Tον Απρίλιο του 1956 άρχισαν συστηματικές ανασκαφές στην Αμφίπολη σ' ένα μεγάλο νεκροταφείο για να προστατευτεί η περιοχή από την αρχαιοκαπηλία.
"Πήρα την απόφαση να αρχίσω, παρά τις αδυναμίες, για να διασωθεί το καταπληκτικό πλήθος των κτερισμάτων. Ο τόπος ήταν γεμάτος σκάμματα και τομείς αρχαιοκαπήλων", περιγράφει, στο ημερολόγιό του, ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης την αναγκαιότητα της έναρξης ανασκαφών στην Αμφίπολη και την προστασία της περιοχής από την Αρχαιολογική Εταιρεία, προκειμένου να χαρακτηριστεί άμεσα τότε, αρχαιολογικός χώρος, έτσι ώστε να βάλει "φρένο" στους αρχαιοκάπηλους, που πρόλαβαν πριν από αυτόν να ξεκινήσουν τις "εκσκαφές" και να συλήσουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στο διάστημα μεταξύ 1992 - 1995 έγιναν επιχειρήσεις κλοπής αρχαιοτήτων από την Ελλάδα. Ανάμεσα τους η μεταφορά, το 1992, ενός χρυσού μακεδονικού στεφανιού, προϊόντος λαθρανασκαφής από την Αμφίπολη, αλλά και το λαθρεμπόριο 187 αρχαίων αντικειμένων που εντοπίστηκαν το 1994 στο Μπρίντιζι με την εμπλοκή των Ελλήνων μεταφορέων, Αχιλλέα Σακκά και Γιώργου Κλείδωνα.
Στο ίδιο πλαίσιο αποκαλύφθηκε ότι η υπόθεση αρχαιοκαπηλίας που ήρθε στο φως τον Σεπτέμβριο του 1993 στο ξενοδοχείο «Ελληνικό», ήταν συνδεδεμένη με το κύκλωμα Σάιμς – Μιχαηλίδη – Σαβόκα.
Οι έρευνες των διωκτικών αρχών έδειξαν ότι ένας Ιταλός έμπορος, ονόματι, Νίνο Σαβόκα, ο οποίος δρούσε στο Μπολτσάνο της Ιταλίας και το Μόναχο, "συγκέντρωνε" αρχαία από την Ελλάδα για λογαριασμό των Σάιμς και Μιχαηλίδη, οι οποίοι κινούσαν τα νήματα από τη βίλα τους στη Σχοινούσα.
Ο Ιταλός μάλιστα βρισκόταν σε συνεχή επαφή με Έλληνα παλαιοπώλη, ο οποίος αναλάμβανε να εντοπίσει τα σημεία, όπου προσφέρονταν για λαθροανασκαφή.
Τα πρώτα βήματα του κυκλώματος καταγράφονται στη λαθρεμπορία αρχαίου μακεδονικού χρυσού στεφανιού, το οποίο εντόπισε αγρότης στη διάρκεια λαθρανασκαφής στην Αμφίπολη, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Η πολαρόιντ και ο αγρότης...
Η ομάδα του Ιταλού, Σαβόκα, ήρθε άμεσα σε επαφή με τον αγρότη, ο οποίος είχε φωτογραφίσει με πολαρόιντ τον εαυτό του να φοράει το χρυσό στεφάνι, βλέποντας έτσι έναν καλό τρόπο για να κατοχυρώσει το πολύτιμο εύρημά του.
Το ταξίδι για το πολύτιμο εύρημα ξεκινάει, καθώς το χρυσό στεφάνι φτάνει στο Μόναχο, εκεί όπου ο Νίνο Σαβόκα διατηρούσε γκαλερί την εποχή εκείνη. Από εκεί καταλήγει στα χέρια δύο Ελλήνων του Μονάχου, οι οποίοι στη συνέχεια συνεργαζόμενοι με έναν Σέρβο προσπάθησαν να το προωθήσουν σε Έλληνα ζωγράφο που κατοικούσε στη γερμανική πόλη. Ο ζωγράφος, ο οποίος σήμερα μένει στο Μαρούσι και ταξιδεύει συχνά στη Γαλλία, είπε 'όχι' στην παράνομη συναλλαγή.
Ο ζωγράφος που αρνήθηκε τη... στέψη
Το τελευταίο βήμα γράφεται όταν ο ίδιος ο ζωγράφος που αρνήθηκε να αποκτήσει το πολύτιμο εύρημα σύστησε τους αρχαιοκαπήλους, οι οποίοι απευθύνθηκαν σε Αυστριακό διακινητή αρχαίων, ο οποίος είχε έδρα την Ελβετία. Το όνομα αυτού, Κροστόφ Λεόν.
Η διαδρομή καταλήγει στη 'μεταφορά' του στεφανιού στο Μουσείου Γκετί των Ηνωμένων Πολιτειών. Χαρακτηριστικά είναι τα έγγραφα που έχει στα χέρια της η Ελληνική Αστυνομία. Στη συναλλαγή, όπως αναφέρεται, συμμετείχε και ένας Γερμανός ιδιώτης, ο Μάλφρεντ Ντέλιτς μέσω της εταιρείας «Price Tipr GMBH». Ο Γερμανός, ο οποίος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη συναλλαγή απεβίωσε δύο χρόνια αργότερα αργότερα.
Το ταξίδι στις ΗΠΑ
Η δικογραφία που σχηματίστηκε από τις ελληνικές εισαγγελικές αρχές είναι σαφής: Το στεφάνι αγοράστηκε τον Ιούλιο του 1993 αντι ενός εκατομμύριου 150.000.000, από το μουσείο Γκετί. Οι ενέργειες του ελληνικού υπουργείου πολιτισμού όμως βοήθησαν στον επαναπατρισμό του το 2007.
Μετά τον επαναπατρισμό του, το ανεκτίμητο εύρημα εκτίθεται στις προθήκες του μουσείου της Αμφίπολης, μαζί με ένα ακόμα σπάνιο χρυσό στεφάνι ελιάς.
Σημειώνεται παράλληλα ότι το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης διαθέτει 22 χρυσά μακεδονικά στεφάνια, συλλογή που θεωρείται η πλουσιότερη παγκοσμίως.