Την Κυριακή 2 Μαΐου 1893 περίπου 2.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και διαδήλωσαν, ζητώντας την καθιέρωση της οκτάωρης ημερήσιας εργασίας. Ήταν η Πρώτη "Εργατική Πρωτομαγιά" στην Ελλάδα. Την κινητοποίηση είχε οργανώσει ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος του Σταύρου Καλλέργη, ο οποίος είχε ιδρύσει τον Σύλλογο τρία χρόνια πριν, ενώ εξέδιδε παράλληλα την εφημερίδα "Σοσιαλιστής".
Οι συγκεντρωμένοι ενέκριναν ψήφισμα, το οποίο επέδωσαν στον Πρόεδρο της Βουλής. Με το ψήφισμα ζητούσαν, εκτός από το οκτάωρο, την καθιέρωση της αργίας της Κυριακής και τη χορήγηση σύνταξης στα θύματα των εργατικών ατυχημάτων. Η άρνηση του προέδρου να το εκφωνήσει, προκάλεσε τη θορυβώδη αντίδραση του Καλλέργη και τελικά τη σύλληψη και την καταδίκη του σε φυλάκιση 10 ημερών "για διατάραξη της συνεδρίασης".
Τον επόμενο χρόνο, οι σοσιαλιστικές ενώσεις επανέλαβαν τον εορτασμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με ομιλητές τον Πλάτωνα Δρακούλη και τον Σταύρο Καλλέργη. Στα αιτήματα προστέθηκε και η κατάργηση της θανατικής ποινής. Μετά το τέλος της εκδήλωσης, οι αρχές έκαναν συλλήψεις και ο εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς απαγορεύτηκε.
Η Πρωτομαγιά καθιερώθηκε σαν τη παγκόσμια μέρα των εργατικών διεκδικήσεων, κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Σοσιαλιστικού Συνεδρίου, (Β' Σοσιαλιστικής Διεθνούς) τον Ιούλιο του 1889, στο Παρίσι. Σκοπός ήταν να οργανώνεται κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, μια διεθνής εκδήλωση κατά την οποία οι εργάτες να θέτουν στις αρχές των κρατών το αίτημα για νομοθετική μείωση της εργασίας σε οκτώ ώρες την ημέρα, καθώς και την εφαρμογή των άλλων αποφάσεων της διεθνούς. Η συγκεκριμένη ημέρα επιλέχθηκε προκειμένου να τιμηθεί η μνήμη των θυμάτων της αιματηρής καταστολής των εργατών του Σικάγου την 1η Μαΐου του 1886.
Την άνοιξη του 1886, ο "Σύνδεσμος για την Καθιέρωση του Οκτάωρου", ο οποίος ακoλουθούσε το πολιτικό πρόγραμμα της Διεθνούς, ξεκίνησε μεγάλες κινητοποιήσεις στο Σικάγο και σε άλλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, με βασικό αίτημα την καθιέρωση του οκτάωρου. Την τελευταία Κυριακή πριν από την Πρωτομαγιά, οργανώθηκε μια μεγάλη διαδήλωση στην οποία πήραν μέρος περίπου 20.000 άτομα. Την 1η Μαΐου, εκατοντάδες από χιλιάδες εργάτες πήραν μέρος στην απεργία που είχε προκηρύξει ο "Σύνδεσμος" και περισσότεροι από 90.000 στην απεργιακή συγκέντρωση στην πόλη του Σικάγου. Η απεργία συνεχίστηκε τις επόμενες ημέρες, ενώ οι συμπλοκές στα εργοστάσια μεταξύ απεργών και απεργοσπαστών ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Σε μια τέτοια συμπλοκή στις 3 Μαΐου, έξω από το εργοστάσιο Μακ Κόρμικ στο Χάρβεστερ, η αστυνομία πυροβόλησε κατά των απεργών. Σκοτώθηκαν έξι εργάτες και την επομένη (4 Μαΐου) περίπου 3.000 εργάτες συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Αγοράς για να διαμαρτυρηθούν. Η συγκέντρωση ήταν ειρηνική, ενώ ήταν παρών και ο δήμαρχος της πόλης Χάρισον, ο οποίος είχε δώσει την άδεια να πραγματοποιηθεί.
Κατά τη διάρκειά της, ξέσπασε δυνατή βροχή που ανάγκασε τους περισσότερους να αποχωρήσουν. Και ενώ ο 'Αλμπερτ Πάρσον ολοκλήρωνε την ομιλία του, μέσα από ένα αυτοκίνητο, κάποιος πέταξε μια χειροβομβίδα προς την πλευρά των αστυνομικών. Από την έκρηξη τραυματίστηκαν 66 αστυνομικοί, εκ των οποίων οι επτά πέθαναν αργότερα.
