συνέντευξη στο Γιώργο Λαμπίρη - φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Η συζήτηση μαζί του δεν έπαυε να κρύβει διαρκώς εκπλήξεις. Στο σπίτι του στο Διόνυσο, το προσωπικό του ησυχαστήριο, ο άνθρωπος που έκανε την Ελλάδα «της μόδας», όπως έγραφαν μερικά χρόνια πριν τα ξένα μέσα ενημέρωσης, απελευθέρωσε μερικές από τις σκέψεις του. Για την Ελλάδα και τους πολιτικούς, για τη μόδα και την αισθητική, αλλά και για τον εαυτό του. Έτσι όπως ο ίδιος έζησε τα πράγματα σε μια χώρα που (πάντα) θα μας πληγώνει, παραφράζοντας τη ρήση του Σεφέρη.
Ο Έλληνας σχεδιαστής, Γιάννης Τσεκλένης, όπως ο ίδιος θέλει να τον χαρακτηρίζουν αλλά και νοιώθει, ζούσε και ζει με μία και μοναδική σκέψη να κυριαρχεί στο μυαλό του. Να σχεδιάζει από την Ελλάδα και για την Ελλάδα και να στέλνει τα προϊόντα του στο εξωτερικό. Να διατηρεί την ελληνικότητα και την παράδοση όλων των στοιχείων που μας χαρακτηρίζουν ως λαό, χωρίς μοντερνισμούς και ανούσιες μεταποιήσεις.
Διαβάστε επίσης: Τσεκλένης: Σχεδιαστές μεγάλωσαν σε μπούτια ή ντεκολτέ παρουσιαστριών
Στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης που παραχώρησε στο news.gr, περιγράφει την άνοδο και την πτώση. Την περιπέτεια της υγείας του και πώς αυτή τον επηρέασε στην πορεία του. Μιλάει για τα πολιτικά ‘τερτίπια’ και την Πειραϊκή Πατραϊκή, η οποία όπως λέει ξεπουλήθηκε. Για την οικονομική ζημιά, που υπέστη όταν το 1982 καταργήθηκε η σχολική ποδιά με αποτέλεσμα τα 320.000 μέτρα υφάσματος που είχε αγοράσει γι’ αυτόν τον σκοπό να μείνουν αδιάθετα.
Μια ζωή που αν κάποιος την έβλεπε από μακριά θα νόμιζε ότι είναι προϊόν της πιο δημιουργικής φαντασίας. Μια ζωή με ένταση και επιτυχίες. Αμέτρητες επιτυχίες. Αλλά και αποτυχίες. Όλα αυτά καταμετρημένα από τον άνθρωπο που άφησε βαθιά χαραγμένη την υπογραφή ‘TSEKLENIS’ όχι μόνο στην ελληνική μόδα, αλλά και στην Ελλάδα, σε όλο το φάσμα τον προηγούμενων δεκαετιών και κυρίως έως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, οπότε και αποφάσισε να αποσυρθεί από τη μόδα.
Ο ευπατρίδης, Γιάννης Τσεκλένης, μίλησε στο πρώτο μέρος για τον Ωνάση, την προσωπική του ζωή και την επαγγελματική του σταδιοδρομία.
Στο δεύτερο μέρος που ακολουθεί, μιλάει και για όλους εκείνους που προσπάθησαν να σταθούν εμπόδιο στο όνειρό του να δημιουργήσει ελληνικά προϊόντα.
Διαβάστε το δεύτερο μέρος της συνέντευξης:
Κύριε Τσεκλένη, βλέποντας κάποιος την πορεία σας, θα μπορούσε να πει ότι χαθήκατε κάπως ξαφνικά από το τοπίο της μόδας.
Εγώ καλώς ή κακώς είχα ένα πείσμα πρωτόγνωρο, γι’ αυτό και λούστηκα την αποτυχία του να βάλω την Ελλάδα ως κέντρο μόδας στον παγκόσμιο χώρο. Αγωνίστηκα γι’ αυτό προσωπικά. Παρά το γεγονός ότι γίναμε η 12η εξαγωγική δύναμη στην κλωστοϋφαντουργία, οδεύαμε – με βάση το 1992 – στο απόλυτο μηδέν. Είχε ξεκινήσει ήδη η αντίστροφη μέτρηση για το απόλυτο μηδέν, στο οποίο βρεθήκαμε τώρα.
Αποτέλεσμα είναι να μην έχουμε σήμερα καμία κλωστοϋφαντουργική υποδομή. Όλα αυτά τα ταλέντα που υπάρχουν στην ελληνική μόδα, αναγκάζονται να πηγαίνουν στις ‘Βουλγαρίες’ για να βγάλουν τις παραγγελίες τους, καθότι δεν υπάρχουν εργοστάσια στην Ελλάδα. Όσα εργοστάσια υπάρχουν είναι γελοία. Επιστρέψαμε στην οικοτεχνία του 1960. Πέσαμε ανάσκελα.
Ο Παπανδρέου, η Πειραϊκή και το… στοίχημα
Κατάλαβα την προδιαγεγραμμένη πορεία, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία από τον Ανδρέα Παπανδρέου, και πήγα με όρους στην Πειραϊκή ΠατραΪκή να αναπτύξω επώνυμα προϊόντα, χωρίς να αναλάβω τη διοίκηση. Δεν πήγα εκεί για να είμαι μαϊντανός, αλλά δημιουργικός.
