Νόμιμο έκρινε το επιτόκιο 16,5% που υπολογίζουν οι τράπεζες στις πιστωτικές κάρτες, το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου.
Ειδικότερα, στις 16 Νοεμβρίου 2004 εκδόθηκε πιστωτική κάρτα καταναλώτριας. Το τραπεζικό επιτόκιο, όπως είχε καθοριστεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον σχετικό νόμο, τότε ήταν 8% ετησίως, αλλά στο συμβόλαιο της τράπεζας, το οποίο υπέγραψε η ενδιαφερόμενη καταναλώτρια, αναγραφόταν επιτόκιο 15,9%. Όπως είναι γνωστό, αυτό το επιτόκιο υπολογίζεται επί του άληκτου πιστωθέντος κεφαλαίου, δηλαδή του υπολοίπου, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σε αυτό και η προβλεπόμενη εισφορά του νόμου 128/1975, με την άθροιση της οποίας το συνολικό ετήσιο επιτόκιο ανέρχεται σε ποσοστό 16,5%.
Στη συνέχεια, η καταναλώτρια διαπίστωσε τη διαφορά και προσέφυγε στη Δικαιοσύνη. Δικαιώθηκε από το Εφετείο, αλλά ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση.
Συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το επίμαχο επιτόκιο δεν είναι παράνομο, ο όρος και η σύμβαση που κατήρτησαν τα δύο μέρη δεν είναι άκυρα, ενώ δεν υπάρχει το στοιχείο του παρανόμου για να θεμελιωθεί αξίωση της καταναλώτριας από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ούτε από τις διατάξεις του νόμου 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή.
Επίσης, όπως επισημαίνει ο Άρειος Πάγος, κρίθηκε ότι δεν παραβιάστηκε η θεμελιώδης Αρχή της προστασίας του καταναλωτή, που είναι η διαφάνεια.
Εξάλλου, οι αρεοπαγίτες αναφέρουν ότι οι οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις από τον σχετικό όρο του συμβολαίου είναι ευκρινείς για την καταναλώτρια, υπό την έννοια, ότι «μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από αυτήν ως μέση καταναλώτρια, η οποία δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές και οικονομικές γνώσεις».
Τέλος, στη δικαστική απόφαση σημειώνεται ότι η διατύπωση του σχετικού όρου στο συμβόλαιο υπήρξε σαφής και κατανοητή και «ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου ήταν για την καταναλώτρια σαφώς περιγεγραμμένος και προσδιορισμένος και η καταναλώτρια μπορούσε να αντιληφθεί με πλήρη σαφήνεια την αναλαμβανόμενη υποχρέωση ως προς το ύψος του επιτοκίου του».