Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο του Μάνου Χατζηδάκι "Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό" που το έγραψε το 1980 στη Μελβούρνη, δημοσιεύει η ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, διανοούμενου και ποιητή.
Αυτούσιο το κείμενο αυτό έχει ως εξής:
"Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του ‘25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες.
Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ’ την Κρήτη. Με φέραν το ‘31 στην Αθήνα απ’ όπου έλαβα την Αττική παιδεία - όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.
Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν’ αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.
Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ’ απομάκρυναν απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή - σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.
Ταξίδεψα πολύ. Κ’ αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.
Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια - δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής, - μέσ’ απ’ τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.
To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρισήμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.
Εξόφλησα τα χρέη μου το ‘72 κι’ επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα "Πολύτροπο". Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε "Μεταπολίτευση" με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το "Πολύτροπο", μ’ ένα παθητικό περίπου πάλι των τρισήμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.
Κι’ έτσι απ’ το ‘75 αρχίζει μια διάσημη "εποχή μου" που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε ή υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσιμο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ’ αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω "ακριβές καφενειακές ιδέες" πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν "κατά κράτος". Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.
Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:
Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι’ όχι εγώ.
Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.
Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω "εις τον διάβολον" - πού λένε - κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.
Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα,
τους εύκολα "επώνυμους" πολιτικούς και καλλιτέχνες,
τους εφησυχασμένους συνομήλικους,
την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία
την πάσα λογής χυδαιότητα
καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.
Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη "υψηλού πάθους". Γι’ αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΙΖΔΑΚΗΣ
Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980".