Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Φωτογραφίες : Γιάννης Κέμμος
Σε έναν παραμυθένιο κόσμο, ίσως τα δικαιώματα και οι ανάγκες μοιράζονται ή καλύπτονται με πιο δίκαιο τρόπο, η κοινωνία και τα μέλη της συμβιώνουν αρμονικά και η δικαιοσύνη αποδίδεται κατ' όπως της πρέπει... Απόκληροι και σκιές που ζουν σε παραπήγματα δεν υπάρχουν ή κι αν υπάρξουν κάποιο «βασιλόπουλο» αρκεί για να τις φέρει από την ανυπαρξία στο φως. Όλα εκεί είναι τόσο ιδανικά όσο κι ονειρικά, απέχοντας από την πραγματικότητα έτη φωτός...
Στο δικό μας πραγματικό κόσμο μια προσεκτική ματιά αρκεί για να διαπιστώσει κανείς πως ζούμε σε μια κοινωνία που η μέριμνά της δεν επαρκεί για όλους. Αν και οι αιτίες τις περισσότερες φορές παραμένουν άγνωστες και μπορεί να ποικίλλουν, το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο. Οι άστεγοι της πόλης μας, μπροστά στους οποίους τις περισσότερες φορές εθελοτυφλούμε, οι άστεγοι που δεν αντιλαμβανόμαστε, που περνάμε από μπροστά τους βιαστικά ή αδυνατούμε να τους κοιτάξουμε στα μάτια, συγκεντρώνονται και δημιουργούν τις δικές τους κοινωνίες, με τους δικούς τους νόμους ίσως και δικά τους ιδανικά. Ζώντας για χρόνια στο περιθώριο σαν σκιές, συνηθίζουν τόσο το ρόλο του απόκληρου ώστε ακόμα κι αν τους επιτραπεί η επανένταξη στην κοινωνία που τους απέβαλε κάποιες φορές την αρνούνται.
Για να τους εντοπίσει κανείς αρκεί μια επίσκεψη στο μαλακό υπογάστριο της πόλης, στα προάστια της ή και στους λόφους της. Συνήθως όμως δεν επαρκεί για να τους προσεγγίσει. Εχθρικοί απέναντι στο «θύτη» τους, διατηρούν την αξιοπρέπεια του πληγωμένου θύματος χωρίς να τους αρκεί η λύπηση.
Μια τέτοια απόκληρη κοινωνία συναντήσαμε και στην στάση Μπάτης, στην παραλία του Φαλήρου. Στα υπερτιμημένα νότια προάστια, στην αμμουδιά που κάνει λιγότερο κρύο... έχει δημιουργηθεί, με την κοινωνική ευαισθησία της δημοτικής αρχής που μεταφράζεται σε ανεκτικότητα, μια άτυπη στέγη αστέγων. Το news.gr επισκέφτηκε τους άστεγους της παραλίας και πέρασε μια μέρα μαζί τους....
Ο Κώστας, άστεγος εδώ και μερικά χρόνια, μένει στις δημόσιες τουαλέτες της παραλίας τις οποίες έχει μετατρέψει σε σπίτι. Χρόνια τεχνίτης άλλωστε, «πιάνουν τα χέρια του» όπως μας λέει. Παλαιότερα ήταν μπογιατζής αλλά τα τελευταία είναι άνεργος.
Τα βράδια ψαρεύει στην μαρίνα πιο κάτω και μοιράζεται συνήθως τη λεία του με τους φίλους που μένουν τριγύρω. Είναι φυλετικός ρατσιστής, αφού η μετανάστευση σύμφωνα με τον ίδιο του στέρησε την πελατεία και δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα να βελτιώσει τη ζωή του. Για σύνταξη δεν έχει ούτε τα κατάλληλα χρόνια ούτε τα κατάλληλα ένσημα, όσο για ιατρική περίθαλψη, η πρόνοια δεν δέχεται πλέον ως διεύθυνση τις «δημοτικές τουαλέτες, στάση Μπάτη» όπως συνέβαινε τα πέντε προηγούμενα χρόνια...
Ο Ψύχος, όπως είναι το παρατσούκλι του, 70 χρόνων, είναι άλλος ένας άστεγος της παρέας. Ο ιδιοκτήτης του έκανε έξωση πετώντας τα πράγματά του στο δρόμο, όσο εκείνος βρισκόταν στο νοσοκομείο.
Έχοντας δουλέψει ως αναβάτης στον ιππόδρομο όλα τα χρόνια της ζωής του, σήμερα παίρνει μια σύνταξη 400 περίπου ευρώ, τα οποία δεν φτάνουν για να καλύψουν δύο ανάγκες ταυτόχρονα, αυτή της στέγασης και αυτή της σίτισης. Αναγκαστικά έχει επιλέξει την δεύτερη. Όσο για στέγη, έχει κατασκευάσει ένα κατάλυμα με κουβέρτες και σεντόνια, πίσω ακριβώς από το κοντέινερ που φιλοξενούσε κάποτε τις δημόσιες τουαλέτες, πίσω δηλαδή από το «σπίτι» του Κώστα.
