ακριβώς επιστολή, από δύο ανεξάρτητους Πολιτειακούς παράγοντες της Κύπρου, για τους οποίους, προς το παρόν, μπορώ να υποθέσω μόνον ότι παραπλανήθηκαν.

Περαιτέρω η κ. Τσατάνη εγκαλεί την κα Θάνου για ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση που κρίνεται, ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για την αμεροληψία, διότι έχει διατελέσει Υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, κατά την περίοδο του Σεπτεμβρίου 2015, και υπηρεσιακή προϊσταμένη του τότε διατελέσαντος υπηρεσιακού Υπουργού Δικαιοσύνης, κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου, ο οποίος "έχει εχθρότητα προς το πρόσωπό μου".

Τούτο ενισχύεται και συνδυάζεται -όπως υποστηρίζει - με τις δηλώσεις, που έκανε ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, την Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016, όπου ερωτώμενος σχετικώς είπε, ότι …η πειθαρχική εξέταση της κ. Τσατάνη δεν γίνεται για την αφαίρεση της δικογραφίας, ούτε για την αναφορά της εναντίον μου, η πειθαρχική εξέταση γίνεται κατόπιν των επιστολών των Κυπρίων.

Η κ. Τσατάνη αναφέρεται και στους Εισαγγελείς, που κάλεσε η κ. Θάνου ως μάρτυρες, προς τους οποίους η κ. Θάνου ερωτά τα σχετικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα την από 16 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της κ. Ελένης Ράϊκου, η οποία δικαιώνει την κ. Τσατάνη ότι αποσαφήνισε πλήρως στους Κυπρίους συναδέλφους τους, ότι θα συνεχίσουν να ασχολούνται με την υπόθεση της δωροδοκίας αφού αφορά και έλληνα πολίτη, ενώ καταλογίζει στην κ. Θάνου ότι έχει αποκρύψει στοιχεία, που γνωρίζει, από το φάκελο, διότι δεν έχει συμπεριλάβει, μεταξύ των στοιχείων της δικογραφίας, την από 11-2-2015 Έκθεση Ένορκης Εξέτασης ως μάρτυρα του κ. Ιωάννη Αγγελή, παρά το γεγονός ότι την έχει λάβει, ενώ έχει επισυνάψει στο φάκελο, που της παρέδωσε, μόνον την από 1 Μαρτίου 2016 νεώτερη εξέταση του κ. Ι. Αγγελή, για το περιεχόμενο των οποίων (καταθέσεων του κ. Ι. Αγγελή) επιφυλάσσεται.

Η κ. Τσατάνη επικαλείται το από 16-3-2015 και υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 74407/14 έγγραφό της, με το οποίο διαβίβασε προς την κ. Ε. Ράϊκου, σε εκτέλεση της με αριθμό πρωτ. 5292/17-12-2014 παραγγελίας της κ. Κουτζαμάνη, Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, και ότι σε εκτέλεση της ως άνω παραγγελίας της, υποβλήθηκε από τον κ. Α. Ελευθεριάνο προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα, η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αντικείμενο τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτές έχουν συλλέξει κατά τη διάρκεια των ερευνών που διεξάγουν, καθώς και όσα, σε εκτέλεση αιτήματός τους περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, συλλέχθηκαν από τις Ελληνικές δικαστικές αρχές κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. Επί λέξει αναφέρεται στην υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, του κ. Ελευθεριάνου: «…Κατόπιν τούτων, σας παρακαλούμε όπως μας αποστείλετε αντίγραφα όλων των εγγράφων και λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία σχετίζονται με Α) Την αναφερόμενη αξιόποινη πράξη της δωροδοκίας υπαλλήλου, η οποία φέρεται ότι τελέσθηκε το έτος 2007 από το Μιχαήλ Ζολώτα προς τον Χριστόδουλο Χριστοδούλου και αντικείμενο της οποίας είναι το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ και Β) Τη χορήγηση δανείων από την τράπεζα Marfin Egnatia Bank (MEB) προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, όπως οι πράξεις αυτές διαλαμβάνονται ανωτέρω στην ΕΚΔ 11.314/13-11-2014 αναφορά του Προϊσταμένου του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Ιωάννη Αγγελή, Εισαγγελέα Εφετών. Παρακαλούμε επίσης όπως στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οι Ελληνικές ανακριτικές αρχές συνέλεξαν κατόπιν του υμέτερου αιτήματος αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και αφορούν αξιόποινες πράξεις, που έχουν τελεσθεί στην Ελλάδα και σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση.» Αποδεικνύει -όπως αναφέρεται στην αίτηση - η κ. Τσατάνη, ότι ήταν ήδη από την 2-4-2015 γνωστό στις Κυπριακές αρχές ότι ερευνώνται από την Ελληνική Δικαιοσύνη και οι δύο πράξεις. 

