Να ανοίξει εκ νέου ο φάκελος του ναυαγίου στο Φαρμακονήσι, στις 20/1/2014, με 11 νεκρούς, οκτώ παιδιά και τρεις γυναίκες από το Αφγανιστάν, ζητούν οι συγγενείς τους προκειμένου «να αποδοθεί δικαιοσύνη» μετά την απόφαση του Ναυτοδικείου Πειραιά να θέσει τη δικογραφία στο αρχείο.
«Ζητούμε να ξαναρχίσουν οι έρευνες. Οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για τον θάνατο των αγαπημένων μας πρέπει να λογοδοτήσουν» αναφέρουν οι οικογένειες των θυμάτων, σε κοινή ανακοίνωσή τους. «Θέλουμε τη στήριξη της ελληνικής και της ευρωπαϊκής κοινωνίας για να ανοίξει και πάλι ο φάκελος. Θέλουμε δικαιοσύνη» τόνισε ο Εσανουλά Σάφι, του οποίου τα τέσσερα παιδιά και η σύζυγος πνίγηκαν στο ναυάγιο.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, που παραχώρησε σήμερα η Ομάδα Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών, τονίστηκε ότι «η επιλογή του εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιά να τεθεί στο αρχείο η δικογραφία ως προς τη διερεύνηση των ευθυνών των λιμενικών για την πρόκληση του ναυαγίου, καθώς και για την καταγγελθείσα από τους διασωθέντες κακομεταχείριση που υπέστησαν στο Φαρμακονήσι, αγνοώντας τις εγκλήσεις των παθόντων και τις αναλυτικές μαρτυρίες τους, υπονομεύει το δικαίωμά τους να ζητούν έννομη προστασία και καταστρατηγεί θεμελιώδη δικαιώματα και εγγυήσεις υπέρ του θύματος στο πλαίσιο την ποινικής δίκης».
Για δυσάρεστη εξέλιξη έκανε λόγο το μέλος της Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών, Ελένη Σπαθανά, σημειώνοντας ότι όταν υπάρχει ένα ναυάγιο με 11 θύματα, τα περισσότερα παιδιά, είναι υποχρεωτική η έρευνα για τις συνθήκες του από τις αρμόδιες Αρχές. «Με δυσάρεστη έκπληξη καταγράφουμε ότι η έρευνα αυτή δεν έλαβε χώρα όπως θα έπρεπε και η κατάληξή της γεννά σοβαρά ερωτήματα για τη μεταχείριση αλλά και τον σκοπό που εξυπηρετεί» ανέφερε. Εκείνο το βράδυ «δεν τηρήθηκε κανένας κανόνας έρευνας και διάσωσης ανθρώπων στη θάλασσα. Το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης που είναι υπεύθυνο στην Ελλάδα δεν ενεργοποιήθηκε παρά μετά τη βύθιση του πλοίου» υποστήριξε η κ. Σπαθανά. Όπως υπογράμμισε «σε μία κλασική περίπτωση σκάφους που βρίσκεται σε κίνδυνο, όπως στην προκειμένη, δεν ενεργοποιήθηκε κανένας από τους μηχανισμούς έρευνας και διάσωσης στον ελληνικό χώρο και γι' αυτό δεν έγινε καμία απολύτως διερεύνηση. Ζητάμε την απάντηση από τη δικαιοσύνη». Επίσης, προανήγγειλε ακόμη και προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Σύμφωνα με το μέλος του Εθνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, Μαρία Παπαμηνά, ο «εισαγγελέας στην Πράξη του επικεντρώνεται και λαμβάνει υπ όψιν του μόνο το κανονιστικό πλαίσιο, που ρυθμίζει τα θέματα της προστασίας των θαλάσσιων συνόρων της χώρας και της παράνομης μετανάστευσης, για τα οποία έχει αρμοδιότητα η Διεύθυνση Προστασίας Θαλασσίων Συνόρων και δεν λαμβάνει υπ' όψιν του τους κανόνες που ισχύουν στο διεθνές και ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο για την έρευνα και τη διάσωση. Ως προς το θέμα της επαναπροώθησης, αγνοεί παντελώς σχετικές αναφορές, καταγγελίες διεθνών οργανισμών και οργανώσεων αλλά και τις δηλώσεις του υπουργού Ναυτιλίας σχετικά με τις αποτροπές, για τις οποίες επιχαίρει. Παραβλέπονται, επίσης, πολλές αντιφάσεις σχετικά με τον χρόνο εντοπισμού του σκάφους από τους λιμενικούς και τους στρατιωτικούς στο Φαρμακονήσι, καθώς υπάρχει ακόμη και διάσταση μιάμισης ώρας. Επίσης, οι αντιφάσεις δεν προκύπτουν από τα ηλεκτρονικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν εκείνο το βράδυ γιατί δεν υπάρχει καταγραφή, αλλά από τις καταθέσεις των ίδιων των λιμενικών» τόνισε.
