Πρώτο και βασικότερο όλων είναι να έχουμε υπολογίσει σωστά την αξία της οικοδομής μας
Ι) Σωστή εκτίμηση της αξίας κατασκευής του σπιτιού μας
Πρώτο και βασικότερο όλων είναι να έχουμε υπολογίσει σωστά την αξία της οικοδομής μας. Όταν θα φτάσει η ώρα να προχωρήσουμε στην ασφάλιση της κατοικίας μας, μάς δίνεται μια φόρμα με ερωτήσεις που πρέπει να συμπληρώσουμε.
Το τελικό κόστος των ασφάλιστρων θα προκύψει από τις καλύψεις που θέλουμε, τα τετραγωνικά του σπιτιού μας και την αξία κατασκευής του οικήματος. Προσοχή δεν μιλάμε για το περιεχόμενό του, αλλά για το κτήριο.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να κατανοήσουμε την έννοια της κατασκευαστικής αξίας και της εμπορικής.
Η κατασκευαστική αξία της κατοικίας, ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία κατασκευής, καθώς καθορίζεται από το κόστος τον υλικών και της εργασίας που απαιτούνται για να χτιστεί. Έτσι λοιπόν, η κατασκευαστική αξία είναι ανεξάρτητη της περιοχής που βρίσκεται η κατοικία. Από την άλλη, η εμπορική αξία της κατοικίας διαμορφώνεται ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά την συγκεκριμένη περίοδο. Επηρεάζεται από βασικούς παράγοντες, όπως την περιοχή, την τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο άλλων κτισμάτων που έχουν πουληθεί στην περιοχή κ.λπ.
Γιατί είναι τόσο σημαντικός ο υπολογισμός της αξίας κατασκεύης; Ο σωστός υπολογισμός θα μας προστατεύσει από την περίπτωση της υπερασφάλισης και της υπασφάλισης.
Αρχικά, υπερασφάλιση είναι η περίπτωση όπου το ασφαλισμένο κεφάλαιο ενός αντικειμένου είναι μεγαλύτερο από την πραγματική του αξία. Είναι όμως εύκολο για έναν πραγματογνώμονα να ανακαλύψει την πραγματική αξία ενός ακινήτου. Ακόμα και αν έχουν ελάχιστα στοιχεία, μπορούν να καταλάβουν το είδος κατασκευής και επομένως θα αποζημιωθείτε σύμφωνα με τη πραγματική αξία του οικήματος.
Έπειτα το φαινόμενο της υπασφάλισης, που είναι μια μεγάλη παγίδα. Τι είναι το φαινόμενο της “υπασφάλισης”; Όταν ένα κτήριο ασφαλίζεται σε αξία χαμηλότερη από αυτή της κατασκευής του.
Ο όρος μπορεί να γίνει πιο εύκολα κατανοητός με ένα παράδειγμα. Παίρνουμε σαν δεδομένο ότι ένα σπίτι αξίζει πραγματικά 300.000 ευρώ και εμείς το ασφαλίζουμε για 150.000 ευρώ. Τότε σε περίπτωση ζημιάς που φτάνει τις 30.000 ευρώ θα πάρουμε από την ασφαλιστική μας το 50% της ζημιάς, δηλαδή 15.000 ευρώ.
Στην περίπτωση αυτή παίρνουμε την αναλογία που έχουμε ασφαλίσει, ενώ για το υπόλοιπο θεωρούμαστε συνασφαλιστές, δηλαδή σαν να είμαστε εμείς οι ασφαλιστές. Επομένως, πρέπει να γνωρίζουμε πως γενικά ισχύει ο αποκαλούμενος αναλογικός όρος.
Έτσι στις περιπτώσεις που ο ίδιος ο ασφαλιζόμενος ζητά να ασφαλιστεί το σπίτι του σε χαμηλότερη αξία, αναλογιζόμενος ότι με αυτόν τον τρόπο μπορεί να πληρώσει λιγότερα ασφάλιστρα αναλαμβάνει και τον αντίστοιχο κίνδυνο.
II) Απαλλαγές
Η επόμενη παγίδα που θα πρέπει όλοι να προσέξουμε, είναι οι λεγόμενες απαλλαγές. Σχεδόν όλες οι καλύψεις που παρέχουν οι ασφαλιστικές εταιρείες, πλην της βασικής (πυρκαγιά) έχουν αφαιρετέες απαλλαγές. Τι είναι όμως πρακτικά αυτές;
Για παράδειγμα έχουμε πάθει μια ζημιά από πλημμύρα που φτάνει τα 1.000 ευρώ σε κόστος για να διορθωθεί. Αν η ασφαλιστική εταιρεία μας έχει βάλει αφαιρετέα απαλλαγή για πλημμύρα που φτάνει το 10% της ζημιάς, τότε σε αυτή τη περίπτωση θα μας δώσει τα 900 ευρώ, γιατί τα 100 θα είναι η απαλλαγή.
Σε πολλές περιπτώσεις βέβαια ορίζεται και χαμηλότερο όριο κόστους ζημιάς. Αυτό σημαίνει ότι αν στο προαναφερθέν παράδειγμα η εταιρεία πέραν του 10% έχει ορίσει και ελάχιστο ποσό τα 1.000 ευρώ τότε θα ισχύσουν κανονικά τα παραπάνω. Αν όμως η ζημιά είναι μικρότερη και φτάνει τα 500 ευρώ, τότε η εταιρεία δεν θα δώσει τα χρήματα αυτά, αλλά θα πρέπει να τα καλύψουμε εμείς. Δεν αποκλείονται όμως οι εταιρείες που δεν ¨χρεώνουν¨ απαλλαγές, τουλάχιστον στην κύρια κατοικία.
Oι αφαιρετέες απαλλαγές αποτελούν όρους των εταιρειών και αν εμείς συμφωνούμε, τους αποδεχόμαστε. Γι' αυτό και πρέπει να διαβάζουμε προσεκτικά το συμβόλαιο που έχουμε συζητήσει με τον σύμβουλο μας, βάση των αναγκών μας, πριν το υπογράψουμε. Έχουν δε αιτιώδη σχέση με τα ασφάλιστρα, αφού όσο μεγαλύτερη απαλλαγή, τόσο υπάρχει μείωση του ασφαλίστρου.
Πριν υπογράψουμε πρέπει πάντα να προσέχουμε τις απαλλαγές αλλά και τις εξαιρέσεις (παρουσιάζονται αναλυτικά στο Β’ Μέρος), που ορίζονται από το συμβόλαιο.