“Δεν αξίζει κανείς τίποτα όταν χαρακτηρίζεται παράνομος;”, διερωτάται σε άρθρο που δημοσιεύεται στον Guardian η ανταποκρίτρια της εφημερίδας Έλενα Σμιθ, αναφερόμενη στο περιστατικό με τους πυροβολισμούς κατά μεταναστών στη Μανωλάδα και την πρόσφατη δικαστική απόφαση με την οποία αθωώθηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι για την κύρια κατηγορία, που αφορούσε σε εμπορία ανθρώπων.
Η Σμιθ καταγράφει τη μαρτυρία ενός εργάτη στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας που έζησε τη δολοφονική επίθεση με πιστόλια τον Απρίλιο του 2013. “Όταν μας σημάδεψαν με τα όπλα, και ήμασταν περίπου 200 άτομα μαζεμένα σε εκείνο το σημείο, νομίζαμε ότι αστειεύονταν. Εξάλλου, δεν είχαμε πληρωθεί για πάνω από πέντε μήνες. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε όταν άρχισαν πράγματι να πυροβολούν”, διηγείται ο 33χρονος Τίπου Τσοουντχούρι.
Ο 33χρονος θυμάται τις σφαίρες να περνούν δίπλα από το δεξί του πόδι καθώς οι μπράβοι πυροβολούσαν αδιακρίτως. “Υποτίθεται ότι θα παίρναμε 22 ευρώ τη μέρα, μείον 3 ευρώ για φαγητό και 3 για το μέρος όπου μέναμε, αλλά κάθε βδομάδα μας έλεγαν ότι θα μας πληρώσουν την επόμενη εβδομάδα, και κάθε μήνα δε συνέβαινε ποτέ”, αναφέρει.
Όπως επισημαίνει, νωρίτερα εκείνη τη μέρα, ο ίδιος και άλλοι τρεις είχαν πάει να δούμε τον επικεφαλής της επιχείρησης στο γραφείο του στη Λάπα, "και είπαμε: “Κοιτάξτε, πρέπει να πληρωθούμε, γιατί χρειάζεται να στηρίξουμε τις οικογένειές μας στην πατρίδα”. Και είπε: “Μπορούμε να σας πληρώσουμε, αλλά πρέπει να πείτε στους άλλους να περιμένουν”. Είχαμε ήδη κατέβει σε απεργία δύο φορές και τότε αποφασίσαμε: Αυτό είναι, θα πάμε πίσω στον καταυλισμό και θα πούμε στους άλλους την αλήθεια”, σημειώνει.
Ο Λίντον Χαν, φίλος του 33χρονου, διηγείται πως ένα μήνα νωρίτερα οι μπράβοι είχαν πυροβολήσει και σκοτώσει τα δύο σκυλιά που φρόντιζαν στον καταυλισμό οι εργάτες, και τους είχαν απειλήσει ότι “έτσι θα κανονίσουμε κι εσάς”.
Τελικά, η απειλή πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2013. “Όταν άρχισαν να πυροβολούν και οι σφαίρες να πετούν τριγύρω, αρχίσαμε όλοι να ουρλιάζουμε και να κλαίμε, “βοήθεια, βοήθεια”, αλλά συνέχισαν να πυροβολούν και υπήρχε αίμα παντού, άνθρωποι ξαπλωμένοι με το πρόσωπο στο έδαφος σαν να ήταν νεκροί”, θυμάται ο Τσοουντχούρι.
Ο δικηγόρος που υπερασπίστηκε στο δικαστήριο τους εργάτες, ο Μωυσής Καραμπεγίδης, εξηγεί στον Guardian ότι “ακριβώς επειδή οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν κανένα κοινωνικό συμβόλαιο, με κανένα δικαίωμα ή προστασία, δεν μπορούσαν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη”. Μάλιστα, υποστηρίζει ότι και μόνο το γεγονός ότι η δίκη έγινε, με την υποστήριξη της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, και οι μετανάστες μπόρεσαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους σε μία χώρα όπου οι ξενοφοβικές επιθέσεις είναι συχνό φαινόμενο, είναι “μεγάλη υπόθεση”.