Ο Γιώργος, «μάστορας» στα ηλεκτρικά, αφού ό,τι και να πιάσει μπορεί να το επιδιορθώσει, είναι ο πρώτος ένοικος της «γειτονιάς της παραλίας» γι αυτό έχει «το ρετιρέ» όπως μας πληροφορούν οι υπόλοιποι. Το ρετιρέ είναι οι πρώτες δημόσιες τουαλέτες που λειτούργησαν πριν χρόνια εκεί, χτιστές και υπερυψωμένες πολύ καλύτερες από το κοντέινερ του Κώστα.
Πριν την μετάβασή μας εκεί, πρώτη έκπληξη αποτέλεσε η αναφορά της τοποθεσίας, στάση Μπάτης στην παραλία του Φαλήρου. Κατά την άφιξή μας, χρειαζόταν μια προσεκτική ματιά για να εντοπίσει κανείς ανάμεσα στους δεινούς χειμερινούς κολυμβητές και λοιπούς λουόμενους την άτυπη στέγη αστέγων. Από τους πέντε «βασικούς» κατοίκους αυτού του «υπαίθριου ξενώνα» συνομιλήσαμε με τους τρεις σε μια προσπάθεια κατανόησης των αιτιών αλλά και αποτύπωσης της σκληρής καθημερινότητας τους .
Τρώνε από την σύνταξη του Ψύχου, από τα ψάρια που βγάζει ο Κώστας, από τα συσσίτια της εκκλησίας και του δήμου. «Βέβαια μια φορά που βρέθηκα σε μια εκκλησία λίγο πιο κάτω, δεν τα κατάφερα να φάω, ο πάτερ μου είπε να πάω στην ενορία μου» μας λέει ο Κώστας.
Με το ψάρεμα ο Κώστας ασχολείται χρόνια, παλαιότερα είχε και βάρκα αλλά μια κακιά στιγμή και μια καταιγίδα του την στέρησε. Έτσι τώρα ψαρεύει με το χέρι... Χρησιμοποιεί για δόλωμα μερικά από τα φαγώσιμα που αφήνουν οι περαστικοί και μόλις συγκεντρωθούν τα ψάρια βάζει την απόχη του κι ό,τι πιάσει. «Μη φανταστείς πως υπάρχουν πολλές καλές ψαριές, αλλά κάτι βγαίνει» αναφέρει ο Κώστας.
Συνήθως το βράδυ ανάβουν μια φωτιά και τα ψήνουν, τρώγοντας με αυτό τον τρόπο όλοι. Βέβαια μέσα στις τουαλέτες που έχει μετατρέψει σε σπίτι, έχει φτιάξει και κουζίνα. Αν και τώρα έχουν ρεύμα, πήραν ένα καλώδιο από την κολόνα που φωτίζει το δρόμο και το συνέδεσαν με το «σπίτι». Τα πρώτα δύο χρόνια δεν είχαν και μαγείρευαν σε ένα γκαζάκι. Όσο για θέρμανση ή ζεστό νερό, έχουν πολλά χρόνια να νιώσουν τις «ευεργετικές τους ιδιότητες» όπως μας λένε γελώντας.
Καθώς συζητάμε ένας κολυμβητής έρχεται στην αυλή και ζητάει έναν καφέ. «Καραβίσιο μόνο φτιάχνουμε , γιατί δεν έχουμε ψυγείο. Άφησε ότι έχεις ευχαρίστηση». Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για τα προς το ζην, όπως μας ενημερώνουν. «Αν βγει ένα ενάμιση ευρώ την ημέρα είμαστε μια χαρά, δεν χρειαζόμαστε παραπάνω».
Ο Κώστας και ο Γιώργος, όντας τεχνίτες, κατάφεραν να μετατρέψουν τις τουαλέτες σε κάτι που θα μπορούσε κανείς να το παρομοιάσει με σπίτι. Ο πρώην αναβάτης όμως, λόγω ηλικίας και λοιπών προβλημάτων υγείας, δεν χαίρει της ίδιας «προνομιακής» στέγης. Εκτός από το ότι έχει κουβέρτες αντί για τοίχους, αδυνατεί να φροντίσει το χώρο του, να τον καθαρίσει αλλά και να τον υπερασπιστεί.
