Μόνο στην περίπτωση που προβάλλουν αντίσταση ή είναι ύποπτοι φυγής θα φορούν χειροπέδες φοροφυγάδες και οφειλέτες του Δημοσίου, που συλλαμβάνονται στο πλαίσιο του αυτοφώρου.
Αυτή είναι η “οδηγία” που δίνει η εισαγγελία του Αρείου Πάγου, με εγκύκλιο της προς τους εισαγγελείς Εφετών και Πρωτοδικών, την αστυνομία αλλά και τους οικονομικούς εισαγγελείς. Όπως υπογραμμίζεται, τα αρμόδια όργανα θα πρέπει να συμπεριφέρονται με ευγένεια και “να ενεργούν με σύνεση αποφεύγοντας τραχύτητα φράσεων και ενέργειες που βλάπτουν την τιμή υπόληψη και αξιοπρέπεια του συλληφθέντος”, πολλώ δε μάλλον όταν έχουν μπροστά τους ανθρώπους που εμφανίζονται αυτοβούλως προκειμένου να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο.
Παράλληλα, επαναλαμβάνεται και η θέση ότι πρέπει να γίνεται “λελογισμένη χρήση της αυτόφωρης διαδικασίας σε περιπτώσεις ακραίας και προκλητικής φοροδιαφυγής”, καθώς όπως τονίζεται “η αυτόφωρη διαδικασία και καταδίκη στα συγκεκριμένα αδικήματα (φοροδιαφυγή μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο) δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά μέσο για την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων της πολιτείας”.
Αφορμή για την εγκύκλιο, που φέρει την υπογραφή του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νίκου Παντελή, στάθηκε αναφορά- διαμαρτυρία δικηγόρου για την παραπομπή 80χρονου οφειλέτη που, ενώ εμφανίστηκε με δική του πρωτοβουλία ενώπιον των διωκτικών αρχών, για να οδηγηθεί σε αυτόφωρο ή σε ρητή δικάσιμο, του φόρεσαν χειροπέδες.
Συγκεκριμένα, όπως σημειώνει ο κ. Παντελής, το άρθρο 275 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για σύλληψη σε περίπτωση αυτοφώρου πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με το ότι ο κανόνας είναι η προστασία της προσωπικής ελευθερίας (άρθρο 6 του Συντάγματος) και η στέρησή της η εξαίρεση, και επικαλούμενος την ΕΣΔΑ σημειώνει ότι η εφαρμογή της διαδικασίας πρέπει να γίνεται εφόσον υπάρχει σοβαρός λόγος που το επιβάλλει. Προσθέτει ότι με βάση τις ρυθμίσεις του ΚΠΔ, ειδικές αστυνομικές διατάξεις κλπ προβλέπεται ότι τα αρμόδια όργανα πρέπει να συμπεριφέρονται με κάθε δυνατή ευγένεια κατά τη σύλληψη, να μη μεταχειρίζονται βία παρά μόνο όταν υπάρχει ανάγκη, να τον δεσμεύουν εάν αντιστέκεται ή είναι ύποπτος φυγής, να ενεργούν με σύνεση αποφεύγοντας τραχύτητα φράσεων και ενέργειες που βλάπτουν την τιμή, υπόληψη και αξιοπρέπεια του συλληφθέντος.
Σημειώνει ότι στην πράξη οι υπαίτιοι ειδοποιούνται συχνά από τις διωκτικές αρχές και ορθά για τις φορολογικές τους εκκρεμότητες και τους παρέχεται εύλογη προθεσμία τακτοποίησης. Για όσους εξ αυτών βρίσκονται σε αδυναμία ή οι υποθέσεις τους δεν είναι δεκτικές τακτοποίησης και εμφανίζονται αυτοβούλως στις διωκτικές αρχές (κατά κανόνα αστυνομικές) θέτοντας εαυτούς στη διάθεσή τους για να ακολουθηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου, είναι προφανές ότι εκλείπουν οι προϋποθέσεις που επιβάλλουν αλλά και δικαιολογούν τη δέσμευση τους με χειροπέδες, αφού η αυτόβουλη εμφάνιση αποκλείει τον χαρακτηρισμό τους ως υπόπτων φυγής και δεν είναι συμβατή με πράξη αντίστασης.
Προσθέτει ότι στα πλαίσια προανάκρισης με εισαγγελική παραγγελία αστυνομικής προανάκρισης οι εισαγγελείς οφείλουν να ελέγχουν και τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του ΚΠΔ που δικαιολογούν τη δέσμευση των συλλαμβανομένων.
Στην εγκύκλιο ο κ. Παντελής επαναλαμβάνει τις θέσεις παλαιότερης εγκυκλίου του 2011 για λελογισμένη χρήση της αυτόφωρης διαδικασίας σε περιπτώσεις ακραίας και προκλητικής φοροδιαφυγής και προσθέτει ότι η αυτόφωρη διαδικασία και καταδίκη στα συγκεκριμένα αδικήματα (φοροδιαφυγή μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο) δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέσο για την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων της πολιτείας. Συμπληρώνει ότι από την τριετή εφαρμογή του 3943/2011 προκύπτει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών επέρχεται ανάκληση των παραγγελιών αυτόφωρης διαδικασίας, γεγονός που οφείλεται προδήλως στο ότι οι ειδοποιούμενοι για τις οικονομικές εκκρεμότητες σπεύδουν υπό την απειλή σύλληψης να τακτοποιήσουν την οφειλή, αλλά το ζήτημα είναι, προσθέτει, ότι μετά την ρύθμιση και καταβολή μιας ή δυο δόσεων οι ίδιοι λησμονούν τις υποχρεώσεις τους και επανέρχονται στο καθεστώς του οφειλέτη του Δημοσίου.