‘Θα έρθω και θα μου δώσετε το ελεύθερο να αναπτύξω επώνυμα προϊόντα’. Αυτό ζήτησα τότε με τη δύναμη της Πειραϊκής. Κατατέθηκε λοιπόν η μελέτη μου, οργάνωσα κεντρικό μάρκετινγκ, το οποίο εγκαινιάσαμε στην Πειραϊκή, δουλέψαμε , και μετά ήρθε το περίφημο ’89 και τα ισοπέδωσε όλα.
Ένα στοίχημα που δεν πήγε καλά, για πολλούς λόγους, έτσι δεν είναι;
Η Πειραϊκή Πατραϊκή πήγε πάρα πολύ καλά. Από μόνη της πήγαινε πάρα πολύ καλά. Της είχαν όμως αφήσει κατάλοιπα με 26% επιτόκιο, για δάνεια 15 δισεκατομμυρίων που προέρχονταν από το παρελθόν. Από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Αντί να της μηδενίσουν τα χρέη, έκαναν μια μικρή περικοπή και είπαν ‘κολυμπήστε τώρα’.
Τι να κολυμπήσει όμως; Αφού το μικρό κέρδος της Πειραϊκής πήγαινε στους τόκους αυτών των δανείων και δεν είχε να πληρώσει ούτε τους μισθούς.
Ποιος έφταιγε για την πορεία της Πειραϊκής Πατραϊκής;
Η Πειραϊκή Πατραϊκή ήταν μία ιδιωτική εταιρεία κολοσσός. Μεγαλοφυείς προσωπικότητες της εποχής οι Στράτοι και οι Κατσάμπες, διαχειρίζονταν την τύχη της. Κάποια στιγμή όμως, την εποχή της ‘δασμόβιας ‘ κολοσσιαίας ανάπτυξης της βιομηχανίας φορτώθηκαν τρομακτικά δάνεια και έπαιρναν εργοστάσια, τα οποία τους φόρτωναν. Σήκωνε το τηλέφωνο ο Χέλμης και έλεγε: ‘Ένα εργοστάσιο στη Σάμο δεν πηγαίνει καλά. Θα το πάρετε αύριο το πρωί, σας δίνω και ένα δισεκατομμύριο κεφάλαιο κίνησης’. Το έπαιρναν όπως όπως οι ιδιοκτήτες της Πατραϊκής, να το βάλουν μπροστά για να πάρουν το ένα δισεκατομμύριο κεφάλαιο κίνησης. Βρέθηκε λοιπόν να χρωστάει η εταιρεία 30 δισεκατομμύρια με ένα κύκλο εργασιών 18 δισεκατομμυρίων. Και μιλάμε για 30 δισεκατομμύρια, όχι με 2% αλλά με 28 και 27% επιτόκιο.
Για καταλάβετε το μέγεθος της 'δασμόβιας' πολιτικής αρκεί να σας θυμίσω ότι το '57 για να κάνει κάποιος εισαγωγή, αξίας 100 δολαρίων, έπρεπε να καταθέσει 280 δολάρια για τρεις μήνες. Ποσό το οποίο νέμοντααν οι τράπεζες. Όταν το εμπόρευμα έφτανε FOB ή με ανοιγόμενη πίστωση τα 100 δολάρια πήγαιναν στο εξωτερικό, ενώ το 80 το λάμβανε κάποιος σε επιταγή ως προκαταβολή δασμών για να την πάει στο τελωνείο, όπου ο δασμός ξεπερνούσε το 120%. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα 100 αυτά δολάρια τα έπαιρνε κάποιος πίσω αφού είχαν περάσει οι τρεις μήνες. Αυτά είχαν υπαγορεύσει στον εθνάρχη - τρομάρα μας - οι τότε βιομήχανοι, οι οποίοι πρόσφεραν στον Έλληνα καταναλωτή ό,τι ποιοτικά σκατά ήθελαν. Γι αυτό μιλάμε για δασμόβια βιομηχανία, η οποία δικαίως πήγε τελικά κατά διαόλου!
Όταν η Πειραϊκή το 1983 έγινε προβληματική επιχείρηση και μπήκε στον Οργανισμό Προβληματικών Επιχειρήσεων οι ιθύνοντες είπαν ότι θα ξεκινήσει και πάλι τις δραστηριότητές της από μηδενική βάση. Αντί όμως να γίνει αυτό, την άφησαν με δάνεια 14 δισεκατομμυρίων στην πλάτη.
Όταν αναλάβατε εσείς δεν γνωρίζατε την κατάσταση που επικρατούσε;
Όταν ανέλαβα το 1987, τέσσερα χρόνια μετά την ένταξή της στον Οργανισμό Προβληματικών επιχειρήσεων, η Πειραϊκή παρουσίαζε έναν ισολογισμό μικρών ζημιών μεν, αλλά με μία δυναμική ανάπτυξης τεράστια. Κι αυτό γιατί είχε δημιουργήσει τη γερμανική εταιρεία Piraiki Van Delden, την οποία ξεπούλησε ο Μητσοτάκης.
