Ένα φλέγον κοινωνικό ζήτημα είναι αυτό της ευθανασίας, ένα ζήτημα με προεκτάσεις ιατρικές, κοινωνικές, νομικές και θρησκευτικές.
Η λέξη «ευθανασία» ετυμολογικά σημαίνει τον καλό θάνατο αλλά, επί της ουσίας, εννοούμε τον ανώδυνο θάνατο που προκαλείται ή επισπεύδεται με τη χρήση ιατρικών μέσων, όταν δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας.
Το Βέλγιο έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο που νομιμοποιεί την ευθανασία χωρίς ηλικιακά όρια. Παιδιά που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο μιας ασθένειας και υποφέρουν, θα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν ευθανασία. Πολλοί είναι αυτοί όμως που επισημαίνουν έντονα ότι, δεν είναι δυνατόν ένα παιδί να πάρει τέτοια κρίσιμη απόφαση.
Σε άλλες οκτώ χώρες στον κόσμο, η ευθανασία είναι νόμιμη για παιδιά ηλικίας από 12 ετών και πάνω και μόνο αν δώσουν τη συγκατάθεσή τους οι γονείς. Οι γονείς- κηδεμόνες, γιατροί και ψυχολόγοι απαιτείται να έχουν συμφωνήσει, προτού ληφθεί η σχετική απόφαση.
Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν υπάρχει εξειδικευμένη νομοθεσία, συνεπώς το αξιόποινο της ευθανασίας κρίνεται με βάση τους γενικούς κανόνες για την ανθρωποκτονία με δόλο και τη συμμετοχή σε αυτοκτονία.
Ο νόμος είναι εξαιρετικά σαφής στο άρθρο 300 του Ποινικού Κώδικα όπου προβλέπεται φυλάκιση.
Όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι` αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια, τιμωρείται με Φυλάκιση.
Για Συμμετοχή σε αυτοκτονία - Άρθρο 301 ΠΚ (Ποινικού Κώδικα)
Όποιος με πρόθεση κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατ` αυτήν, τιμωρείται με Φυλάκιση.
Η ποινική αντιμετώπιση της κάθε μορφής ευθανασίας εξαρτάται από τον τρόπο που οδηγούν στο αποτέλεσμα του θανάτου, τον τρόπο που εκδηλώνεται η συμπεριφορά του υπαιτίου (με πράξη ή με παράλειψη), αλλά και τη συμπεριφορά του θύματος απέναντι στη συμπεριφορά του δράστη. Στο πλαίσιο αυτό, άλλες μορφές ευθανασίας θεωρούνται στο δίκαιό μας ανεκτές ή δικαιολογημένες και άλλες παραμένουν σε κάθε περίπτωση εντελώς άδικες.
Η ευθανασία από νομικής άποψης θα πρέπει να έχει συγκεκριμένη και εξειδικευμένη αντιμετώπιση, κυρίως διότι ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να διαχειρίζεται τη ζωή του, όπως αυτός κρίνει. Κατ' επέκταση, και η απόφαση του να θέσει τέρμα στην ζωή του αποτελεί ακριβώς μια πράξη "αυτοδιάθεσης", αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησής του.
Εξάλλου, η ζωή πολλών ασθενών, που δεν αντιδρούν και δεν έχουν καμία αίσθηση του περιβάλλοντός τους και δεν έχουν καμία πιθανότητα να επανέλθουν, θεωρείται μαρτυρική για αυτούς, οπότε θεωρείται ότι η ευθανασία απαλλάσσει τον ασθενή από τη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλές αμφιβολίες και ανασφάλεια για το κατά πόσο ένας ασθενής που βρίσκεται σε ψυχική αναστάτωση και διανοητική σύγχυση λόγω των πόνων και της κατάστασης της υγείας του, έχει τη νηφαλιότητα και την σαφή και ελεύθερη βούληση να λάβει την απόφαση να θέσει τέρμα στη ζωή του.
Οι αφόρητοι πόνοι και η αβάστακτη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία που ταλανίζουν έναν ασθενή έχουν εξασθενήσει τις ψυχικές αντοχές του και την υπομονή του και είναι αναμενόμενο να αποζητά επίμονα την θανάτωσή του.
Πώς όμως γνωρίζουμε ότι πρόκειται σίγουρα για μία ανίατη ασθένεια η οποία μόνο πόνο και μαρτύριο φέρει στη ζωή του ασθενούς; Ποιος μπορεί να αναλάβει την ευθύνη ότι δεν πρόκειται για μία ασθένεια που μπορεί να ιαθεί προϊόντος του χρόνου και με την πρόοδο της ιατρικής επιστήμης; Μήπως τελικά αυτή η θανάτωση λόγω των ικεσιών ενός ασθενούς που πονά αβάστακτα, συνιστά τελικά όντως ανθρωποκτονία;
Ενδείκνυται να βρεθεί η χρυσή τομή ως προς την επίλυση αυτού του πολύπλοκου προβλήματος.
Θα μπορούσε κανείς να αποδεχθεί την πράξη της ευθανασίας υπό άκρως εξειδικευμένες και σαφέστατα αυστηρές προϋποθέσεις και φυσικά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες είναι ιατρικώς αποδεδειγμένο ότι η ασθένεια είναι ανίατη και η συνέχιση της ζωής είναι ανούσια και μαρτυρική, όπως σε περιπτώσεις πλήρους εγκεφαλικής παράλυσης.
Το θέμα της ευθανασίας αποτελεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα με νομικές, ιατρικές, κοινωνικές και θρησκευτικές προεκτάσεις. Πρέπει να εξετασθούν ζητήματα όπως αυτά της Ιατρικής Δεοντολογίας σε περίπτωση ευθανασίας, πρέπει να εξετασθούν οι συνέπειες που η ευθανασία έχει στο κοινωνικό σύνολο και ιδίως στην οικογένεια αυτού που τερματίζει τη ζωή του με ευθανασία. Επίσης, πρέπει να εξετασθεί το πλέγμα των συνεπειών του νόμου από τη διάπραξη της ευθανασίας.
Και βέβαια υπάρχει και η πολύ σημαντική θρησκευτική – θεολογική διάσταση του θέματος της ευθανασίας. Δηλαδή, μπορεί κανείς ν΄αφαιρεί μία ανθρώπινη ζωή; Αυτό από πολλούς θεωρείται ύβρις. Από την άλλη πλευρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα πρέπει να επιτρέπεται, αλλά θα πρέπει σε αυτή την περίπτωση να καθιερωθεί εκείνο το εξειδικευμένο νομικό οπλοστάσιο που θα προστατεύει ασθενείς και άλλους ανθρώπους (όπως ιατρούς, ιατρικό προσωπικό και συγγενείς ασθενούς) από αυθαίρετες και ανεξέλεγκτες πράξεις ευθανασίας.
Πρόκειται για την ζωή, το υπέρτατο ανθρώπινο αγαθό, δοθέν από το Θεό και για αυτό ακριβώς το λόγο η αφαίρεση του ανώτερου ανθρώπινου αγαθού, θα πρέπει να έχει έρεισμα μόνο σε εξειδικευμένο και αυστηρό νομικό πλαίσιο και να λαμβάνει χώρα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Προς το παρόν στην χώρα μας το δίκαιο καταδικάζει την αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου έστω και από οίκτο, έστω και αν αυτός το ζητήσει επίμονα λόγω αφόρητων πόνων και μαρτυρικής σωματικής κατάστασης.