Τα περισσότερα αντικείμενα έχουν βρεθεί από τα σκουπίδια. Λίγα ήταν εκείνα που κατάφεραν να πάρουν μαζί τους μετά την έξωση από το τελευταίο κανονικό κατάλυμα. Ο Ψύχος, παρατσούκλι που προκύπτει από την μεγαλοψυχία του σύμφωνα με τους λοιπούς κατοίκους του «ξενώνα», δεν κατάφερε να περισώσει και πολλά. Όταν έγινε η έξωση ήταν τραυματισμένος στο πόδι από ατύχημα που είχε με το μηχανάκι. Συνεπιβάτης ήταν ακόμα ένας φίλος που έμενε εκεί μαζί τους, ο οποίος σκοτώθηκε. Μέχρι και σήμερα, αρκετά χρόνια μετά, η ανάμνηση του συμβάντος τους γεμίζει με δάκρυα. Ο «καλλιτέχνης» Κώστας μάλιστα, έχει χτίσει κι ένα μνημείο προς τιμήν του φίλου του «εκεί όπου έβαζε πάντα την καρέκλα του κι ατένιζε το απέραντο γαλάζιο».
Από πίσω από το μνημείο, στο δικό του κατάλυμα, τα πράγματα είναι καλύτερα. Το δικό του σπίτι, όπως ισχυρίζεται, του το πήρε η τράπεζα και δεν πήρε τίποτα από μέσα. Αυτός είναι ο κοσμοπολίτης της παρέας, έχει μείνει για χρόνια στο Λουξεμβούργο. Έφυγε από εκεί μόνο όταν έχασε την τρίτη γυναίκα του, που είχε καταγωγή από αυτό το μικρό κρατίδιο. Τα πρώτα χρόνια που επέστρεψε στην Ελλάδα είχε δουλειά, «στο βάψιμο είμαι καλλιτέχνης. Μετά ήρθε η μετανάστευση έριξε τις τιμές και έσπασε την αγορά και μετά η κρίση που έδωσε τη χαριστική βολή».
Ο Γιώργος, ο τρίτος της παρέας, ως ο παλαιότερος δεν αναφέρεται εύκολα στο παρελθόν του. Όσο για το παρόν, διευκρινίζει πως ως άνεργος, αναλαμβάνει ό,τι μεροκάματα προκύψει, ειδάλλως ζητιανεύει έξω από σουπερ μάρκετ ή στα φανάρια για να βγει ένα πιάτο φαγητό.
Παρόλα αυτά κανείς δεν διαμαρτύρεται ιδιαίτερα για τον τρόπο διαβίωσης. ίσως από συνήθεια ίσως από κόπωση που προκαλεί η χρόνια αναμονή να πάνε καλύτερα τα πράγματα, ίσως από υπερηφάνεια που παρατηρείται σε κάθε τους κουβέντα.
Και για τους τρεις, από τότε που έμειναν εκεί, η καθημερινότητα είναι πανομοιότυπη και μάλιστα χωρίς καμία ανειλημμένη υποχρέωση. Μόλις ξυπνήσουν το πρωί θα ατενίσουν την θάλασσα πίνοντας τον πρώτο καφέ, καραβίσιο όπως λένε, χωρίς κρύο νερό αφού ψυγείο δεν υπάρχει. Θα κάτσουν στην «αυλή» που έχουν φτιάξει, ίσως παίξουν λίγο τάβλι ή λίγο χαρτί και θα κουβεντιάσουν μέχρι να βραδιάσει. Απαραίτητο για το μεσημέρι είναι περισσότερο το κρασί από ότι το φαγητό.
Τις απογευματινές ώρες καθαρίζουν την παραλία. Το βράδυ ο Κώστας πάει για το ψάρεμα και οι υπόλοιποι ανάβουν την φωτιά για να είναι έτοιμη να υποδεχτεί τη ψαριά κατά την επιστροφή του.
Οι κίνδυνοι όταν είσαι έξω από το σπίτι μας λένε πως είναι πολλοί αλλά μαθαίνεις να ζεις με αυτούς χωρίς να φοβάσαι. «Ίσως περισσότερο φοβάσαι εσύ που κλειδώνεις κάθε βράδυ πόρτες και παράθυρα στους τέσσερις τοίχους που αποκαλείς σπίτι» αναφέρει ο Κώστας.
Ένα από τα πολλά περιστατικά που μας αφηγείται είναι η επίθεση αγνώστων με πέτρες. «Έτσι όπως κοιμόμασταν εγώ στο κοντέινερ και κάτι φιλαράκια που φιλοξενούσα, στην αυλή, κάποιος πάνω από τον δρόμο πέταξε μια μεγάλη κοτρόνα. Το γεγονός πώς δεν σκοτώθηκε κάποιος από εμάς ήταν απλά θαύμα. Ούτε μάθαμε ποιος ήταν, ούτε καταλάβαμε γιατί το έκανε. Αλλά υποψιαζόμαστε ότι ήταν οι μετανάστες των Βαλκανίων που αισθάνονται πλέον σαν το σπίτι τους στη χώρα μας» αναφέρει, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ποια είναι η απειλή σύμφωνα με τα δικά τους μάτια.