Η Πειραϊκή, αντλούσε δύναμη από τους Γερμανούς. Η Van Delden ήταν μια εταιρεία, η οποία είχε αγοραστεί τελευταία στιγμή από τους Στράτους, αλλά είχε αφήσει δυστυχώς να την διοικούν Έλληνες. Όταν πήγα εγώ, έβαλα τους Γερμανούς σε καίρια πόστα και έγινε κερδοφόρα. Με την τακτική του management by objective – μάνατζμεντ στόχων –, η γερμανική εταιρία πήγαινε στου ‘διαόλου τα κάγκελα’. Πάρα πολύ καλά.
«Αν δεν κοπεί το χρέος της Ελλάδας δεν βγαίνει η χώρα»
Η ΠειραΪκή εν τω μεταξύ διαπραγματευόταν διαρκώς με το κράτος να της μηδενίσουν ή να μειώσουν το χρέος της. Καταστάσεις ανάλογες με αυτές που ζει η Ελλάδα σήμερα. Αν δεν ‘κοπεί’ το χρέος της Ελλάδας κατά ένα τεράστιο ποσοστό δεν ‘βγαίνει’ η χώρα, ούτε πρόκειται να βγει ακόμα και σε 150 χρόνια από τώρα.
Δεν φταίνε ούτε οι δημόσιοι υπάλληλοι που είναι πολλοί, ούτε τα λαμόγια τα ‘πασόκια’ που έφαγαν τα λεφτά, ούτε οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ούτε τίποτα από όλα αυτά. Μιλάμε για 320 δισεκατομμύρια ευρώ. Τα λεφτά που έφαγαν όλοι οι προηγούμενοι άντε να ‘ναι 20 -30 δισεκατομμύρια, αλλά δεν είναι και τα 320. Τα 320 δισ. Προέκυψαν από το γεγονός ότι πληρώνουμε χρεολύσια τρομακτικά.
Σας τονίζω ότι στην Πατραϊκή δεν διοικούσα οικονομικά. Απλά έδωσα την έμπνευση και κάποιες κατευθύνσεις. Κάναμε λοιπόν το πρόγραμμα των επωνύμων προϊόντων, το οποίο ετοιμάζαμε και πάνω στο ‘ξετίναγμα’ αυτής της δουλειάς, έγινε η κυβερνητική αλλαγή του ’89. Αμέσως υπέβαλα την παραίτησή μου στον τότε υπουργό Βιομηχανίας, Μιχάλη Παπακωνσταντίνου.
«Ο Παπακωνσταντίνου ήταν μεθυσμένος και δεν διάβασε ποτέ την επιστολή μου»
Μάλιστα του είχα γράψει και ένα γράμμα, αλλά ήταν μεθυσμένος και δεν το διάβασε, ότι ‘εγώ είμαι στη διάθεσή σας να συνεχίσω το πρόγραμμα’. Δεν είχα άλλωστε κανέναν φοβερό μισθό από την Πατραϊκή. Είχα τη δική μου δουλειά έτσι κι αλλιώς και αφιέρωνα οκτώ ώρες την ημέρα σε αυτή. Μάλιστα ο Γιώργος ο Αμυράς, οικονομικός συντάκτης τότε, γελούσε και μάλιστα μου είχε πει: ‘Δεν το κατάλαβε τι έγραφε το γράμμα που του έδωσες’.
Αυτό που έλεγα στον Παπακωνσταντίνου ήταν: ‘Εδώ είμαι, δίπλα σου στηρίζω την προσπάθεια, σου δίνω την δυνατότητα να με αντικαταστήσεις ή να μην με αντικαταστήσεις’.
Μετά το πείραμα της Πειραϊκής, μπαίνοντας στο 1992, κάνω μία τελευταία κίνηση να φτιάξω licensing (άδεια από τον παραγωγό ενός προϊόντος προς τον δικαιούχο, να χρησιμοποιήσει το παραχωρούμενο υλικό). Ήμουν ο πρώτος που έκανε lisensing στη μόδα, σταματώντας την παραγωγή και δημιουργώντας μία συλλογή που θα την ονόμαζα TSEKLENIS CLASS.
Έτσι προσπάθησα να συνεργαστώ με δύο βιομηχανίες ανδρικών ενδυμάτων για να δημιουργήσουμε ανδρικά ρούχα. Επίσης, με δύο βιομηχανίες να δημιουργούν μεταξωτά φουλάρια, με στόχο να αναπτύξουμε τη μεταξουργία του Έβρου, καθώς και με δύο πουκαμισάδες και δύο πλέκτες. Να δώσω σε όλους αυτούς το όνομα, την επωνυμία TSEKLENIS και να διευθύνω την εξέλιξη όλης αυτής της ιστορίας. Όλοι αυτοί άρχισαν όμως τα δικά τους. Δεν καταλάβαιναν τι ήθελα να κάνω. ‘Έχουμε το δικό μας όνομα’, έλεγαν. ‘Γιατί να μπούμε υπό την σκέπη της TSEKLENIS;’. Όλοι αυτοί οι υποψήφιοι συνεργάτες, έβαλαν τελικά λουκέτο μέσα σε έξι μήνες. Είναι φοβερό αυτό που συνέβαινε. Ξηλωνόταν σταδιακά η ελληνική βιομηχανία ενδυμάτων.
Έχω γράψει πάρα πολλά άρθρα στον ελληνικό Τύπο για τα επώνυμα και τα μη επώνυμα προϊόντα, για την καταστροφή που επέρχεται. Έβλεπα αυτό που ερχόταν σταδιακά.
«Ο καημός μου ήταν να μεταφέρω την Ελλάδα στο διεθνή χώρο»
Ο καημός μου ήταν να μεταφέρω την Ελλάδα στο διεθνή χώρο. Είχα ‘τινάξει’ όλα μου τα παγκόσμια συμβόλαια για να ξεκινήσω κάτι από την Ελλάδα προς το εξωτερικό και ξαφνικά ερημωνόταν η Ελλάδα. Δεν είχα διάθεση να το ξανακάνω.
Έπαιξε ρόλο η οικονομική ζημία που είχατε υποστεί μετά τη φωτιά στο Μινιόν, όπου είχατε καταστήματα, ή το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος αποφασίσε να καταργήσει τις ποδιές, για τις οποίες είχατε αγοράσει 320.000 μέτρα υφάσματος, το οποίο έμεινε αδιάθετο;
Η φωτιά στο Μινιόν ήταν όντως μια ζημιά το 1980, οπότε και συνέβη. Παρόλ’ αυτά εκτινάχθηκα τα επόμενα δέκα χρόνια.
Η φωτιά έκαψε τις δέκα μπουτίκ που είχαμε φτιάξει με το Μινιόν . Ήταν δείγματα δουλειάς. Σεντόνια, παπούτσια, παιδικά, αθλητικά, σχολικά και πολλά ακόμα προϊόντα. Ο μαικήνας της δραστηριότητας, ο υπερεμπνευσμένος επιχειρηματίας, ο Γιάννης ο Γεωργακάς, είχε καταλάβει τη σημασία ενός designer κοντά του. ‘Έλα ‘ρε’ μου έλεγε. ‘Όπως ο Ιουστινιανός, έτσι κι εγώ θέλω να φτιάξω μία Αγιά Σοφιά μαζί σου’ τόνιζε μάγκικα σε κάθε ευκαιρία ο Γεωργακάς. ‘Ε ρε γλέντια που θα κάνουμε’, έλεγε και ξανάλεγε. Σκεφτόμενος την προώθηση των ελληνικών προϊόντων και όλο αυτό που προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε.
«Μετά τη φωτιά, το Μινιόν βούλιαξε από τα δάνεια»
Η φωτιά λοιπόν ήταν μία πολύ σημαντική καθυστέρηση στα σχέδιά μας. Ο Γεωργακάς όμως σαν κατσαρίδα πολύ δυνατή, έχοντας κι εμένα κοντά του, βγήκε ‘λουλούδι’ και ξανάστησε το Μινιόν. Δεν μπόρεσε όμως να το τρέξει όπως θα ήθελε. Μετά από λίγα χρόνια βούλιαξε κι αυτό από τα δάνεια σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν στηρίχθηκε πραγματικά ούτε από τους πιστωτές. Ένας παλιάνθρωπος που επιβιώνει ακόμα και σήμερα, του ‘σήκωνε’ τα τραπέζια από τα mini grill για να τον πιέσει, ενώ ο ίδιος δέσποζε με τα προϊόντα του στο ξαναφτιαγμένο Μινιόν. Ήθελε να του πάρει χρήματα. Του σήκωνε τα τραπέζια και του έκανε κατασχέσεις την ώρα που κάθονταν πελάτες και έτρωγαν. Αυτό το καθίκι!
Έρχεται το 1982. Το θέμα της σχολικής ποδιάς είναι ένα «μπουμ» τρομερό. Εγώ είμαι θυγατρική του Μινιόν και έχω 120.000 σχολικές ποδιές σε παραγγελία. Έχω λάβει ήδη 30% προκαταβολή. Χρυσάφι πραγματικό! Ο κόσμος ερχόταν σε ουρές για να αγοράσει ποδιές. Και καταργεί ο Βερυβάκης τις ποδιές για να κάνει εκδούλευση στον Ανδρέα Παπανδρέου για τις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου. Ήδη από τον Φεβρουάριο αυτό που σας λέω. Ήθελε κάτι που να αρέσει στη νεολαία, καταργώντας τις ποδιές. Κι αυτό γιατί ενώ μπορούσε να τις καταργήσει τον Οκτώβριο, τις κατάργησε από τον Φεβρουάριο. Είναι γεγονός ότι διοικούμαστε από ανεπάγγελτους αδαείς. Μετά απ’ αυτό 100 βιοτεχνίες έκλεισαν την ακριβώς επόμενη μέρα. Από ‘μένα μόνο έκλεισε ένα εργοστάσιο με 130 εργαζόμενους στην Κομοτηνή. Έκαναν επίσχεση 320.000 μέτρων υφασμάτων, τα οποία έμειναν εκεί ένα χρόνο. Και 20.000 κομμάτια, κομμένα ρούχα, έτοιμα πετάχτηκαν στα σκουπίδια.
Η καταστροφή για την εταιρία μου ήταν τότε 60.000.000 θετική ζημιά. Αυτά όμως τα ξεπέρασα με τα χρόνια. Το αίσχος όμως ήταν για την Ελλάδα, η οποία είχε να αντιμετωπίσει τη διοικητική βλακεία που την ταλάνιζε.