Εξάλλου, η Κλειώ Παπαπαντολέων, από την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στάθηκε στις μαρτυρικές καταθέσεις των επιζώντων που δόθηκαν στο λιμεναρχείο της Λέρου αμέσως μετά το ναυάγιο. «Στην εισαγγελική Πράξη αξιολογούνται ως αξιόπιστες και ταυτόσημες με τις καταθέσεις των λιμενικών, οι καταθέσεις που δόθηκαν στο λιμεναρχείο της Λέρου, αμέσως μετά τα δραματικά γεγονότα. Όμως, όπως επισημαίνεται, στη διαδικασία παρενέβαιναν παρένθετα πρόσωπα, χρησιμοποιήθηκαν διερμηνείς που δεν μιλούσαν τη γλώσσα των διασωθέντων, γίνεται λόγος για προβληματική διαδικασία, ενώ και ο ίδιος ο εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη κατά των διενεργησάντων την προανάκριση λιμενικών υπαλλήλων στη Λέρο, διατάσσοντας τη διενέργεια κύριας ανάκρισης για παράβαση καθήκοντος και ψευδείς βεβαιώσεις» τόνισε.
Η Γιάννα Κούρτοβικ, από το Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών, έκανε λόγο για τεράστια επιχείρηση συγκάλυψης, προκειμένου να καλυφθούν όσοι ευθύνονται για τον πνιγμό 11 ανθρώπων. Η κ. Κούρτοβικ υπογράμμισε: «Στην εισαγγελική Πράξη παραβλέπεται εντελώς το γεγονός ότι από το Λιμεναρχείο Λέρου έχουν αποσταλεί δύο σήματα, εκ των οποίων το δεύτερο χαρακτηρίζεται ως "ορθή επανάληψη" του πρώτου και με το οποίο αλλοιώνονται τα στοιχεία σχετικά με τον χρόνο εξέλιξης του περιστατικού και η περιγραφή των γεγονότων». Όπως σημείωσε, από το υλικό της δικογραφίας, την ίδια την Πράξη του εισαγγελέα και τα Πρακτικά της Βουλής στις 29/1/2014, προκύπτει ότι στο Φαρμακονήσι έγινε μία επιχείρηση «προστασίας συνόρων» δηλαδή αποτροπής και επαναπροώθησης και όχι διάσωσης, αφού μόνο μετά τη βύθιση του σκάφους και αφού, ήδη, είχαν επιβιβασθεί στο σκάφος του Λιμενικού οι διασωθέντες, ενημερώθηκε το αρμόδιο Κέντρο Διάσωσης.
Το γεγονός ότι η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών δεν εκλήθη στη διαδικασία διεξαγωγής της έρευνας σχετικά με το ναυάγιο, υπογράμμισε ο επικεφαλής του γραφείου της ΥΑ του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, Γιώργος Τσαρμπόπουλος, τονίζοντας ότι οι μαρτυρίες των επιζώντων μετά τις πρώτες ώρες του ναυαγίου σε εκπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας, έγιναν πριν από τις καταθέσεις στο λιμεναρχείο της Λέρου και ταυτίζονται με εκείνες που ακολούθησαν στην Αθήνα. Όπως αναφέρεται στο σχετικό ενημερωτικό σημείωμα της συνέντευξης Τύπου «η Πράξη του εισαγγελέα αποκρούει ως αναξιόπιστες τις μαρτυρίες των επιζήσαντων στην Ύπατη Αρμοστεία, οι οποίες περιγράφουν τους εγκληματικά επικίνδυνους χειρισμούς των λιμενικών, που οδήγησαν στην ανατροπή του σκάφους τους και στον άδικο χαμό των ανθρώπων τους».
Τη συνέντευξη Τύπου συντόνισε η Βίκυ Τσιπουρά, από το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες.