“Τρέλα”, “ριάλιτι”, “παροξυσμός”, πολλές είναι οι λέξεις που έχουν χρησιμοποιηθεί τις τελευταίες εβδομάδες για να χαρακτηρίσουν την αυξημένη προβολή της οποίας τυγχάνει το μνημείο της Αμφίπολης και οι ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο. Και δεν είναι μόνο οι αρχαιολόγοι ή οι δημοσιογράφοι που αδημονούν για το παραμικρό εύρημα που θα εντοπιστεί κάτω από το χώμα, αλλά και το ευρύ κοινό, που “διψά” για νέες λεπτομέρειες, ανυπομονεί να μάθει την αλήθεια για το μεγαλοπρεπές μνημείο του λόφου Καστά.
Γιατί όμως όλη αυτή η “τρέλα”; Και είναι καινούργια αυτή η “τρέλα” ή την έχουμε ξαναζήσει στο παρελθόν, έστω και λίγο διαφορετικά;
Σύμφωνα με τον Γιάννη Χαμηλάκη, καθηγητή Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, η περίπτωση της Αμφίπολης θυμίζει έντονα την περίπτωση της Βεργίνας, το 1977: “Ξανά ένας τύμβος, ένα “μοναδικό” ταφικό μνημείο (γνωστό στους αρχαιολόγους ήδη από τη δεκαετία του ’60), ξανά η βιαστική συσχέτιση με έναν “σημαντικό” νεκρό που εμμέσως πλην σαφώς κατονομάζεται, ξανά οι ομολογημένες ή κρυφές ελπίδες για μια συγκλονιστική αποκάλυψη, ξανά οι από Βορράν εχθροί –αντίπαλοι στη μάχη των συμβόλων– που καραδοκούν”, επισημαίνει σε άρθρο του στο ιστολόγιο “Ενθέματα”.
Όπως σχολιάζει εξάλλου ο καθηγητής, “το κοινό έχει εθιστεί σε εθνικούς αρχαιολογικούς μύθους, που εν μέρει παράγουν οι ίδιοι οι ειδικοί” και “έχει μάθει πως αρχαιολογία είναι κυρίως ο εντοπισμός, η τελετουργική και μυστηριακή αλλά πρωτίστως θεαματική αποκάλυψη “μοναδικών” και λαμπρών ανακτόρων και τάφων που κρύβουν αμύθητα χρυσά αντικείμενα αλλά και τα ιερά λείψανα επώνυμων προγόνων, βασιλέων και κοσμοκατακτητών”.
“Μήπως τελικά δεν είναι η θρησκεία το όπιο του λαού, αλλά η “εθνική αρχαιολογία” ή, ακριβέστερα, η εκκοσμικευμένη θρησκεία της εθνικής αρχαιολογίας;”, διερωτάται εύλογα.
Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Πλάντζος, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δίνει μία άλλη διάσταση στο θέμα.
“Η αρχαιολογία συγκινεί την κοινή γνώμη γιατί προσφέρει την ψευδαίσθηση της επαφής με τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, που εμφανίζονται στα μάτια μας ως αναντίρρητα τεκμήρια της κυρίαρχης ιστορίας”, σημειώνει ο κ. Δημήτρης Πλάντζος σε συνέντευξή του στην Καθημερινή. Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει στην Αμφίπολη σύμφωνα με τον ίδιο είναι κάτι διαφορετικό, καθώς το ενδιαφέρον του κοινού “δεν εστιάζεται στο να μάθουμε κάτι που δεν γνωρίζαμε για τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά στο πώς αυτό το νέο στοιχείο θα επηρεάσει την παρούσα κατάσταση. Συνδέεται, δηλαδή, η Αμφίπολη με τη σημερινή συγκυρία”. Αυτή η σύνδεση, προσθέτει, καλλιεργήθηκε και από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού - “δηλώσεις που δημιουργούν την εντύπωση πως η εθνική ταυτότητα των σύγχρονων Ελλήνων, η εδαφική ακεραιότητα της χώρας ή ακόμα και η έξοδος από την κρίση εξαρτώνται από την ανεύρεση καταλοίπων ενός παρελθόντος, που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ένδοξο”.
Η ανασκαφή, εκτιμά, “εμφανίζεται ως ένα μέσο φαντασιακής διαφυγής προς ένα καλύτερο μέλλον”, και κάνει και αυτός τη σύγκριση με τα ευρήματα της Βεργίνας, υπογραμμίζοντας πως το φαινόμενο της υπερβολικής έκθεσης είχε εν πολλοίς αποφευχθεί όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφές στη Βεργίνα. Φυσικά, τότε “δεν υπήρχε Ιντερνετ, δεν υπήρχε αυτή η αίσθηση reality show”, αλλά “πρέπει να αναγνωρίσουμε πως το προστάτεψε και ο Ανδρόνικος” και η ηγεσία της εποχής.
Στο διάστημα που μεσολάβησε, “η εξέλιξη του μακεδονικού ζητήματος” οδήγησε στη γέννηση της “αρχαιολογίας της εθνικής ταυτότητας” και ενός “παράλληλου αφηγήματος περί πολιτισμικού αυτοχθονισμού”, βασισμένου σε θεωρίες συνωμοσίας. Σήμερα, οι ανασκαφείς της Αμφίπολης είναι αναγκασμένοι να τροφοδοτούν τη “ζήτηση” για συνεχή ενημέρωση, αφού διαφορετικά κινδυνεύουν να κατηγορηθούν ότι αποσιωπούν στοιχεία...
Ψηφίστε: Πιστεύετε ότι ο τρόπος προβολής των ευρημάτων στην Αμφίπολη έχει εξελιχθεί σε ριάλιτι;