Αναφερόμενη στα 3 ερωτήματα που της έθεσε η κ. Θάνου, η κ. Τσατάνη τονίζει ότι απαντά συγχρόνως με την αίτηση εξαίρεσης, προκειμένου να μην θεωρηθεί ποτέ, ότι απέφυγε επί της ουσίας τις εξηγήσεις της, αν και αυτές πρέπει να τύχουν της κρίσεως άλλου δικαστικού λειτουργού, μετά την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως εξαιρέσεως. 

Η κ. Τσατάνη καταλογίζει στην κ. Θάνου, ότι παρά το γεγονός, ότι έχει διενεργηθεί επ΄αυτού προηγουμένη έρευνα και έχει ήδη αποφανθεί ο κ. Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κ. Νικόλαος Παντελής, εν γνώσει της κ. Θάνου, με το υπ΄αριθμ. 5594/2015 έγγραφό του, αναφέρεται, η κ. Θάνου, στην αναφορά του κ. Ι. Αγγελή, Εισαγγελέως Εφετών, και στις δικογραφίες που χειρίζονταν οι Εισαγγελείς των εγκλημάτων κατά της Διαφθοράς.

Εν αναφορά προς το δεύτερο ερώτημα της κ. Θάνου, εάν δηλαδή «ήταν συμπτωματική η αρχειοθέτηση, με την υπ΄αριθμ. 1/2016 διάταξη, των δικογραφιών την ίδια ημερομηνία (22-2-2016), κατά την οποία ήταν προκαθορισμένη η ενώπιον της 10ης τακτικής ανακρίτριας εμφάνιση του επιχειρηματία», η κ. Τσατάνη, απευθύνοντας ευθεία μομφή προς την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, της λέει ότι η αναληθής αναφορά, τόσο του κ. Γενικού Εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και του κ. Υπουργού Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις από 24-2-2016 επιστολές τους προς την κ. Θάνου και τον κ. Παπαγγελόπουλο, δεν είναι συμπτωματική, και επιφυλάσσεται για το ερώτημά της, όσο και για την αναφορά των Κυπρίων αξιωματούχων.

Όσο για το τρίτο ερώτημα, εάν η κ. Τσατάνη συμμετείχε κατά τη συνδιάσκεψη της Eurojust, μεταξύ των Ελληνικών και Κυπριακών Αρχών τον Ιούλιο του 2015, και «εάν υπήρξε συμφωνία – συνεννόηση, σύμφωνα με την οποία, όσες εκ των ως άνω υποθέσεων διερευνούνταν από τις Κυπριακές ανακριτικές αρχές και βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο ερευνών, όπως η υπόθεση της δωροδοκίας του πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, θα συνέχιζε να διερευνάται από τις Κυπριακές αρχές, οι οποίες μετά την περαίωση της έρευνάς τους, θα απέστελαν προς τις Ελληνικές αρχές το πόρισμά τους και το αποδεικτικό υλικό. Εάν στην πράξη αρχειοθέτησης υπ΄αριθμ. 1/2016 έχετε συμπεριλάβει και το εν λόγω αδίκημα της δωροδοκίας του Κύπριου Τραπεζίτη και εάν τηρήθηκε η ως άνω συμφωνία, δηλαδή εάν σας είχαν, εν τω μεταξύ, αποσταλεί από τις Κυπριακές αρχές τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία», η κ. Τσατάνη απαντά ως εξής:

«Κατ΄αρχάς παρακαλώ να δείτε με προσοχή, πώς εκτίθεται το κύρος της Προέδρου του Αρείου Πάγου, διενεργούσης την πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση, όταν για το ανωτέρω ερώτημα, του οποίου έλαβα, τυπικώς, γνώση σήμερα, από εσάς, έχει ήδη λάβει γνώση το πανελλήνιο, από την ομιλία του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου, στη Βουλή: «…Γιατί η κ. Τσατάνη δεν ήθελε παρόντες τους εκπροσώπους του Υπουργείου στη συνάντηση Ελλήνων και Κυπρίων για την υπόθεση Βγενόπουλου; Τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων για τη διερεύνηση των ποινικών ευθυνών του Ανδρέα Βγενόπουλου; Τηρήθηκε η συμφωνία αυτή, κυρίως από την κ. Τσατάνη; Υπήρξαν πρακτικά για τη συνάντηση αυτή; Και αν όχι, γιατί; Μήπως η κ. Τσατάνη δεν ήθελε μάρτυρες και αποδεικτικά για το τι συζητήθηκε και τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων και αν ναι, γιατί; Γιατί συμμετείχε στη συνάντηση αυτή η κ. Τσατάνη και όχι ο αρμόδιος εισαγγελέας δικαστικών συνδρομών, ο Εισαγγελέας Εφετών Γιάννης Αγγελής; Για τα ερωτήματα αυτά πρέπει να υπάρξει απάντηση. Άλλωστε και για το θέμα αυτό διενεργείται πειθαρχική έρευνα.»

Η κ. Τσατάνη χρησιμοποιεί τον όρο “φυσικός δικαστής”, που είναι αυτός που θα κρίνει, μετά την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως εξαιρέσεως, και απαντά, ότι κατά τη συνάντηση του Ιουλίου 2015, δεν υπήρξε «συμφωνία – συνεννόηση» με δεσμευτικό χαρακτήρα μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων, σύμφωνα με την οποία, όσες εκ των ως άνω υποθέσεων διερευνούνταν από τις Κυπριακές ανακριτικές αρχές και βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο ερευνών, όπως η υπόθεση της δωροδοκίας του πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, θα συνέχιζε να διερευνάται από τις Κυπριακές αρχές, οι οποίες μετά την περαίωση της έρευνάς τους, θα απέστελλαν προς τις Ελληνικές αρχές το πόρισμά τους και το αποδεικτικό υλικό. Από τα επίσημα συμπεράσματα της συντονιστικής συνάντησης της 10-7-2015, προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία, ότι οι Κυπριακές Αρχές δεσμεύτηκαν να ανταποκριθούν, το συντομότερο δυνατόν, στο αίτημα των Ελληνικών αρχών, μέσω των κατάλληλων διαδικασιών, και μάλιστα εντός του καλοκαιριού του 2015. Το έγγραφο αυτό συνετάγη από τον κ. Νικόλαο Πασχάλη, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, και αποτυπώνει επακριβώς όσα συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση αυτήν, κατά την οποία, δεν τηρήθηκαν πρακτικά. «Εάν όμως είναι έτσι τα πράγματα», συνεχίζει η κ. Τσατάνη, «τότε το γεγονός, ότι ξεκαθάρισα στους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με την υπόθεση της δωροδοκίας, τούτο έχει διττή σημασία, δηλαδή και νομική και πραγματική. Ειδικότερα, με ειλικρίνεια τοποθετήθηκα προς τους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι νομικώς δεν έχουμε τη διακριτική ευχέρεια, λόγω της αρχής της υποχρεωτικότητας της κίνησης της ποινικής δίωξης, που διέπει το ελληνικό δικονομικό σύστημα, να απεμπολήσουμε ή να εκχωρήσουμε, με συμφωνία, όπως αυτή που με ρωτάτε, την ποινική δίωξη σε άλλο κράτος».