«Το 1992 βλέπω ότι κάτι συμβαίνει…»
Φτάνοντας λοιπόν στο 1992, έχοντας επιβιώσει από τις ζημιές αυτές, με πολλές μπουτίκ στην Αμερική και στην Πέμπτη Λεωφόρο , βλέπω ότι κάτι συμβαίνει πια. Δεν έχω τις ποιότητες που θέλω στην Ελλάδα. Είναι πολύ ακριβό να πάω να κάνω υπεράκτιες παραγωγές. Να πάω στο Χονγκ Κονγκ, στην Κίνα ή αλλού. Δυσκολεύομαι να φτάσω στο επίπεδο που ήμουν, γιατί αρχίζουν να κλείνουν βιομηχανίες υφασμάτων. Βλέποντας όλα αυτά πια, το ’92, λέω ‘δεν πάτε στο διάολο;’. Και αποφασίζω να αποσυρθώ.
Όλη μου η τρέλα ήταν το ‘MADE IN GREECE’.
Πέρυσι πήρα το μεγαλύτερο βραβείο που μου έχουν απονείμει. Το βραβείο «ΔΙΟΛΚΟΣ» από την Ελληνική Ακαδημία Μάρκετινγκ. Φανταστείτε πως όταν με κάλεσαν να πάω, νόμιζα ότι θα μου ζητήσουν να δώσω κάποιο βραβείο. Κι όμως ήταν έκπληξη. Είχαν ετοιμάσει ολόκληρη παρουσίαση της δουλειάς μου, η οποία έπαιζε σε τρεις οθόνες. Κι εκεί που νόμιζα ότι θα κάνω εγώ κάποια απονομή που έδωσαν το βραβείο «ΔΙΟΛΚΟΣ». Έπαθα σοκ, συγκινήθηκα πάρα πολύ. Σηκώθηκε όλο το HILTON όρθιο και χειροκροτούσε. Κι εγώ τους είπα το εξής: ‘ Η αγάπη άργησε μια μέρα’.
Μάλλον άργησε πολύ παραπάνω κύριε Τσεκλένη…
Αυτά τα παραδείγματα θα έπρεπε να είχαν δοθεί πολύ νωρίτερα σε άλλους για να ανοίξει ο δρόμος και να προχωρήσουν και στο εξωτερικό. Αλλά δεν δόθηκαν ποτέ. Δεν υπάρχουν βιομηχανίες. Είναι χέρσο το χωράφι πια.
(ΔΙΟΛΚΟΣ: Ο ειδικής κατασκευής πλακόστρωτος δρόμος που συνέδεε τις δύο άκρες του Ισθμού της Κορίνθου και πάνω στον οποίο σύρονταν κατά την αρχαιότητα από δούλους τα πλοία από τον Κορινθιακό στον Σαρωνικό Κόλπο και αντίστροφα.)
Πώς φύγατε όμως από το χώρο της μόδας; Δεν μου είπατε…
Αφού προσπάθησα να κάνω licensing, όπως σας είπα, έφυγα σιωπηρός από τη μόδα. Τώρα γελάω και παίζω μέσα από το Facebook, καθώς ανεβάζω συλλογές που χτυπάνε συλλογές του εξωτερικού. Σημερινές συλλογές του εξωτερικού τις χτυπάω εγώ με δικές μου που δημιουργήθηκαν πριν από 40 χρόνια με τα ίδια θέματα.
Και λέω ακόμα και στους Ιταλούς στους οποίους έστειλα πρόσφατα σχέδια: ‘Είναι πάρα πολύ όμορφο να βλέπω μετά από σαράντα χρόνια να κάνουν κάποιοι αυτό που έκανα κάποτε εγώ’.
Η Κατράντζου, η οποία βρίσκεται στο Λονδίνο και κάνει θαυμάσια δουλειά δουλεύει πάνω στη μέθοδό μου της θεματικής μόδας. Κάνει θέματα που προκαλούν έκρηξη. Οι κολοσσοί Dolce & Gabbana έκαναν φέτος βυζαντινά μωσαϊκά από τη Ραβένα. Τα έχω κάνει ήδη τρεις φορές και τους τα έστειλα κι αυτά.
Το σήμερα τι καταγράφει για τον Γιάννη Τσεκλένη;
Έκανα τα πρώτα boutique hotel στην Ελλάδα. Με τα πρώτα textile παράδοξα και επιθετικά χρώματα που υπήρχαν. Χωρίς να τον αντιγράφω, ακολούθησα τον Emilio Pucci στην έκρηξη των χρωμάτων, πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα με ακόμα πιο επιθετικά χρώματα.
Ξεκίνησα με το Vedena στη Σαντορίνη, έκανα 4-5 ακόμα ξενοδοχεία και μετά ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη δημιουργία οικιστικών συνόλων. Ένας μεγάλος μου καημός, ήταν η προσπάθεια να αναδείξω την τοπική αρχιτεκτονική. Όπως έκανα πρόσφατα τα Κελιά στην Τήνο.
Δώστε μας μια εικόνα της πορείας σας για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα για εσάς
Στο πρώτο opening που κάναμε στη Νέα Υόρκη μπήκαμε σε όλες τις εφημερίδες της Αμερικής. Γίναμε μεγάλο θέμα λόγω των πολύ δυνατών υφασμάτων.
Αποκτήσαμε τεράστια δημοσιότητα όταν κάναμε το Greek Fashion Odyssey με τους Αμερικάνους. Μιλάμε για δαπάνη πάνω από 1.500.000 δολάρια την εποχή εκείνη προκειμένου να πάρουν τα σχέδιά μας.
