Η πρώτη προσφυγή με την οποία επιχειρείται το «πάγωμα» του δημοψηφίσματος της Κυριακής μπαίνει στο μικροσκόπιο του Συμβουλίου της Επικρατείας το οποίο καλείται να κρίνει την συνταγματικότητα ή μη της διεξαγωγής του.
Η προσφυγή φέρει την υπογραφή ενός μηχανικού και ενός δικηγόρου, πρώην συμβούλου της Επικρατείας οι οποίοι ζητούν να εκδοθεί προσωρινή διαταγή ή απόφαση του Τμήματος Αναστολών που θα μπλοκάρει το δημοψήφισμα.
Όπως υποστηρίζουν τόσο η πράξη του υπουργικού συμβουλίου για την πρόταση διεξαγωγής δημοψηφίσματος, όσο και το Προεδρικό Διάταγμα για την προκήρυξη του δημοψηφίσματος είναι αντισυνταγματικά και παράνομα.
Συγκεκριμένα, αναφέρουν ότι:
- από τις συνταγματικές επιταγές δεν επιτρέπεται να τίθεται σε δημοψήφισμα ερωτήματα τα οποία «ανάγονται στην διαχείριση της δημοσιονομικής πολιτικής και την αντιμετώπιση ζητημάτων που προκύπτει ή επηρεάζουν άμεσα (δυσμενώς ή ευμενώς) την δημοσιονομική κατάσταση του κράτους».
- Τα έγγραφα των τριών διεθνών οργανισμών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) του Euro group της 25.6.2015, για τα οποία ο Ελληνικός λαός καλείται να αξιολογήσει και να αποφασίσει αν θα τα δεχθεί ή αν θα απορρίψει, έχουν «σαφέστατο και σχεδόν αποκλειστικό οικονομικό αντικείμενο και άμεσο δημοσιονομικό αντικείμενο στην λειτουργία του κράτους και την χρηματική επάρκεια για αντιμετώπιση των κρατικών δαπανών», σημειώνεται στην προσφυγή.
- παραβιάζεται η νομοθεσία που αφορά την διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων (νόμοw 4023/2011), καθώς το ερώτημα που τίθεται και καλείται να αποφανθεί ο Έλληνας πολίτης, δεν διατυπώνεται με τρόπο σαφή και σύντομο -όπως απαιτεί ο νόμος- αλλά είναι πολυσύνθετο, περιγράφεται με ειδικούς τεχνικούς και επιστημονικούς όρους, οι οποίοι είναι «αδύνατον να γίνουν κατανοητοί από την συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων».
Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, από την διατύπωση του ερωτήματος δεν προσδιορίζονται «έστω κατά προσέγγιση» οι νομικές και οι οικονομικές συνέπειες στην κρατική λειτουργία και την κοινωνική ζωή του τόπου «εκ της υιοθετήσεως της μίας ή της άλλης εκ των δύο ζητουμένων απαντήσεων».
Έτσι, λόγω του τρόπου διατύπωσης του ερωτήματος, οι νομοθετικές πράξεις για την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος είναι μη νόμιμες και άκυρες.
Παράλληλα, είναι παράνομες λόγω του σύντονου χρόνου διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, που έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά αδύνατη την ενημέρωση του εκλογικού σώματος.
Τέλος, υπογραμμίζουν ότι η πράξη του υπουργικού συμβουλίου και το Προεδρικό Διάταγμα είναι άκυρα, καθώς έχουν εκδοθεί «κατά κατάχρηση εξουσίας», αφού εκδόθηκαν για «σκοπό τελείως διάφορο από εκείνον για τον οποίο προβλέφθηκε συνταγματικώς ο θεσμός του δημοψηφίσματος και άσχετο προς την έννοια του εθνικού ζητήματος, όπως αυτή γίνεται δεκτή από την επιστήμη και στην κοινή αντίληψη».