Ύστερα από αυτό, οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν κατά του πλήθους. Από τα πυρά αυτά, σκοτώθηκαν τέσσερις διαδηλωτές και τραυματίστηκαν 200. Ακολούθησαν συλλήψεις των ηγετών του κινήματος και στη δίκη που ακολούθησε οκτώ συνδικαλιστές καταδικάσθηκαν σε θάνατο.
Ο Αύγουστος Σπάις, ο 'Αλντολφ Φίντεν, ο Τζορτζ Ένγκελ και 'Αλμπερτ Πάρσον, κρεμάστηκαν στις 11 Νοεμβρίου του 1887. Ο Λούις Λινγκ αυτοκτόνησε στο κελί του, ενώ οι ποινές των υπολοίπων μετατράπηκαν σε ισόβια και αργότερα, μετά την αναθεώρηση της δίκης απελευθερώθηκαν. Η υπεράσπιση των συνδικαλιστών υποστήριξε την εκδοχή της προβοκάτσιας, όμως έως σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί ποιος έριξε τη βόμβα.
Η Πρωτομαγιά του 1936 στη Θεσσαλονίκη
Στην Ελλάδα, θα χρειαστεί να περάσουν δεκαεπτά χρόνια, έως ότου επιχειρηθεί εκ νέου η οργάνωση εργατικών εκδηλώσεων την Πρωτομαγιά. Την 1η Μαΐου του 1911, η Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη, οργανώνει συλλαλητήριο. Στην Αθήνα, την ίδια μέρα, πραγματοποιείται συγκέντρωση στο Μετς με πρωτοβουλία της σοσιαλιστικής ομάδας του Νίκου Γιαννιού και σύνθημα "8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες ύπνο".
Στη Θεσσαλονίκη, επεμβαίνει η Αστυνομία και συλλαμβάνονται οι ηγέτες της Φεντερασιόν, Αβραάμ Μπεναρόγια, Σαμπετάι Λεβί και Σαμουήλ Γιονά. Ο πρώτος μαζικός εορτασμός της Πρωτομαγιάς θα γίνει ταυτόχρονα σε δώδεκα πόλεις το 1919, ένα χρόνο μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ. Οι εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς επαναλαμβάνονται τα επόμενα χρόνια, με κοινό χαρακτηριστικό τη διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος, τη χαμηλή συμμετοχή των εργαζομένων και την καταστολή.
Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης την Πρωτομαγιά του 1936, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως το "ελληνικό Σικάγο". Η διεθνής ύφεση του 1929 είχε προκαλέσει σημαντική πτώση στις εξαγωγές του καπνού και της σταφίδας. Η πτώχευση του 1932 είχε επιδεινώσει την κατάσταση και από τις αρχές του 1936, ξεσπούν απεργιακές κινητοποιήσεις στην Αθήνα, στην Καλαμάτα, στη Θεσσαλονίκη, στη Δράμα και στην Ξάνθη. Από την αρχή του έτους και έως την επιβολή της δικτατορίας στις 4 Αυγούστου, είχαν προκηρυχθεί περισσότερες από 200 τοπικές και γενικές απεργίες.
Ειδικότερα, στη Βόρεια Ελλάδα η αλλαγή στον τρόπο παραγωγής του καπνού είχε επιφέρει μεγάλη ανεργία στον κλάδο. Παράλληλα, ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων που αναζητούσαν εργασία είχε μειώσει τις αμοιβές των καπνεργατών, τουλάχιστον κατά 50%, ενώ η συλλογική σύμβαση του κλάδου δεν είχε ανανεωθεί από το 1924. Οι καπνεργάτες αποτελούσαν στη βόρεια Ελλάδα ένα συμπαγή κλάδο, ο οποίος αριθμούσε την εποχή εκείνη περισσότερους από 40.000 εργαζομένους με αναπτυγμένη συνδικαλιστική συνείδηση, ήδη από την εποχή της Φεντερασιόν.
Στις 29 Απριλίου ο κλάδος ξεκίνησε γενική απεργία. Τα βασικά αιτήματα ήταν η αναπροσαρμογή του ημερομισθίου, το οποίο είχε φθάσει τις 65 έως 70 δραχμές για τους άνδρες και τις 24 έως 30 για τις γυναίκες. Η εφαρμογή του νόμου "περί Τόγκας" όριζε υψηλότερες κατώτερες αμοιβές, η βελτίωση των παροχών του κλαδικού ταμείου για τους "παρήλικας και τους φυματικούς" και τη χορήγηση έκτακτου επιδόματος 500 δραχμών στους άνεργους καπνεργάτες ενόψει των εορτών του Πάσχα. Στις διεκδικήσεις είχαν ενταχθεί και πολιτικά αιτήματα, όπως "η χορήγηση γενικής αμνηστίας εις τους πολιτικούς φυλακισμένους, εξορίστους και καταδικασμένους και ιδιαίτερα των καπνεργατικών στελεχών".