Η κα Τσατάνη εμμέσως πλην σαφώς, αφήνει να εννοηθεί, ότι δεν φάνηκε να εκδηλώνουν σοβαρό ενδιαφέρον οι Κύπριοι για την υπόθεση, παρά το σχετικό της αίτημα που είχε υποβληθεί με την 74407/16-3-2015 παραγγελία της, οι Κυπριακές αρχές δεν ανταποκρίθηκαν και μέχρι το Σεπτέμβριο 2015, όταν επικοινώνησε η κ. Τσατάνη τηλεφωνικώς, με τους κ. Κλεόπα και τον κ. Νικολεττή (αναφέρει και τον τηλεφωνικό αριθμό …………………), «για να τους υπενθυμίσω την άμεση εκτέλεση του αιτήματός μας, κάνοντας μάλιστα μνεία και των σχετικών μας δικονομικών διατάξεων για την οριζόμενη κατά νόμο περιοριστική χρονική διάρκεια».

Η επικοινωνία της κ. Τσατάνη -αναφέρεται στην αίτηση- επιβεβαιώνεται στο από 29 Σεπτεμβρίου 2015 έγγραφο της ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, Τμήμα Γ΄Αρ. Φακ. ΤΑΕ/331/4, σύμφωνα με το οποίο ετοιμάστηκαν σε ηλεκτρονική μορφή τα έγγραφα, που τελικώς παρέδωσαν, σε εκτέλεση του αιτήματος δικαστικής συνδρομής, οι Κυπριακές Ανακριτικές Αρχές. Η ανωτέρω επιστολή, στην οποία επισυνάπτεται κατάλογος εγγράφων – περιεχομένου του ψηφιακού δίσκου, ως επίσης και ένας ψηφιακός δίσκος (DVD), διαβιβάζεται από την ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΥΠΡΟΥ την 29 Σεπτεμβρίου 2015, στο Κυπριακό Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ούτως ώστε να αποσταλούν στην κ. Τσατάνη. Εν τω μεταξύ, και επειδή η κ. Τσατάνη δεν είχε λάβει μέχρι την 22 Οκτωβρίου 2015 την δικαστική συνδρομή που ζητούσε από την Κύπρο από το Μάρτιο (!), υπέβαλε, η κ. Τσατάνη, έγγραφο αίτημα, με αριθμό πρωτοκόλλου 58260 / 22-10-2015, για την επίσπευση εκτέλεσης του αιτήματος μέσω του Τμήματος Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Σε συνέχεια του ανωτέρω εγγράφου της, έφθασε η από 27 Οκτωβρίου 2015 επιστολή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς το Τμήμα Εκδόσεων & Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, με την οποία αναφέρεται στην υπ΄αριθμ. Πρωτ. 13263 ΦΔΣ 4794/15 από 02/04/2015 παραγγελία και στο κατεπείγον υπ΄αύξ. Αριθμ. 406/2015 αίτημα του Επίκουρου Εισαγγελέως Διαφθοράς κ. Αντωνίου Ελευθεριάνου, με την οποία επιστολή τους οι Κυπριακές Αρχές αποστέλλουν έγγραφα, ικανοποιώντας μερικώς το αίτημα των Ελληνικών Δικαστικών Αρχών, όπως αναφέρεται στο από 10-11-2015 έγγραφο του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών προς την κ. ΤΣΑΤΑΝΗ. Έκτοτε η επόμενη διαβίβαση εγγράφων και στοιχείων από τις Κυπριακές Αρχές προς την κ. ΤΣΑΤΑΝΗ διενεργήθηκε την 27-1-2016, όταν σύμφωνα με το από 27/1/2016 με αρ. πρωτ. ΕΚΔ 17110 ΦΔΣ 4794/15 έγγραφο της κ. Ευγενίας Κυβέλου, Αντεισαγγελέως Εφετών, προς εμέ, γνωστοποιήθηκε ότι «…Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών εγγράφων, Σας διαβιβάζουμε το υπ΄αριθμ. Πρωτ. Υ.Δ.Δ.Τ.12.3.002.207/1/2420 από 13-01-2016 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τα συνημμένα σε αυτό έγγραφα, συνοδευόμενη από ένα ψηφιακό δίσκο (CD) και Σας κάνουμε γνωστό ότι το ανωτέρω αίτημά Σας για παροχή δικαστικής συνδρομής από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίαςικανοποιήθηκε προσηκόντως.»

