Μισθούς υπερημερίας ύψους 120.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων δώρων επιδομάτων αδείας), καθώς και αποζημίωση ύψους 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη λόγω προσβολής προσωπικότητας, καλείται να καταβάλλει ξένη τράπεζα με υποκαταστήματα στην Αθήνα σε πρώην στέλεχος της Έλληνα, τον οποίο είχε προσλάβει ως διευθυντή με διετή σύμβαση ορισμένου χρόνου.
Η υποχρέωση καταβολής των χρημάτων -140.000 ευρώ συνολικά- προκύπτει για τους υπευθύνους της τράπεζας από απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία κρίθηκε ότι δεν μπορεί να “σπάει” σύμβαση ορισμένου χρόνου με μόνα επιχειρήματα ότι το συγκεκριμένο στέλεχος προκάλεσε οικονομική ζημία στην τράπεζα με χειρισμούς του και ότι ότι ήταν ανεπαρκής στην άσκηση των καθηκόντων του. Και αυτό διότι –σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο- οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αποτελούν σπουδαίο λόγο για πρόωρη λύση της σύμβασης, όπως ορίζει η νομοθεσία.
Με το σκεπτικό αυτό, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της τράπεζας και επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου που δικαίωσε το πρώην στέλεχος της. Τα δυο μέρη είχαν υπογράψει σύμβαση ορισμένου χρόνου προ εξαετίας, η οποία όμως οκτώ μήνες πριν από τη λήξη της λύθηκε. Η τράπεζα κατήγγειλε τη σύμβαση υποστηρίζοντας ότι το άλλοτε στέλεχος της με ενέργειες του συνέβαλλε σε οικονομικές ζημιές και υπήρξε ανεπαρκής εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων του.
Μετά την απόλυση, ο πρώην διευθυντής υπέβαλε αγωγή για ακυρότητα της καταγγελίας, που στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου χρειάζεται σύμφωνα με το νόμο σπουδαίος λόγος για την πρόωρη λύση τους. Αρχικά, δικαιώθηκε από το Εφετείο και στη συνέχεια και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος συμφωνώντας με το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί για ανεπαρκή εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε, τέλος, ότι μόνη η μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων του εργοδότη με τη δημιουργία ζημιών δεν αποτελεί σπουδαίο λόγο για να καταγγελθεί η σύμβαση ορισμένου χρόνου και να αποδοθεί στον εργαζόμενο κίνδυνος για το μέλλον της επιχείρησης.