Έδωσα τα σχέδιά μου σε έντεκα μεγάλα γερμανικά εργοστάσια και μέσα σε ενάμισι χρόνο, κάνοντας τη συλλογή Arnel, κατάφερα να μπω σε 300 καταστήματα στη Γερμανία, όπου διατηρήθηκα για έξι με επτά χρόνια.
Το Esquire με κατέταξε ανάμεσα στους 50 σημαντικότερους σχεδιαστές του κόσμου.
Σε συνεργασία με το περιοδικό LIFE κάναμε ένα σημαντικότατο project με δημοσίευση οκτώ σελίδων γεμάτων από σχέδια δικά μου και από Ελλάδα. Το τεύχος αυτό κυκλοφόρησε σε 7.000.000 αντίτυπα.
Ήρθαν τίτλοι διεθνών μέσων όπως: «The goddess look».
Η Harrod’s διαφήμισε τη συλλογή μου με τα ελληνικά αγγεία, τα οποία πούλησε στο κατάστημά της στο Λονδίνο.
Ακολούθησαν και άλλοι τίτλοι στον ξένο Τύπο όπως της Washington Post: “Greece is in fashion” ή της Herald Tribune που έλεγε ότι «Η Ελλάδα είναι σε σύγκρουση με την Ισπανία», θέλοντας να δείξει ότι πήραμε όλο το αγοραστικό κοινό των Ισπανών φέρνοντάς το στη χώρα μας.
Παράλληλα βγαίνουν και κάποια ελληνικά ονόματα στο εξωτερικό, προσπαθώντας να ακολουθήσουν τα βήματά μου, ονόματα τα οποία δεν έμειναν για πολύ στο προσκήνιο.
Στα τελευταία μου χρόνια στο χώρο της μόδας με φιλοξένησαν σε ολοσέλιδες καταχωρήσεις, μέσα ενημέρωσης όπως οι New York Times.
«Για να ανακαλύψεις ηπείρους πρέπει να διασχίσεις ωκεανούς. Δεν γίνεται από το Κολωνάκι να κάνεις επιχείρηση», λέει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Τσεκλένης. Έπρεπε να ματώσεις, να κάνεις επαφές, συνεχή ταξίδια, πολλά πράγματα για να εδραιωθείς.
Μιλήστε μου λίγο για την καθημερινότητά σας. Μετά από όλη αυτή την ένταση και τον παλμό με τον οποίο ζήσατε τα πράγματα.
Ξυπνάω στις 5.30 το πρωί. Στις 8.30 βρίσκομαι στο γραφείο μου στο κέντρο της Αθήνας. Ετοιμάζω 12 σπίτια στη Μύκονο, των οποίων έχω αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση. Τελείωσα δύο project στη Σαντορίνη και τώρα ετοιμάζω άλλα δύο.
Δεν μπορώ να διανοηθώ να μην κάνω κάτι. Μπορεί να τρελαθώ αν μου πουν να καθίσω στο σπίτι και να παίρνω μια σύνταξη. Πρέπει να φύγω και να βρίσκομαι συνεχώς σε δράση. Είμαι 77 ετών και δουλεύω όπως δούλευα πριν.
Έχω κόψει την ημέρα στα δύο γιατί η γυναίκα μου έχει πάσχει από γαστροοισοφαγική πάθηση και πρέπει το μεσημέρι να τρώμε μαζί. Γυρίζω και πάλι στο σπίτι στο μεσημέρι και δουλεύω από εδώ.
Αμετανόητα παραγωγικός λοιπόν…
Δεν γίνεται διαφορετικά. Ο άνθρωπος που έχει μάθει να δουλεύει είναι σαν τον ποδηλάτη. Πρέπει να κάνει πετάλι συνέχεια. Αλλιώς θα πέσει.
Να σας τσιγκλήσω λίγο; Αν αύριο δημιουργούσε κάποιος πρωθυπουργός υπουργείο μόδας ή υπουργείο αισθητικής και σας έκανε πρόταση θα δεχόσαστε;
Όχι. Θέλω να πω στους πολιτικούς να βάλουν λίγη αισθητική ως μάθημα στο δημοτικό σχολείο, να τη διδάσκουν και αφού ωριμάσει ο κόσμος να φτιάξουν μετά υπουργείο. Αν φτιάξουν τώρα υπουργείο αισθητικής θα διορίσουν ηλιθίους για να κάνουν χάρες ή ‘σάλτες’, οι οποίοι θα πάνε μόνο για να κάνουν ζημιά.
Δεν θα μπαίνατε λοιπόν στην πολιτική, παρά το γεγονός ότι έχετε και πολιτική τοποθέτηση, αλλά και άποψη για τα πράγματα;
Ποτέ. Μια μεγάλη γκάφα που έκανα στη ζωή μου ήταν το 1994 στις δημοτικές εκλογές. Πήγα στον Πάγκαλο όπως πήγα σε όλους τους υποψήφιους δημάρχους και κατέθεσα ένα σχέδιό μου για την πόλη. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε την πεζοδρόμηση του παραδοσιακού ιστορικού τριγώνου. Η άποψη μου για το κέντρο της πόλης, διατυπωμένη το ’81 στα Επίκαιρα, το 92 στον Ταχυδρόμο και αργότερα στην τηλεόραση, αλλά και σε μία από τις εκπομπές που έκανα στην ΕΡΤ1 με τίτλο «Καλή και Ανάποδη». Μία άποψη πολύ συγκεκριμένη. Έχω επισημάνει κατά καιρούς το ωραίο και το άσχημό, όχι δεικτικά, αφήνοντάς το ζήτημα στην κρίση του κόσμου.
