Του Γιώργου Λαμπίρη
«Η Κατερίνα μου πέθανε, η Κατερίνα μου πέθανε…». Η Μυρτώ βγήκε στην Πατησίων και άρχισε να τρέχει φωνάζοντας. Η αμείλικτη φωνή από την άλλη πλευρά του ακουστικού, είχε δώσει την είδηση: Η Γώγου ήταν νεκρή. Στα 53 της.
Με τη Μυρτώ μιλήσαμε τον Φεβρουάριο για μια συνέντευξη, την τελευταία της όπως αποδείχτηκε. Κι αν με ρωτήσετε πώς ήταν η κόρη της Γώγου, αυτό που ξέρω να σας πω ήταν ότι είχα απέναντί μου μία γυναίκα, αλλά ήταν σαν να μιλούσα σε ένα κορίτσι. Ένα παιδί… Πληγωμένη και έκθετη σε συναισθήματά και μνήμες. Όσα την έθρεψαν, την ακολούθησαν όπου κι αν πήγε έως την τελευταία στιγμή.
Μιλήσαμε για περίπου μία ώρα. Και το μεγαλύτερο μέρος της κουβέντας ήταν η Γώγου. Η φυγή της την ακολουθούσε. Ακόμα και μετά από 22 χρόνια.
Η Μυρτώ Τάσιου, κόρη του σκηνοθέτη, Παύλου Τάσιου, και της ηθοποιού, Κατερίνας Γώγου, δεν βρίσκεται ανάμεσά μας. Η συνάντηση κανονισμένη από καιρό. Στην πραγματικότητα, η Μυρτώ δεν ξεπέρασε ποτέ το χαμό της μάνας της. Ένα παιδί κλειστό και ευαίσθητο.
Η φυγή της στην Ιταλία όπου έμενε μόνιμα ήταν μία διέξοδος. Νόμιζε πως ήταν μία διέξοδος... Ήθελε να δραπετεύσει από όλα εκείνα που την κυνηγούσαν. Αλλά η Γώγου ήταν συνεχώς μέσα της.
Λάτρευε τον άντρα της, το χωριό που έμενε στην Ιταλία. Και τις γάτες. Ήθελε πολλές γάτες γύρω της. Πλάσματα άπιαστα, αδέσμευτα, αερικά. Σαν τη Γώγου.
Πριν λίγες μέρες ήρθε στην Ελλάδα. Να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες, να δει τον θείο της τον Κώστα, την Όλια Λαζαρίδου, την αδελφή της όπως την έλεγε. Ήθελε να έχει εικόνες, να βγαίνει φωτογραφίες με όποιον δικό της συναντούσε. Να συγκρατεί τις ανθρώπινες φιγούρες και να τις δείξει στον άντρα της όταν θα γύριζε πίσω.
Τις τελευταίες μέρες ο θείος της ο Κώστας την αναζητούσε. Από την Τετάρτη. Ένα τηλεφώνημα από την αστυνομία επιβεβαίωσε τις ανησυχίες του. Τη βρήκαν στο Μενίδι.
Βιαζόταν… Η Κατερίνα της είχε πετάξει 22 χρόνια πριν. Ο Παύλος πέθανε κι εκείνος νωρίς. Από καρκίνο στα 69.
Η Μυρτώ ήταν 48.
Είχε καιρό να μπλέξει με ουσίες. Δεν έπινε. Τις αναζήτησε ξανά λένε. Και ίσως ήξερε. Ο δρόμος για ‘κείνην ήταν ήδη γραμμένος. Για ‘κείνην η Κατερίνα δεν έφυγε ποτέ. Το μόνο που τις χώριζε ήταν η σάρκα. Ο κόσμος των ζωντανών από τον... άλλο.
Τις τελευταίες μέρες ήθελε να ξαναδεί τις φωτογραφίες της μάνας της. Έψαχνε στην Πατησίων. Στο παλιό σπίτι. Σαν να ήξερε πως ήρθε η ώρα.
«Εσύ έφυγες και μου ‘λεγες: Είσαι μικρή ακόμα πρέπει να ζήσεις. Εγώ είμαι τελειωμένη. Κοίτα να τους πείσεις ότι η ψυχή πετάει», έγραφε σε ένα από τα ποιήματά της η Μυρτώ.
Η ψυχή της πετούσε όλα αυτά τα χρόνια. Όχι στη γη. Κοντά στην Κατερίνα. Το μόνο που την εμπόδιζε πεισματικά ήταν η σάρκα. Γδύθηκε, την άφησε στην άκρη του πεζοδρομίου να την τσαλαπατούν αδιάφορα οι βιαστικοί περαστικοί. Έριξε πίσω της μια ματιά και χωρίς δεύτερη σκέψη έφυγε. Κι αν την ψάξετε, η Μυρτώ δεν μένει πια εδώ. Δεν έμενε ποτέ εδώ. Ήταν περαστική. Όπως όλοι μας...