Ενδιαφέρον έχει βεβαίως και η επισήμανση στο κατά τα ανωτέρω συνημμένο έγγραφο της ικανοποίησης του αιτήματος δικαστικής συνδρομής από τις Κυπριακές Αρχές, ότι ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Προκόπης Χίντικος αναφέρει την εξής φράση: «…Είμαστε πάντα στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε πρόσθετη βοήθεια απαιτείται», μη διατηρώντας καμία επιφύλαξη για περαιτέρω προσκομιδή άλλων στοιχείων.

Η κ. Τσατάνη αναφέρει ότι συνολικά της απεστάλησαν σε ηλεκτρονική μορφή, δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα δύο (2.442) έγγραφα, εάν οι χειρόγραφες σημειώσεις της δεν την απατούν, τις οποίες τήρησε, χωρίς πλέον καμία επιφύλαξη εκ μέρους των Κυπρίων, ότι εκκρεμούν και άλλα έγγραφα.

Η κ. Τσατάνη αναφέρει στο τέλος, ότι όλα τα ανωτέρω αποτέλεσαν αντικείμενο κοπιώδους προσπάθειας και ολονύκτιας στο γραφείο της «μελέτης, αξιολόγησης και καταχώρησης, για την απόδοση μιας επιμελημένης ανάλυσης όλου του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού, χωρίς να καταλειφθεί εκτός της κρίσεώς μας ουδέν. Και τούτο είναι περιττόν να αναφερθεί, διότι δεν είναι η πρώτη φορά, που εργάζομαι στο γραφείο μου με ολονύκτια μελέτη, ολόκληρα σαββατοκύριακα, 24 ώρες νυχθημερόν έχω υπηρετήσει τη Δικαιοσύνη, και σε δυσκολότερες υποθέσεις, χωρίς ποτέ να εγερθεί η ελαχίστη μομφή εις βάρος μου για το αποτέλεσμα της δικαιοδοτικής μου κρίσεως. Διό και εξίσταμαι διά την μεταχείρισίν μου παρ΄ Υμών και του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, με μεροληπτική σε βάρος μου αντιμετώπιση και μειωτικούς παρ΄ αμφοτέρων χαρακτηρισμούς, το μεν υφ΄Υμών διά ερωτήματος ότι δήθεν «αφήρεσα» την ως άνω δικογραφία και ότι εκ συμπτώσεως εξέδωσα Διάταξη την ίδια ημέρα με την ακρόαση επιχειρηματία σε ανακριτικό γραφείο (!), το δε υπό του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, παρ΄εμού μηνυθέντος και αντιδίκου μου, μετά του οποίου είχατε ιδιαίτερη υπηρεσιακή ιεραρχική σχέση προσφάτως, ως Υπηρεσιακή Πρωθυπουργός, αλλά και μεταγενέστερα, ότι ενήργησα πραξικοπηματικώς (!).

