Την αποκλειστική ευθύνη για τη δολοφονία του γιου του, καθώς και για όλες τις κατηγορίες που του αποδίδονται γύρω από αυτήν (παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, εμπρησμός, περιύβριση νεκρού), αναλαμβάνει με το απολογητικό υπόμνημα που κατέθεσε στον ανακριτή ο 39χρονος πατέρας από το Άστρος Κυνουρίας, επιχειρώντας να “καθαρίσει” τους συγκατηγορουμένους συγγενείς του από τις κατηγορίες αυτές.
Ο ίδιος δηλώνει συγκλονισμένος από τις πράξεις του και εκφράζει την ντροπή και την οδύνη του, σημειώνοντας πως διέπραξε το έγκλημα εν βρασμώ ψυχής.
Στο υπόμνημά του, ο πατέρας του 39χρονου υποστηρίζει ότι ο γιος του ήταν ψυχικά άρρωστος, έβριζε και χτυπούσε τον ίδιο και τα άλλα μέλη της οικογένειας και εκτόξευε απειλές σε βάρος της ζωής των παιδιών των αδελφών του, “για τα οποία έλεγε ότι θα τα σφάξει ένα-ένα”, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.
“Το πλέον σοβαρό γεγονός συνέβη το περασμένο Πάσχα, όταν ο γιος μας, εισελθών κρυφά στο σπίτι, μας αιφνιδίασε, μας έδεσε και μας κτυπούσε απάνθρωπα, ενώ συγχρόνως με μια βιντεοκάμερα βιντεοσκοπούσε το συμβάν”, αναφέρεται επίσης στο υπόμνημα, με τον πατέρα να ζητά να γίνει έρευνα στο σπίτι του γιου του για να βρεθεί η εν λόγω βιντεοκασέτα.
Για τη μέρα του φονικού, ο πατέρας αναφέρει ότι το πρωί ο γιος του τον πήρε τηλέφωνο και του είπε πως θα ερχόταν να τον “τακτοποιήσει”. Όταν το μεσημέρι έφτασε στο σπίτι, όπου βρισκόταν μόνος ο πατέρας του, άρχισε να σπρώχνει και να κλωτσά την πόρτα, ενώ πέταξε και μία γλάστρα προς το μέρος του πατέρα του, ο οποίος, όπως αναφέρει, “εκείνη τη στιγμή υπέστην μια έντονη διατάραξη της συνειδήσεως μου, που την επέφερε η απότομη και αιφνίδια υπερδιέγερση του συναισθήματος του φόβου, του πανικού αλλά και της οργής [...]. Υπό το κράτος αυτών των συναισθημάτων, τα οποία με κυρίευσαν πλήρως και μου θόλωσαν την κρίση, αποφάσισα να πάρω το δίκαννό μου στα χέρια, πυροβόλησα με αυτό το Γιάννη και τον πέτυχα. Ήταν τέτοια η ένταση των συναισθημάτων και η θόλωση του μυαλού μου που, ενώ ο γιος μου ήταν χτυπημένος στο έδαφος και αναίσθητος, εγώ τον πλησίασα και τον πυροβόλησα και στα πόδια, για να μη σηκωθεί, μολονότι ήταν φανερό ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί”.
Από την πλευρά της, η μητέρα του 39χρονου στο υπόμνημά της αρνείται την κατηγορία της απλής συνέργειας που της αποδίδεται, υποστηρίζοντας πως δεν υπάρχει κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο σε βάρος της που να δικαιολογεί την απόδοση μιας τόσο σοβαρής κατηγορίας. Αναφέρει εξάλλου πως η ίδια πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί πολύ αργότερα, το βράδυ του Δεκαπενταύγουστου, όταν στο σπίτι έφτασαν περιπολικά και οι αστυνομικοί ανήγγειλαν ότι το αυτοκίνητο του γιου της είχε βρεθεί καμμένο.
