“Νιώθουμε πολύ άσχημα γι' αυτούς. Καταλαβαίνουμε ότι πεινάνε, αλλά είναι 10.000 και εμείς είμαστε 100. Αν έρθουν περισσότεροι τι θα συμβεί;”,
Καθημερινά ο 82χρονος συνταξιούχος Δημήτρης Ζώης αγοράζει δύο φρατζόλες ψωμί. Μία για την οικογένειά του και μία για όποιον του χτυπήσει την πόρτα – τον τελευταίο χρόνο έχουν υπάρξει πολλοί απρόσμενοι επισκέπτες στην πόρτα του.
Είναι ένας από τους 100 κατά κύριο λόγο ηλικιωμένους κατοίκους της Ειδομένης, όπου καθημερινά πρόσφυγες και μετανάστες συνωστίζονται ελπίζοντας να περάσουν τα σύνορα με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τα οποία όμως παραμένουν κλειστά, με την κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή να είναι χαοτική.
“Νιώθουμε πολύ άσχημα γι' αυτούς. Καταλαβαίνουμε ότι πεινάνε, αλλά είναι 10.000 και εμείς είμαστε 100. Αν έρθουν περισσότεροι τι θα συμβεί;”, δηλώνει στο Reuters.
Ο ίδιος και ο φίλος του Θεόδωρος Μουταφτσής βλέπουν με ολοένα μεγαλύτερη ανησυχία τον καταυλισμό κοντά στα σπίτια τους να μεγαλώνει καθημερινά.
“Το πρώτο πράγμα που ελέγχουμε όταν ξυπνάμε το πρωί είναι αν έχουν πλησιάσει πιο κοντά στο χωριό”, λέει ο 79χρονος Θ. Μουταφτσής. “Αυτό, και αν λείπει τίποτα”, προσθέτει. Δέκα από τις κότες του εξαφανίστηκαν τον τελευταίο μήνα, και πιστεύει ότι το έκαναν άνθρωποι από τον καταυλισμό.
“Αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι πεινάνε. Το κράτος δεν είναι εδώ για να τους βοηθήσει. Είναι εντελώς απόν”, σχολιάζει.
Στο ρεπορτάζ του το Reuters περιγράφει τη στιγμή που ένας ορθόδοξος ιερέας φτάνει στον καταυλισμό της Ειδομένης, φέρνοντας στους πρόσφυγες τρόφιμα που συγκέντρωσαν οι άνθρωποι της ενορίας του, που απέχει περίπου 50 χιλιόμετρα: “Μέσα σε δευτερόλεπτα, 300 πλαστικές σακούλες σούπερ μάρκετ που περιείχαν νερό, ένα πακέτο μακαρόνια, ένα πορτοκάλι και λίγο ψωμί εξαφανίστηκαν”.
“Έχουμε ανάμικτα συναισθήματα γι' αυτό. Κάποια ανασφάλεια, αλλά τόση πολλή θλίψη για τα παιδιά που ζουν στον καταυλισμό σε απολύτως άθλιες συνθήκες”, δηλώνει στο Reuters η Ξανθούλα Σουπλή, πρόεδρος της τοπικής κοινότητας της Ειδομένης.
Έξω από τη μοναδική καφετέρια της Ειδομένης, γεμάτη από πρόσφυγες που πίνουν δυνατό μαύρο τσάι περιμένοντας να φορτίσουν τα κινητά τους τηλέφωνα, η ίδια υποστηρίζει πως η κατάσταση γίνεται ανυπόφορη. “Κάποτε εδώ ήταν ήσυχα”, θυμάται.