Ο χώρος που αποτελεί σήμερα το σπίτι τους, δεν τους χαρίστηκε όπως μας λένε τον κατέλαβαν , τον διεκδίκησαν στη συνέχεια από τις δημοτικές αρχές, και από τότε που μένουν εκεί αισθάνονται την υποχρέωση να τον προφυλάξουν από τον «συνωστισμό» αστέγων που θα μπορούσαν να αναζητήσουν καταφύγιο στη ζεστασιά του κλίματος της παραλίας. Όπως αποδεικνύεται και στην κοινωνία των αστέγων υπάρχουν φυλές, οι οποίες δεν έχουν απαραίτητα τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους.
«Εμείς είμαστε οι βασικοί ένοικοι, αναφέρει χαριτολογώντας ο Κώστας, κατά διαστήματα έρχονται κι άλλοι. Με μερικούς μάλιστα που γίναμε φίλοι και τους φιλοξενήσαμε στο τέλος μας έκλεψαν κι έφυγαν. Το χειρότερο όμως για τους άστεγους της παραλίας, όπως μας λένε, είναι οι ομάδες των αλλοδαπών που συχνάζουν στην περιοχή.
«Φαντάσου για τι πράγμα μιλάμε, μια μέρα ένας από αυτούς ήρθε με ψωμί μουσκεμένο με ούζο με το οποίο τάιζε τα περιστέρια για να τα πιάσει και να τα φάνε με την παρέα του. Άσε που αφοδεύουν οπουδήποτε» αναφέρει ο Κώστα κάνοντας σαφές πως αισθάνονται εξαιρετικά εχθρικά για τους άστεγους που δεν είναι Έλληνες.
Στην επίσκεψη μας που η θερμοκρασία άγγιζε του 20 βαθμούς κελσίου, σίγουρα η διάθεση όλων ήταν καλή. Ποιος όμως μπορεί να φανταστεί την διάθεσή τους, όταν τα ψάρια δεν τσιμπάνε, όταν η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους 5 βαθμούς κελσίου και η βροχή μουσκεύει για τα καλά τα υπάρχοντά τους μέσα στα υποτυπώδη αυτά καταλύματα; Στην ερώτησή μας αυτή τα χαμόγελα δεν χαράχτηκαν στα πρόσωπά τους και κάνοντας ένα ταλαιπωρημένο νεύμα προσπάθησαν να αλλάξουν αμέσως την κουβέντα.
Ένα ακόμα κοινό χαρακτηριστικό σε αυτή την ομάδα είναι ότι όλοι έχουν παράπονα από τους συγγενείς ή δεν μπορούν καν να τους βρουν όταν τους αναζητούν. Συνεπώς τα αίτια που τους οδήγησαν στο δρόμο, περιλαμβάνουν τις αδιευκρίνιστες αλλά ταυτόχρονα πολύ κακές σχέσεις με το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Η αγάπη για το αλκοόλ και το γεγονός πως δεν υπάρχει ένας επόπτης στη στέγη τους, που να τους επιβάλει ένα μέτρο στην κατανάλωσή του, τους οδηγεί σε ψυχική χαλάρωση τόσο μεγάλη που αρκετές φορές παθαίνουν ατυχήματα ή και προκαλούν όπως παραδέχονται. Παράλληλα τους κάνει τόσο αδύναμους που διάφοροι άλλοι απελπισμένοι καταφέρνουν να τους αποσπάσουν μέρος ή το σύνολο των υπαρχόντων τους. «Κάπως έτσι έχασα το μηχανάκι μου, και ένα αερόθερμο που είχα για τον χειμώνα» αναφέρει ο Γιώργος, εξηγώντας σε ένα βαθμό γιατί είναι τόσο εχθρικός με κάθε είδους εισβολέα.
Μια μέρα στην κοινωνία των αστέγων, είναι αρκετή για να διαπιστώσει κανείς τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και την ανημποριά που κρύβεται πίσω από κάθε τους χαμόγελο. Βέβαια γίνεται εξίσου σαφές πως οι κοινωνικά απόκληροι, αυτοί που κάποια στιγμή για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο εναντιώθηκαν στο σύστημα και στις δομές του, δεν μπόρεσαν ποτέ να ενταχθούν ξανά στην κοινωνία. Αν δε αφορμή υπήρξε μια κάποια παραβατική συμπεριφορά, το ανεπαρκές σωφρονιστικό σύστημα φαίνεται πως απλά διατήρησε στην κοίτη του για ορισμένο χρόνο τους παραβάτες, απελευθερώνοντας τους, μια ακατάλληλη στιγμή, μάλλον ανέτοιμους και χωρίς εφόδια για μια ορθή επανένταξη...