Υπενθυμίζεται ότι ο πατέρας του 39χρονου κρίθηκε προφυλακιστέος μετά από την απολογία του στον ανακριτή, ενώ η μητέρα του θύματος αφέθηκε ελεύθερη με χρηματική εγγύηση 6.000 ευρώ.
Την αποκλειστική ευθύνη για τη δολοφονία του γιου του, καθώς και για όλες τις κατηγορίες που του αποδίδονται γύρω από αυτήν (παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, εμπρησμός, περιύβριση νεκρού), αναλαμβάνει με το απολογητικό υπόμνημα που κατέθεσε στον ανακριτή ο 39χρονος πατέρας από το Άστρος Κυνουρίας, επιχειρώντας να “καθαρίσει” τους συγκατηγορουμένους συγγενείς του από τις κατηγορίες αυτές.
Ο ίδιος δηλώνει συγκλονισμένος από τις πράξεις του και εκφράζει την ντροπή και την οδύνη του, σημειώνοντας πως διέπραξε το έγκλημα εν βρασμώ ψυχής.
Στο υπόμνημά του, ο πατέρας του 39χρονου υποστηρίζει ότι ο γιος του ήταν ψυχικά άρρωστος, έβριζε και χτυπούσε τον ίδιο και τα άλλα μέλη της οικογένειας και εκτόξευε απειλές σε βάρος της ζωής των παιδιών των αδελφών του, “για τα οποία έλεγε ότι θα τα σφάξει ένα-ένα”, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.
“Το πλέον σοβαρό γεγονός συνέβη το περασμένο Πάσχα, όταν ο γιος μας, εισελθών κρυφά στο σπίτι, μας αιφνιδίασε, μας έδεσε και μας κτυπούσε απάνθρωπα, ενώ συγχρόνως με μια βιντεοκάμερα βιντεοσκοπούσε το συμβάν”, αναφέρεται επίσης στο υπόμνημα, με τον πατέρα να ζητά να γίνει έρευνα στο σπίτι του γιου του για να βρεθεί η εν λόγω βιντεοκασέτα.
Για τη μέρα του φονικού, ο πατέρας αναφέρει ότι το πρωί ο γιος του τον πήρε τηλέφωνο και του είπε πως θα ερχόταν να τον “τακτοποιήσει”. Όταν το μεσημέρι έφτασε στο σπίτι, όπου βρισκόταν μόνος ο πατέρας του, άρχισε να σπρώχνει και να κλωτσά την πόρτα, ενώ πέταξε και μία γλάστρα προς το μέρος του πατέρα του, ο οποίος, όπως αναφέρει, “εκείνη τη στιγμή υπέστην μια έντονη διατάραξη της συνειδήσεως μου, που την επέφερε η απότομη και αιφνίδια υπερδιέγερση του συναισθήματος του φόβου, του πανικού αλλά και της οργής [...]. Υπό το κράτος αυτών των συναισθημάτων, τα οποία με κυρίευσαν πλήρως και μου θόλωσαν την κρίση, αποφάσισα να πάρω το δίκαννό μου στα χέρια, πυροβόλησα με αυτό το Γιάννη και τον πέτυχα. Ήταν τέτοια η ένταση των συναισθημάτων και η θόλωση του μυαλού μου που, ενώ ο γιος μου ήταν χτυπημένος στο έδαφος και αναίσθητος, εγώ τον πλησίασα και τον πυροβόλησα και στα πόδια, για να μη σηκωθεί, μολονότι ήταν φανερό ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί”.
Από την πλευρά της, η μητέρα του 39χρονου στο υπόμνημά της αρνείται την κατηγορία της απλής συνέργειας που της αποδίδεται, υποστηρίζοντας πως δεν υπάρχει κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο σε βάρος της που να δικαιολογεί την απόδοση μιας τόσο σοβαρής κατηγορίας. Αναφέρει εξάλλου πως η ίδια πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί πολύ αργότερα, το βράδυ του Δεκαπενταύγουστου, όταν στο σπίτι έφτασαν περιπολικά και οι αστυνομικοί ανήγγειλαν ότι το αυτοκίνητο του γιου της είχε βρεθεί καμμένο.