Δυο πρόσφυγες, ένας κοινωνιολόγος και ένας δάσκαλος, περιγράφουν όλα όσα έζησαν στο ταξίδι της φυγής
«Το όνειρο συνθλίβεται από την πραγματικότητα», λέει ο πρόσφυγας Αζίμ Σ. λέκτορας Κοινωνιολογίας, για να περιγράψει στη συνέχεια με συγκλονιστικά λόγια, τα όσα βίωσε στο ταξίδι της φυγής, που ξεκίνησε πριν 16 ημέρες από τα σύνορα Τουρκίας- Συρίας.
Μαζί με τον δάσκαλο Τάρεκ Φ., καταθέτουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ την μαρτυρία τους για τη διαδρομή από τα σύνορα μέχρι το Κουσάντασι, τους ξυλοδαρμούς, τους εξευτελισμούς και την ληστεία, που όπως λένε, υπέστησαν στα χέρια Τούρκων δουλεμπόρων και κρατικών οργάνων. Συναντήσαμε τους δύο πρόσφυγες στο Κέντρο φιλοξενίας στην Φιλιππιάδα.
Πριν 2 εβδομάδες με μία ομάδα περίπου 25 προσφύγων, ξεκίνησαν το ταξίδι της ελπίδας, στην πορεία του οποίου, όπως είπαν, αντιμετώπισαν απρόβλεπτες για εκείνους καταστάσεις.
«Στα σύνορα της Συρίας με την Τουρκία, αστυνομικοί και δουλέμποροι μας ληστεύουν. Αρπάζουν όλα τα χρήματα που έχουμε, τα χρυσαφικά και ότι άλλο πολύτιμο. Φτάνουν ακόμη στο σημείο να γδύνουν γυναίκες και κορίτσια, να τους κάνουν σωματική έρευνα, και να ψάχνουν για κρυμμένα χρήματα».
Με τον πλέον παραστατικό τρόπο, αλλά και με οργή, περιγράφουν πως ήρθαν αντιμέτωποι «με την παράνοια, με ανθρώπους που χωρίς αισθήματα τους μεταχειρίστηκαν βάναυσα, για να τους πάρουν ό,τι πολύτιμο είχαν, στις λιγοστές αποσκευές τους».
Ο Αζίμ προσθέτει, πως όλους τους είχε κυριεύσει ο φόβος, διότι αρχικά τους κτύπησαν με τους υποκόπανους των Καλάσνικοφ, για να τους τρομοκρατήσουν και προσθέτει πως όλοι, ήταν ήδη εξαντλημένοι, γιατί είχαν περιπλανηθεί δύο μέρες σε ένα δάσος στα σύνορα.
Πριν μία εβδομάδα, έφτασαν στο Κουάσαντασι και αμέσως οι επιτήδειοι τους πλησίασαν για να τους οδηγήσουν, όπως αφηγούνται, στους δουλεμπόρους και να κλείσει η συμφωνία για ένα "καλό σκάφος" στο ταξίδι προς την Ελλάδα.
«Καμία βάρκα δεν ξεκινάει για την Ελλάδα, εάν δεν δώσει την άδεια η αστυνομία», λέει ο Αζίμ που είχε αναλάβει και την διαπραγμάτευση για τους δικούς του ανθρώπους και αποκαλύπτει, «ό,τι είδε με τα μάτια του», όπως λέει χαρακτηριστικά.
«Οι παράνομοι διακινητές, μας εγγυήθηκαν μεγάλο και ασφαλές σκάφος. Πήραν τα χρήματα, που ήταν 2.000 ευρώ για κάθε ενήλικα και 1.000 για κάθε παιδί. Εκεί, ήταν και ένας αστυνόμος, ο οποίος πήρε 200 ευρώ για τον καθένα από τον διακινητή. Αμέσως μετά, έδωσε την άδεια να φύγουμε».
Ο Αζίμ, μεταφέρει λεπτό προς λεπτό, όσα ακολούθησαν: «Με την απειλή Καλάσνικοφ, δύο διακινητές μας οδήγησαν, στην παραλία, σε ένα σκάφος. Δεν ήταν όμως εκείνο, για το οποίο είχαμε πληρώσει πολλά χρήματα. Ήταν μία βάρκα, με μικρή μηχανή. Είμαστε 67 άνθρωποι. Δεν μας χώραγε. Δεν θέλαμε να μπούμε και τότε άρχισαν να μας σπρώχνουν μέσα, με τα όπλα που κρατούσαν. Αγκαλίσαμε τα παιδάκια που έκλαιγαν και ξεκινήσαμε. Μόλις απομακρυνθήκαμε από την ακτή, ένα ελικόπτερο της αστυνομίας έκανε χαμηλή πτήση πάνω από την βάρκα. Πανικός. Σηκώθηκαν κύματα, το νερό μπήκε στη βάρκα. Οι γυναίκες έκλαιγαν και τα παιδιά έτρεμαν από το φόβο. Κάποιοι πέσαμε στην θάλασσα. Μία ώρα αργότερα ήρθε σκάφος της τουρκικής ακτοφυλακής, μας περισυνέλεξε και γυρίσαμε στο Κουάντασι».
Ο Αζίμ, υποστηρίζει πως ήταν μία προγραμματισμένη ενέργεια και αιτιολογεί τον ισχυρισμό του, παραθέτοντας την συνέχεια της περιπέτειας:
«Όταν επιστρέψαμε στο Κουσάντασι, μας πήγαν στα γραφεία της ακτοφυλακής. Εκεί, ζήτησαν 100 ευρώ από τον καθένα, για να μπορέσουμε να φύγουμε και πάλι για την Ελλάδα. Μας κράτησαν πολλές ώρες. Πληρώσαμε, δεν είχαμε επιλογή. Θέλαμε να φύγουμε. Την επόμενη, μόλις νύχτωσε ξεκινήσαμε και πάλι. Αυτή την φορά χωρίς προβλήματα. Όταν κάποια στιγμή στο μέσο της θαλάσσιας διαδρομής προς την Χίο είδαμε ένα σκάφος να μας πλησιάζει, τρομάξαμε, γιατί νομίζαμε πως είναι και πάλι οι Τούρκοι .Ευτυχώς ήταν Ιταλοί που μας βοήθησαν. Κάποιοι έκλαψαν από χαρά. Λίγο αργότερα φτάσαμε στη Χίο».