Κατηγορεί ευθέως την κ. Θάνου, ότι επέλεξε ως δήθεν μόνη οδόν ανασύρσεως την προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση σε υπόθεση, που ελέγχθηκε από την Προϊσταμένη Εισαγγελική Αρχή του Αρείου Πάγου, κ. Κουτζαμάνη, Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και κ. Νικόλαο Παντελή, Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και για το νομότυπο της αναθέσεως και της διεξαγωγής της, ώστε να διερωτάται κανείς, αν η εν λόγω προκαταρκτική, «επιλεκτικώς εκ μέρους της κ. Θάνου (διότι σε Σας προσωπικώς απευθύνθηκε επιλεκτικώς ο άνω Γενικός Εισαγγελεύς Κύπρου), βασίμως αμφισβητεί το Κύρος, την Καθαρότητα και την Ανεξαρτησίαν όλης της Εισαγγελικής Αρχής και στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά και στην διαχείρισιν της δυνατότητος ή μη ποινικής διώξεως, διά την οποίαν απολαμβάνει θεσμικής ανεξαρτησίας και έναντι Υμών ως Προέδρου του ομοίως ανωτάτου Δικαστηρίου». 

Τέλος αποδίδει σωρεία μομφών κατά του κ. Παπαγγελόπουλου, αναφερόμενη τόσο στην από 2/3/2016 επιστολή – απάντηση του προς τον Πρόεδρο της Βουλής κ. Νίκο Βούτση, που δημοσιεύθηκε στον Τύπο. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της θετικής ενημέρωσης που παρείχε στη Βουλή τον Ιανουάριο του 2016, σχετικώς προς το πρόσωπό της, ο κ. Παπαγγελόπουλος απάντησε την Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016 στον κ. Πρόεδρο της Βουλής, για την «ατυχή επικοινωνία» του μαζί της, πλην όμως δεν αρνείται μεν τους χαρακτηρισμούς του περί πραξικοπήματος, αμφισβητεί δε ότι αυτοί αναφέρονταν στο πρόσωπό μου, ενώ σε άλλο σημείο της επιστολής του επιχειρηματολογεί ως προς το χρόνο εκφοράς των περί πραξικοπήματος δηλώσεών του, ότι δήθεν αυτές είναι ύστερες της ημερομηνίας, κατά την οποία συναντήθηκα μαζί του. Τα πράγματα όμως έχουν ακριβώς όπως τα αναφέρει στην αναφορά της προς την κ. Εισαγγελέα του Α.Π. με αριθμό πρωτ. ΕΠ 43/22-2-2016, την οποία βεβαίως κοινοποίησε και στην κ. Θάνου, η οποία τελεί σε γνώση αυτής ήδη ένα μήνα περίπου.

Επαναλαμβάνει η κ. Τσατάνη, ότι περί τα μέσα Νοεμβρίου 2015, μετέβη στο γραφείο του κ. Δ. Παπαγγελόπουλου στο υπουργείο Δικαιοσύνης κατόπιν τηλεφωνικής εκ μέρους μου πρωτοβουλίας, ώστε να της εξηγήσει, σε σχέση με τα διαδιδόμενα από τον ίδιον περί δικαστικού πραξικοπήματος, ότι ήθελε να του ζητήσει να προστατεύσει το κύρος της Δικαιοσύνης και να παύσει να διαδίδει τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς, που όχι μόνον τη Δικαιοσύνη έβλαπταν, αλλά συνιστούσαν και προσωπική προσβολή σε βάρος της. Τότε εκ του σύνεγγυς του εξέθεσε ότι κατά νόμο χειριζόταν την υπόθεση, όμως πιεστικά της ζήτησε να επιστρέψει τη δικογραφία στην εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, από την οποία, όπως μου δήλωσε, παρανόμως ενεργώντας την αφήρεσα, για να ευνοήσω εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα. Αναφέρει ότι της δήλωσε ότι η εισαγγελέας Διαφθοράς που χειριζόταν σχετική δικογραφία, η οποία της είχε υποβληθεί για συσχέτιση με συναφή την οποία και χειριζόταν, βρίσκεται σε στάδιο περαίωσης και «η εν λόγω εισαγγελέας προτίθεται να ασκήσει ποινική δίωξη εις βάρος των υπόπτων, τους οποίους με την ενέργειά της σκόπευε να ευνοήσει, κατά την άποψή του». Από το σημείο αυτό και μετά οι πιέσεις του κ. Παπαγελλόπουλου άρχισαν να γίνονται ακόμη περισσότερο πιεστικές -υποστηρίζει-και να συνοδεύονται από πρωτοφανείς, για τα δικαστικά χρονικά, απειλές.

