Την απόλυτη φρίκη στα χέρια των ίδιων των γονιών τους βίωναν δύο ανήλικα αδελφάκια. Το ανδρόγυνο κακοποιούσε συστηματικά και κατά τρόπο βάναυσο τα ηλικίας 10 και 9 ετών -σήμερα- παιδιά του. Η υπόθεση αποκαλύφθηκε πέρσι τον Ιούνιο σε χωριό έξω από την Κατερίνη, όπου ζούσε η οικογένεια, με συνέπεια να συλληφθούν οι γονείς και να παραπεμφθούν στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, το οποίο τους καταδίκασε σε συνολική ποινή κάθειρξης 15 ετών, τον καθένα. Το δικαστήριο όμως αποφάσισε να αφήσει ελεύθερους υπό όρους τους κατηγορούμενους -έναν 34χρονο Έλληνα και την 35χρονη ρουμανικής καταγωγής σύζυγός του- μέχρι την εξέταση της υπόθεσης στο Εφετείο. Την ίδια ώρα το 10χρονο αγοράκι και το 9χρονο κοριτσάκι φιλοξενούνται σε ίδρυμα ανηλίκων στην Καβάλα.
Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες αυτής της ασύλληπτης υπόθεσης κακοποίησης έγιναν γνωστές κατά την εκδίκασή της στο Κακουργιοδικείο. Όπως αποκαλύφθηκε, οι «γονείς-τέρατα» -σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό που υιοθέτησε η εισαγγελέας της έδρας Αργυρή Βαλούση- έστελναν τα παιδιά τους να κλέψουν κι όταν αυτά επέστρεφαν με άδεια τα χέρια στο σπίτι τα βασάνιζαν, δίκην «τιμωρίας».
Κατά το κατηγορητήριο, τα έδεναν πισθάγκωνα και τα χτυπούσαν ανελέητα άλλοτε με πλάστη κι άλλοτε με βέργα, τα έστελναν τη νύχτα γυμνά να κοιμηθούν έξω, έκαιγαν τα χέρια τους με τσιγάρο ή μεταλλική βέργα από τη σόμπα κ.ά. Μάλιστα, όπως περιγράφεται στη δικογραφία, η οποία στηρίζεται στις προανακριτικές καταθέσεις των ανηλίκων -το περιεχόμενο των οποίων κατά την εισαγγελέα χαρακτηρίζεται πέρα για πέρα αληθές- σε κάποιες περιπτώσεις το ζευγάρι έτρωγε επιδεικτικά μπροστά στα μάτια των παιδιών, αφήνοντάς τα νηστικά.
Οι γιατροί που εξέτασαν τα δύο αδελφάκια, διαπίστωσαν ότι έφεραν εκδορές, μώλωπες, κατάγματα και εγκαύματα, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο. «Αποδείχθηκαν ανάξιοι στην αποστολή τους να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Όχι μόνο δεν εκτίμησαν την ύπαρξή τους αλλά παράλληλα κατέστρεψαν τις ζωές τους» τόνισε η εισαγγελέας κατά την αγόρευσή της, παραλληλίζοντας τη φρίκη που βίωσαν οι αθώες ψυχές με τις συνθήκες κράτησης σε «στρατόπεδα συγκέντρωσης» και παραπέμπουν σε άλλες σκοτεινές εποχές. Αντικρούοντας δε τους ισχυρισμούς των κατηγορούμενων γονιών ότι δήθεν τα παιδιά κατέθεσαν «ψέματα», η εισαγγελέας ανέφερε ότι οι ιατρικές γνωματεύσεις αποτελούν «καταπέλτη» για εκείνους και αδιάψευστο μάρτυρα όσων συνέβαιναν στο οικογενειακό περιβάλλον.
Απολογούμενοι οι γονείς αρνήθηκαν τα περί κακοποίησης, λέγοντας ότι κάποιες φορές τα χτυπούσαν με βέργα για να τα συνετίσουν, ακριβώς επειδή έκλεβαν. Ξεσπώντας σε λυγμούς, η γυναίκα ορκίστηκε «ότι ποτέ δεν θα έκανα κακό στα παιδιά μου», ενώ ο σύζυγός της δήλωσε μετανιωμένος για ό,τι συνέβη, τονίζοντας ότι η ζωή του καταστράφηκε. «Θα πολεμήσω και θα τα πάρω πίσω» ανέφερε.
Το δικαστήριο τούς έκρινε ένοχους για το αδίκημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης σε βάρος ανηλίκου από κοινού, δεν τους αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό και τους καταδίκασε σε συνολική ποινή κάθειρξης 15 ετών, τον καθένα. Αποφάσισε όμως να τους αφήσει ελεύθερους μέχρι το Εφετείο υπό τον όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης κάθε εβδομάδα στην Αστυνομία.
Η υπόθεση ήρθε στο φως τον περυσινό Ιούνιο όταν δάσκαλος των παιδιών διαπίστωσε σημάδια κακοποίησης στα κορμιά των μαθητών. Ένα χρόνο πριν ο διευθυντής του δημοτικού, όταν εντόπισε κι αυτός σημάδια κακοποίησης και υποσιτισμού, επιχείρησε ανεπιτυχώς να έρθει σε επαφή με τους γονείς.