Συνταγματικό και νόμιμο ήταν το κλείσιμο της ΕΡΤ πριν από περίπου ένα χρόνο, όπως έκρινε με πλειοψηφία 15 υπέρ και 10 κατά η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Σύμφωνα με την υπ΄ αριθμ. 1901/2014 απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε, οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν, επίσης, ότι οι απολύσεις των 2.915 εργαζομένων στην ΕΡΤ δεν υπάγονται στο νόμο για τις ομαδικές απολύσεις.
Όπως αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, από τον Ιούλιο του 2011, σύμφωνα με το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδος, οι σταθμοί δημόσιας τηλεόρασης περιελήφθησαν στον σχεδιασμό κατάργησης, συγχώνευσης ή εξυγίανσης «μη απαραίτητων δημοσίων φορέων», καθώς επίσης και ότι από το Σύνταγμα «δεν προκύπτει ότι επιβάλλεται η λειτουργία δημόσιου φορέα ραδιοτηλεοράσης».
Στη δικαστική απόφαση υπογραμμίζεται ότι ο νομοθέτης «έχει την ευχέρεια, συνεκτιμώντας την οικονομική δυνατότητα του κράτους σε κάθε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να επιλέξει αν, με κριτήριο την αποτελεσματική εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών για την ραδιοτηλεόραση, είναι αναγκαίο και δυνατό να ιδρυθεί δημόσιος φορέας ραδιοτηλεόρασης».
Πάντως, προσθέτουν οι δικαστές, «σε περίπτωση κατά την οποία επιλεγεί η ίδρυση δημόσιου φορέα ραδιοτηλεόρασης, σύμφωνα με το Σύνταγμα αυτός επιβάλλεται να έχει πλουραλιστική δομή, να οργανώνεται με τρόπο που αποτρέπει κυβερνητικές και κομματικές επιρροές και λειτουργεί αυστηρά με βάση της αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της πολυφωνίας».
Όπως τονίζει στην απόφαση της η Ολομέλεια, η κατάργηση της ΕΡΤ έγινε, πέραν των δημοσιονομικών λόγων, με σκοπό να ιδρυθεί νέος φορέας δημόσιας τηλεόρασης, σύμφωνα με το νόμο 4173/2013, ενώ μέχρι τη λειτουργία του νέου φορέα, άρχισε να λειτουργεί μεταβατικός φορέας δημόσιας τηλεόρασης.
Οι δέκα σύμβουλοι, οι οποίοι διαφώνησαν, είχαν την άποψη ότι το «μαύρο» στην ΕΡΤ ήταν αντισυνταγματικό.
Ειδικότερα, η μειοψηφία των 10 αναφέρει ότι «ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να καταργήσει το φορέα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και δη επ΄ αόριστον». Μάλιστα, προσθέτουν οι δέκα, «η υποχρέωση αυτή του νομοθέτη, συναπτόμενη και με την τήρηση της αρχής της συνεχούς λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας, καθίσταται ακόμη εντονότερη στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του ότι οι ιδιωτικοί φορείς ραδιοτηλεόρασης λειτουργούν παρανόμως μέχρι σήμερα με την ανοχή της Πολιτείας».
Σε άλλο σημείο η μειοψηφία αναφέρει ότι «με βάση την ήδη εικοσαετή λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα, αλλά και με βάση τα διεθνή δεδομένα, οι ιδιωτικοί αυτοί φορείς προσφέρουν συχνά ένα πολύ χαμηλού επιπέδου ραδιοτηλεοπτικό προϊόν, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι ο εύκολος εντυπωσιασμός η πολιτική ένδεια και η αύξηση με κάθε δυνατό τρόπο της ακροαματικότητας, σε βάρος της ποιότητας και της αντικειμενικότητας, αλλά και της νηφαλιότητας της παρεχόμενης πληροφόρησης».
Συνεχίζουν οι 10 σύμβουλοι Επικρατείας, ότι «με την επικρατούσα μάλιστα τάση δημιουργίας όλο και περισσότερο μονοπωλιακών καταστάσεων στον χώρο επιτυγχάνεται η πλήρης χειραγώγηση των πολιτών και η μετατροπή τους σε απλούς καταναλωτές πληροφοριών και μηνυμάτων».
Μάλιστα, υπογραμμίζει η μειοψηφία, «η αναγκαιότητα της υποχρεωτικής κατά το Σύνταγμα ύπαρξης μιας τέτοιας δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας έχει καταστεί σήμερα ακόμη πιο έντονη απ΄ ότι κατά τον χρόνο θεσπίσεως της επίμαχης, διότι με την λειτουργία του διαδικτύου, το οποίο κατά κοινή πείρα διακινεί πάσης φύσεως πληροφορίες, απόψεις, ακόμη και τις πιο αντίθετες στις αξίες του ανθρώπου και στις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος και ειδήσεις κακόβουλες προδήλως ανακριβείς ή παραπλανητικές, έχει δημιουργηθεί σε πολλούς πολίτες πλήρη σύγχυση οφειλόμενη στην αδυναμία κριτικής αξιολόγησης και ταξινόμησης αυτής της πλημμυρίδας πληροφοριών».
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ομόφωνα έκρινε ότι τόσο ο νόμος για τις ομαδικές απολύσεις (Ν. 1387/19830), όσο και η Ευρωπαϊκή οδηγία 75/129/ΕΟΚ που αφορά και πάλι τις ομαδικές απολύσεις, δεν καταλαμβάνει εργαζόμενους «που απασχολούνται σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου που ασκούν δημόσια εξουσία».
Κατά συνέπεια, τονίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας, οι νομοθετικές διατάξεις «περί ελέγχου των ομαδικών απολύσεων δεν εφαρμόζονται στο προσωπικό που απασχολείται σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, που ασκούν δημόσια εξουσία εξυπηρετώντας δημόσιο σκοπό».