Αντισυνταγματικές έκρινε, με δύο αποφάσεις του, το Μισθοδικείο τις μειώσεις των αποδοχών των δικαστών, καθώς επίσης έκρινε ότι το 25% του εισοδήματος των δικαστών πρέπει να είναι αφορολόγητο, όπως είναι και στους βουλευτές. Κατόπιν αυτών, οι αποδοχές των δικαστών επανέρχονται στο καθεστώς προ του δευτέρου Μνημονίου (Ιούλιος 2012).
Συγκεκριμένα, από το Μισθοδικείο κρίθηκε ότι οι συνεχείς μειώσεις των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που έγιναν τα τελευταία χρόνια και η υποχρέωση αναδρομικής επιστροφής αποδοχών τους που νόμιμα είχαν εισπράξει, αντιβαίνει στα άρθρα 26, 87 και 88 του Συντάγματος.
Το Μισθοδικείο επισημαίνει ότι το άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες. Ειδικά δε, για τη δικαστική λειτουργία καθιερώνεται η ανεξαρτησία της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο, που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες.
Μάλιστα, εγγύηση προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής θεωρείται, κατά την έννοια του άρθρου 26 του Συντάγματος, και η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, την οποία το Σύνταγμα καθιερώνει ευθέως και ρητώς στο άρθρο 88 παράγραφος 2, επιτάσσοντας τη χορήγηση σε αυτούς αποδοχών, οι οποίες πρέπει πάντοτε να είναι ανάλογες προς το λειτούργημά τους, συνεχίζει η απόφαση.
Συνεπώς -συνεχίζει το Μισθοδικείο- οι αποδοχές των δικαστών πρέπει όχι μόνον να είναι τουλάχιστον ίσες προς τις αποδοχές των αντιστοίχων προς τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, αλλά και επαρκείς να εξασφαλίσουν “την αξιοπρεπή διαβίωση των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή την διαβίωσή τους κατά τρόπο συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματος που ασκούν και της αποστολής τους”.
Παράλληλα, το Μισθοδικείο επισημαίνει ότι η μεταβολή του μισθολογικού καθεστώτος των δικαστικών, με μείωση των αποδοχών τους, ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση που η μείωση αυτή είναι τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως, που να επιφέρει πράγματι ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει αφ' ενός μεν χωρίς να συντρέχει σοβαρός λόγος δημοσίου συμφέροντος και αφ' ετέρου χωρίς να προκύπτει από συγκεκριμένα στοιχεία ότι η μείωση αυτή είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού του δημοσίου συμφέροντος και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από άλλα μέτρα.
Κατόπιν αυτών, στην απόφαση υπογραμμίζεται ότι οι αναδρομικές μειώσεις των αποδοχών των δικαστικών που έγιναν στο πλαίσιο της μνημονιακής νομοθεσίας, “αντίκεινται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και στις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, με την χορήγηση σε αυτούς αποδοχών ανάλογων προς το κύρος και την αποστολή του λειτουργήματός τους”.
Φοροαπαλλαγή δικαστών
Εξάλλου, με άλλη απόφαση του Μισθοδικείου κρίθηκε ότι οι δικαστές δικαιούνται φοροαπαλλαγή 25% επί των ακαθαρίστων αποδοχών τους, όπως και οι βουλευτές.
Αναλυτικότερα, το Μισθοδικείο, αφού επαναλαμβάνει ότι το Σύνταγμα καθιερώνει την αρχή της διακρίσεως των τριών εξουσιών και εξασφαλίζει την ανεξαρτησία των δικαστών, κ.λπ., σημειώνει ότι οι αποδοχές των τριών αυτών εξουσιών πρέπει να είναι ισότιμες και να έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση, ανεξάρτητα εάν αυτή είναι ιδιαίτερη, ενώ η πρόβλεψη του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ αναθεωρητικής Βουλής με την οποία απαλλάσσεται από φόρο το 25% των ακαθαρίστων βουλευτικών αποζημιώσεων, ισχύει και για τους δικαστικούς λειτουργούς.
Το Μισθοδικείο, τελικά, έκρινε ότι μη νόμιμα, προϊστάμενος Δ.Ο.Υ., απέρριψε το αίτημα δικαστικής λειτουργού που ζητούσε να αφαιρεθεί από το συνολικό ετήσιο ακαθάριστο ποσό των αποδοχών της ποσό ίσο με το 25%.
Σημειώνεται ότι στο Μισθοδικείο συμμετέχουν καθηγητές των Νομικών Σχολών της χώρας, δικαστές και δικηγόροι. Επίσης, όταν συζητείται αγωγή δικαστή της ποινικής και πολιτικής Δικαιοσύνης (αρεοπαγίτη, εφέτη, κ.λπ.) προεδρεύει ο πρόεδρος ή αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και, όταν συζητείται αγωγή δικαστή της Διοικητικής Δικαιοσύνης (συμβούλου Επικρατείας, διοικητικού εφέτη, κ.λπ.), προεδρεύει ο πρόεδρος ή αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.