«Περαιτέρω, την 22/11/2015 ημέρα Κυριακή και περί ώρα 11.30 πρωινή, καθ’ ον χρόνον εκινούμην με το υπηρεσιακό όχημα μετά το γραφείο, δέχθηκα στο κινητό μου τηλέφωνο δύο τηλεφωνικές κλήσεις από το κινητό τηλέφωνο του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης κ. Δ. Παπαγγελόπουλου, κατά τη διάρκεια των οποίων είπε ότι ήθελε να μου μιλήσει. Η απάντησή μου ήταν ότι βρισκόμουν καθ' οδόν προς την οικία μου και ότι εντός ολίγων λεπτών θα ευρισκόμουν εκεί, από όπου και θα του τηλεφωνούσα η ίδια, όπως και έγινε. Κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής επικοινωνίας, σε συμβουλευτικό δήθεν ύφος, μου συνέστησε εκ νέου να επιστρέψω τη δικογραφία που «χειρίζομαι παράνομα» στην εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς και άμεσα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ξεσπάσει σε βάρος μου άγριος πόλεμος. Χαρακτηριστικά δε, τόνισε ότι έχω στα χέρια μου... ένα απόστημα που θα σκάσει σε βάρος μου... και για να κάνω Χριστούγεννα με την οικογένειά μου. Κατόπιν των ανωτέρω και με την απαιτούμενη ψυχραιμία, του ανέφερα ότι είμαι αφοσιωμένη στο έργο μου. Ούτε κατ΄ ελάχιστον δεν προσεγγίζουν την πραγματικότητα οι αναφορές του κ. Παπαγγελόπουλου, ο οποίος ενώ συνομολογεί ότι ζήτησα να τον συναντήσω για να μου εξηγήσει τα διαδιδόμενα από αυτόν περί «πραξικοπήματος», με εμφανίζει να απευθύνομαι προς αυτόν με αβρότητα και ότι τάχα του ζήτησα να με αντιμετωπίσει ως συνάδελφο και όχι ως Υπουργό, λόγια που δεν ειπώθηκαν από εμένα. Στη συνέχεια αναφέρει εν γνώσει της αναληθείας ότι δήθεν, σχεδόν κλαίγοντας, του ζήτησα τη βοήθειά του διότι μερίδα του Τύπου μου καταλόγιζε ότι αφαίρεσα παράτυπα δικογραφία που χειριζόμουν. Η αλήθεια, την οποία γνωρίζει, αλλά δεν αποκαλύπτει ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός της Δικαιοσύνης είναι ότι ο ίδιος πιεστικά μου ζήτησε να επιστρέψω τη δικογραφία εις την εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, από την οποία, όπως μου δήλωσε, παρανόμως ενεργώντας την αφήρεσα, για να ευνοήσω εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα. Μάλιστα επί λέξει μου δήλωσε ότι η εισαγγελέας Διαφθοράς που χειριζόταν σχετική δικογραφία, η οποία μου είχε υποβληθεί κατόπιν αιτήματός μου προς συσχέτιση με συναφή την οποία και χειριζόμουν, ευρίσκεται δικονομικά εις στάδιο περαίωσης και η εν λόγω εισαγγελέας προτίθεται να ασκήσει ποινική δίωξη εις βάρος των υπόπτων, τους οποίους με την ενέργειά μου σκόπευα να ευνοήσω, κατά την άποψή του.