Από την 1η και έως τις 8 Μαΐου, οι απεργίες και οι κινητοποιήσεις επεκτείνονται στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Ξάνθη, στον Λαγκαδά, στον Βόλο και στην Καρδίτσα. Ταυτόχρονα οι βιομήχανοι και οι έμποροι καπνού έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους κηρύσσοντας λόκ άουτ. Στις 9 Μαΐου ξεκινά γενική απεργία στη Θεσσαλονίκη, στην οποία συμμετέχουν και άλλοι κλάδοι σε ένδειξη συμπαράστασης στους καπνεργάτες. Οργανώνονται συλλαλητήρια και πορείες, ενώ η Χωροφυλακή προσπαθεί να εμποδίσει τους διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς το Διοικητήριο (το κτίριο που στεγάζεται σήμερα η γραμματεία Μακεδονίας Θράκης).
Τα επεισόδια ξεκίνησαν από τη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας, όπου το συνδικάτο των αυτοκινητιστών είχε στήσει οδόφραγμα. Οι αυτοκινητιστές προσπάθησαν να απελευθερώσουν συνάδελφό τους που είχε συλληφθεί και η χωροφυλακή απάντησε με πυροβολισμούς. Σκοτώθηκε ο Τάσος Τούσης. Ο νεκρός μεταφέρεται πάνω σε μια πόρτα από διαδηλωτές που κατευθύνονται προς το Διοικητήριο και οι ταραχές γενικεύονται.
Ο απολογισμός είναι 16 νεκροί και δεκάδες τραυματίες. Την επομένη, οι κηδείες των θυμάτων μετατρέπονται με μαζικές διαδηλώσεις. Στις 11 Μαΐου κηρύσσονται απεργίες διαμαρτυρίας σε πολλές πόλεις της χώρας και στις 13 Μαΐου πανελλαδική απεργία. Η αναταραχή τερματίζεται την επομένη, με σημαντικές υποχωρήσεις από την πλευρά των καπνεμπόρων, ενώ το κράτος υπόσχεται να χορηγήσει συντάξεις στις οικογένειες των θυμάτων.
Ο θρήνος της μητέρας πάνω από το νεκρό γιο της, απαθανατίστηκε από τον φωτογραφικό φακό και ενέπνευσε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, στο έργο "Επιτάφιος".
Τον Ιούλιο ξεσπούν νέες απεργίες και μετά τη δημοσίευση του διατάγματος, το οποίο καθιστά υποχρεωτική την διαιτησία σε κάθε περίπτωση εργατικής διαφοράς, τα συνδικάτα κηρύσσουν γενική πανελλαδική απεργία για τις 5 Αυγούστου του 1936.
Με αφορμή την απεργία αυτή, ο Ιωάννης Μεταξάς ζητά από τον τότε βασιλιά Γεώργιο Β' την αναστολή των άρθρων του Συντάγματος, που προστατεύουν τις ατομικές ελευθερίες και στις 4 Αυγούστου επιβάλλει δικτατορία.
Οι συγκεντρώσεις και οι απεργίες απαγορεύονται και επιβάλλεται κρατικός έλεγχος στα συνδικάτα. Λίγους μήνες αργότερα, στις 7 Απριλίου του 1937, με τον Αναγκαστικό Νόμο 606/1937 το καθεστώς καθιερώνει την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου σαν "Εβδομάδα Εργατικής Αλληλεγγύης" και την 1η Μαΐου σαν "Ημέρα Εορτασμού της Εργασίας".
Ο νόμος προβλέπει, μεταξύ άλλων, ηθικές αμοιβές σε εργαζόμενους αλλά και σε εργοδότες, οι οποίοι θα κριθούν από τους υπευθύνους της Εργατικής Εστίας αν έχουν προσφέρει στην βελτίωση της εθνικής παραγωγής, "ώστε να απονέμονται αι προσήκουσαι τιμαί εις την εργασίαν εν τη εθνική ιδεολογική και πραγματική αυτής έννοια λαμβανομένης". Οι αμοιβές απονέμονται την 1η Μαΐου παράλληλα με οργανωμένες εκδρομές εργαζομένων στην ύπαιθρο και πολιτιστικές εκδηλώσεις στα εργατικά κέντρα. Επιβάλλεται, επίσης, ειδική εισφορά στους εργοδότες προς την Εργατική Εστία, πέντε δραχμών ανά μισθωτό, προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες για τις δραστηριότητες αυτές.