«Η Ελλάδα έχει μια ομορφιά συκλονιστική»
Η Ελλάδα έχει μια ομορφιά συγκλονιστική, όχι ομφαλοσκοπώντας, αλλά επειδή έτσι είναι. Η αισθητική των απλών ανθρώπων υπήρξε ατελείωτη όσο ερχόταν από παππού σε εγγονό. Χάλασε όταν μπήκε η τεχνολογία στη μέση και ήρθε το κιτς, αυτό που πουλάει. Τα μοντέρνα υλικά κατέστρεψαν τα πάντα. Πού ακούστηκε να φτιάχνουμε σαλέ ξύλινα, φινλανδικά, στον Παρνασσό και όχι ξύλινα;
Ποτέ όμως δεν θα πήγαινα να πάρω θέση σε υπουργείο κατόπιν ραντεβού. Υπουργείο μόδας δεν μπορεί να γίνει στην Ελλάδα ούτως ή άλλως. Δεν υπάρχει μόδα, ούτε βιομηχανία.
Πολιτικά πώς τα βλέπετε τα πράγματα;
Χρειαζόμαστε ένα shock treatment (θεραπεία του σοκ) μήπως και αλλάξουν τα πράγματα. Πρέπει μερικοί πολιτικοί να φύγουν τελείως. Πρέπει να τους ξεχάσουμε εντελώς. Είναι παλιομοδίτες. Να δούμε φάτσες καινούργιες και ας μην τις ξέρουμε.
Ποια η σχέση του Έλληνα με την αισθητική τελικά;
Καταναλωτικά ο Έλληνας επειδή υπήρξε πολύ υποανάπτυκτος. Αναπτύχθηκε στην πορεία ως πάρα πολύ καλός καταναλωτής για να διαφέρει. Η Θεσσαλονίκη – μιλάω για τον μέσο πολίτη – ντύνεται καλύτερα από την Αθήνα. Είναι Μιλάνο. Η Θεσσαλονίκη με το κόμπλεξ της συμπρωτεύουσας, προσπαθεί να διακριθεί και ξεπερνάει την πρωτεύουσα. Η Ελλάδα στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 που έβγαινε από τη φτώχεια και τον Εμφύλιο δεν είχε τα μέσα. Είχαμε ‘δασμόβιες’ επιχειρήσεις, τύπου Πειραϊκής και τόσες άλλες. Τα προϊόντα που έβγαζαν δεν ήταν ανταγωνιστικά ωραία και προχωρημένα. Ήταν μέτρια. Ζούσαμε σε κλειστά σύνορα. Βαλκάνια.
Για να φέρεις ένα μέτρο ύφασμα στην Ελλάδα έπρεπε να φέρεις 80% της αξίας του για να έρθει. Το 100% θα το έπαιρνες πίσω αφού ερχόταν εδώ να εκτελωνιστεί. Ουσιαστικά μιλάμε για τρεις φορές πάνω την αξία του υφάσματος.
Όταν λοιπόν αυτά «έσπασαν», διψασμένο το ελληνικό κοινό ανέπτυξε μεγάλη ξενομανία. Η ξενομανία προήλθε από αντίδραση, όχι από αμορφωσιά. Συγχρόνως μόλις άρχισε να επεκτείνεται η επικοινωνία είδαμε ενημερωμένους ξένους τίτλους περιοδικών στη χώρα μας, έχοντας μεγαλύτερο αριθμό εντύπων ανά κάτοικο από κάθε άλλο κράτος στον κόσμο. Ένας ακόμα παράγοντας ενημέρωσης του κόσμου είναι το ίντερνετ, το οποίο σήμερα επικαιροποιεί τη μόδα. Ο κόσμος αρχίζει να βλέπει λοιπόν τι γίνεται παγκοσμίως. Το ενημερωμένο κοινό με αυτόν τον τρόπο εξελίσσεται αυτομάτως σε καλόγουστο κοινό. Βλέπει το καλό και το άσχημο, διαβάζει κριτικές και ενημερώνεται.
Εξελισσόμαστε αισθητικά, έχουμε πάθει όμως δύο ζημιές. Από άλλη όμως έχουμε το συμφέρον που είναι υπεράνω οποιουδήποτε γούστου και γι’ αυτό καταστρέφουμε τα πάντα. Στη Σαντορίνη δεν υπάρχει πολιτική βούληση να χωροθετήσουν τα 13 χωριά και έχει γίνει το νησί μία πόλη. Με πονάει αυτό που βλέπω. Ενώ παλιά έβλεπες χωριό εδώ, χωριό εκεί, χωριό παραπέρα. Κι αυτό γιατί πάνε και χτίζουν σε τέσσερα στρέμματα γη, ό,τι θέλουν. Σε λίγο θα χαθούν και τα κρασιά και οι άνυδρες καλλιέργειες. Αυτά τα σπουδαία πράγματα τόπων όπως η Σαντορίνη.