Σκοπός του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης -συνεχίζει -είναι  να με συκοφαντήσει, ότι δήθεν χειρίστηκα δικογραφίες που αφορούσαν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, στις οποίες έπρεπε να δηλώσω αποχή τάχα. Δεν εξειδικεύει όμως σε ποίες δικογραφίες όφειλα να δηλώσω αποχή, ώστε να δημιουργεί άμεσα, με τον τρόπο αυτόν, για το πρόσωπό μου, την εικόνα ενός διεφθαρμένου εισαγγελικού λειτουργού, που δεν διστάζει να εξυπηρετήσει συμφέροντα, δολίως υπ΄αυτού συνδυαζομένης της οικογενειακής μου κατάστασης.

Αναφέρει περαιτέρω ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, ότι «…επιπλέον μου ανέφερε ότι φοβάται μήπως της ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, διότι αυτό θα εμπόδιζε την προαγωγή της, την οποία ανέμενε σε λίγους μήνες.» Η δήλωση αυτή του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης συνιστά, κατ΄ ουσίαν, προαναγγελία μίας προειλημμένης αποφάσεως πειθαρχικής μου δίωξης. Δεν του ανέφερα ότι φοβάμαι μήπως μου ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, και τούτο αναφέρει ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης εν γνώσει της αναληθείας του. Δεδομένης της υπ΄αριθμ. Πρωτ. 5594/15 Διατάξεως του κ. Νικολάου Παντελή, Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατόπιν της διενεργηθείσης διοικητικής εξέτασης που προκλήθηκε μετά την από 24.11.2015 αναφορά δημοσιογράφου ως προς την δήθεν «αφαίρεση» της αναφερόμενης, στην επιστολή του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης δικογραφίας, η οποία τέθηκε στο αρχείο, και στην οποία κρίθηκε ότι δεν αφαίρεσα, αλλά αντιθέτως, ορθώς χρεώθηκε σε μένα η εν λόγω δικογραφία, ουδένα λόγο είχα να φοβάμαι μήπως μου ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, όπως αναληθώς αναφέρει ο κ. Υπουργός. Ως εκ τούτου διαδίδων ο κ. Παπαγγελόπουλος τα ανωτέρω τελούσε σε γνώση ότι έχει ήδη ερευνηθεί με προηγουμένη διοικητική εξέταση, το προδήλως ερευνώμενο ζήτημα της χρέωσης της εν λόγω δικογραφίας εις εμέ, την οποία «χρέωση δικογραφίας» επιμένει να αποκαλεί «αφαίρεση δικογραφίας». Εάν η άποψη που συνομολογεί ότι εξέφερε ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης προς εμέ, ήταν νομική, τούτο δεν μεταβάλλει το παράνομο της συμπεριφοράς του, διότι δεν επιτρέπεται ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός της Δικαιοσύνης να εκφέρει είτε νομική είτε πραγματική άποψη προς Εισαγγελέα Εφετών, που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση σε κακουργήματα, για θέματα που άπτονται της δικογραφίας που ερευνά, έστω και εάν αυτά αφορούν στη διαδικασία της χρέωσης, για την οποία γνώριζε ότι έχει τηρηθεί η νομιμότητα. Με βάση τη συνταγματική επιταγή της διακρίσεως των εξουσιών, δεν επιτρέπεται σε μέλος της εκτελεστικής εξουσίας να παρεμβαίνει με «νομικές απόψεις», όπως συνομολογεί ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, υποδεικνύων ότι δεν έπρεπε να ζητήσω τη δικογραφία από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς ή ότι δήθεν έπρεπε να κάνω δήλωση αποχής για υποθέσεις που είχαν σχέση με στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Δυστυχώς για τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης δεν είναι νόμιμη η συνομολογούμενη από αυτόν συμπεριφορά, διότι δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αρμοδιοτήτων του, όπως αυτές απαριθμώνται στην Απόφαση του κ Πρωθυπουργού Αριθμ. Υ 30 («Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» ΦΕΚ 2183/12.10.2015), ούτε θα μπορούσε άλλωστε να περιλαμβάνεται η διατύπωση συστάσεων και υποδείξεων στο δικαστικό σώμα.