Η πρωτομαγιά στην Κατοχή
Το 1942 και το 1943 τα παράνομα συνδικάτα επιχειρούν να σπάσουν τις απαγορεύσεις των αρχών κατοχής με μικρές κινητοποιήσεις σε ορισμένους κλάδους, όπως τα μηχανουργεία, με συμβολικούς κυρίως στόχους.
Η πρωτομαγιά του 1944 θα καταγραφεί στη συλλογική μνήμη, όχι λόγω των εργατικών κινητοποιήσεων, αλλά εξαιτίας ενός τρομερού εγκλήματος, το οποίο συνδέεται, με την "Εργατική Πρωτομαγιά".
Στις 27 Απριλίου του 1944 διμοιρία του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου σκοτώνει, σε ενέδρα στον δρόμο Μολάων Σπάρτης στη Λακωνία, τον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή Πελοποννήσου, στρατηγό Φράντς Κρεχ και τρεις άνδρες της συνοδείας του. Σε αντίποινα, ο στρατός κατοχής αποφάσισε "την εκτέλεση 200 κομμουνιστών, καθώς και την εκτέλεση όλων των ανδρών που θα συλλαμβάνονται μεταξύ Μολάων και Σπάρτης".
Παρά τις προσπάθειες των οργανώσεων του ΕΑΜ και του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού για τη διάσωσή τους, η απόφαση υλοποιήθηκε και οι εκτελέσεις των 200 έγιναν την 1η Μαΐου στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Από αυτούς, οι 170 ήταν πρώην κρατούμενοι των φυλακών της Ακροναυπλίας και οι 30 πρώην εξόριστοι από την Ανάφη, που είχαν συλληφθεί για "κομμουνιστική δράση" πριν από την Κατοχή. Ανάμεσά τους πολλά συνδικαλιστικά στελέχη και ο πρώην βουλευτής του ΚΚΕ Στέλιος Σκλάβαινας.
Ο δήμος Καισαριανής οργανώνει κάθε χρόνο σειρά εκδηλώσεων, για να τιμήσει τα θύματα της ομαδικής εκτέλεσης. Ο αριθμός των εκτελεσμένων στη Λακωνία τις ίδιες μέρες δεν έχει εξακριβωθεί με βεβαιότητα, υπολογίζεται πάντως στους 100.
Η πρώτη ανοικτή συγκέντρωση για την Πρωτομαγιά μετά τον πόλεμο γίνεται στο Παναθηναϊκό Στάδιο, σχεδόν αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου, ο εορτασμός γίνεται με πολλές δυσκολίες, κυρίως σε κλειστούς χώρους, καθώς υπάρχουν σοβαροί περιορισμοί στις δημόσιες συναθροίσεις και την πολιτική δράση. Οι διοικήσεις της ΓΣΕΕ διορίζονται από τα δικαστήρια, τακτική που θα συνεχισθεί έως τη Μεταπολίτευση και σε ορισμένες περιπτώσεις μετά από αυτήν.
Με την κήρυξη της δικτατορίας των συνταγματαρχών, στις 21 Απριλίου του 1967, επιβλήθηκε ο στρατιωτικός νόμος και απαγορεύτηκε κάθε συγκέντρωση.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 15 Απριλίου του 1968, το καθεστώς καθιερώνει την Πρωτομαγιά ως αργία με τον Αναγκαστικό Νόμο 380/68. Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του νόμου, η πρωτομαγιά μπορεί να κηρύσσεται υποχρεωτική αργία με απόφαση του υπουργού Απασχόλησης, διαφορετικά εντάσσεται στις προαιρετικές αργίες.
Ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς, σε συνθήκες νομιμότητας θα γίνει τον Μάιο του 1975. Η 1η Μαίου συνέπιπτε με τη Μεγάλη Παρασκευή και η διοίκηση της ΓΣΕΕ με το Εργατικό Κέντρο, όρισαν σαν ημέρα του εορτασμού τις 9 Μαΐου. Η απεργιακή συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε μπροστά από το δημαρχείο της Αθήνας και ήταν ιδιαίτερα μαζική. Ανάλογη συγκέντρωση έγινε και στη Θεσσαλονίκη μπροστά στο Εργατικό Κέντρο της Πόλης.
Από το 1976 η συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς στην Αθήνα, πραγματοποιείται στο Πεδίο του Άρεως μπροστά από το κτίριο της ΓΣΕΕ.