Είχατε μία περιπέτεια με την υγεία σας. Σας επηρέασε στην εξέλιξή σας είτε θετικά είτε αρνητικά; Τελικά το μυστικό είναι να «αλλάζει κανείς γρήγορα ταχύτητες» στη ζωή του;
Η περιπέτεια αυτή με την υγεία μου ήταν καταλύτης. Μου έκανε μεγάλη ζημιά. Ήμουν ένα αεροπλάνο στην απογείωση και ήταν σαν να μου κόβουν τη φτερούγα. Είχα κάνει ένα μεγάλο εργοστάσιο και είχα ανοίξει τις αγορές. Το ότι κοινοποίησα και δεν έκρυψα το πρόβλημά μου – αν και ένας πολιτικός θα με είχε συμβουλέψει το αντίθετο – με βοήθησε. Κι αυτό το έκανα γιατί, πρέπει να αυτοεκτίθεται κανείς. Όταν για παράδειγμα λες ‘θα κόψω το τσιγάρο’, πρέπει να το λες και προς τα έξω για να ντρέπεσαι όταν δεν το κόψεις.
«Έπρεπε να αποδαιμονοποιήσω στον εαυτό μου τον όρο ‘καρκίνος’»
Όταν λοιπόν θέλεις να αποδαιμονοποιήσεις στον εαυτό σου τον όρο ‘καρκίνος’μ πρέπει να τον κάνεις γνωστό σε όλους. Να πεις ‘καρκίνο έχω, και τι έγινε;’, γιατί πιστεύω ότι θα τον «φάω» θα παλέψω μαζί του.
Αυτή η κοινοποίηση όταν πήγαινε στην τράπεζα, που έβλεπε τα 17 μαγαζιά και τα εργοστάσια πίσω από τα οποία ήμουν εγώ, δρούσε αρνητικά. Μου έκοψαν τα κεφάλαια κίνησης. Την ώρα της απογείωσης μου άδειασαν την κηροζίνη. Μου άδειασαν τα ντεπόζιτα και δεν μπορούσα να απογειωθώ. Γι’ αυτό και τα έκλεισα όλα και έφυγα και επέστρεψα αργότερα. Υποβλήθηκα σε δύο εγχειρήσεις, το ’75 η πρώτη μεγάλη και το ’77 με τοπική υποτροπή – μετάσταση, η οποία έφερε τον ακρωτηριασμό.
Κι όμως 20 ημέρες μετά τον ακρωτηριασμό ήμουν στο αεροπλάνο και γύριζα πίσω στην Ελλάδα. Η εγχείριση έγινε την 1η Μαρτίου. Στις 22 Μαρτίου παρέλαβα έναν οδηγό μαζί με μία Alpha Romeo σε ένα γκαράζ, του είπε ‘κάτσε εδώ, να πάω να κάνω ένα γύρο στο τετράγωνο’ και τον ξέχασα και έφυγα, ενώ εκείνος περίμενε.
Για μένα ήταν παιχνίδι να οδηγήσω με το ένα χέρι. Είδα ότι δεν έχω λόγο να έχω τον οδηγό. Μετά από λίγη ώρα τον πήρα τηλέφωνο από τη Γλυφάδα που είχα φτάσει και του είπα: ‘Ευχαριστώ πολύ δεν θα πάρω’.
Σε 45 μέρες έκανα σκι στη θάλασσα και σε άλλες 50 έκανα ένα πολύ επιτυχημένο σόου στην Ελλάδα, μια συλλογή που είχα ετοιμάσει από πριν.
Στην πραγματικότητα ήταν σαν να μην έγινε τίποτα. Αυτό αισθανόμουν. Απόλυτα φυσιολογικά ένιωθα σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό.
Ήμουν βέβαια και λίγο τυχερός. Είχα έναν καρκίνο, για τον οποίο ο υπ’ αριθμόν ένα σπεσιαλίστας στο μελάνωμα δεν μου έδινε πάνω από ένα χρόνο ζωής μετά την εγχείριση. Του ζητούσα το χρόνο, λέγοντάς του ότι έχω υποχρεώσεις να εκπληρώσω και εκείνος δεν μου τον έδινε. Είχα να αντιμετωπίσω οικονομικά ζητήματα, εταιρείες να παραπαίουν. Έπρεπε να πάρω αποφάσεις τι θα κάνω στη ζωή μου και δεν είχα το χρόνο.
Μου έλεγε το περίφημο ‘ρίξε έξι τέσσερα’, στα ζάρια. Και έριξα έξι τέσσερα.
Θα φεύγατε ποτέ από την Ελλάδα να στήσετε την επιχείρησή σας στο εξωτερικό;
Όχι. Το έκανα το 1977. Και εισέπραξα 175 μήνες φυλακή από το ΙΚΑ. Και γύρισα πίσω να τους παλέψω και να ξεπληρώσω. Ήμουν διωγμένος. Με απόδιωχνε το ίδιο το σύστημα. Είχα κάνει φανταστείτε πλάνο φυγής γιατί μπορούσαν να με εκδώσουν οι Αμερικάνοι εδώ. Πώς θα πήγαινα στο Μεξικό και από το Μεξικό θα πήγαινα πάλι στην Αμερική, η οποία δεν θα μπορούσε να με εκδώσει τότε. Μιλάμε για τέτοια πράγματα. Και όλα αυτά για να μπορέσω να επιβιώσω. Ήμουν όμως δυστυχής στο εξωτερικό. Εγώ ήμουν ευτυχής από την Ελλάδα προς το εξωτερικό. Ήθελα να μου βάζουν αυτό το ‘Greek’ εδώ (δείχνει το στήθος του).
Σχέδια του Γιάννη Τσεκλένη