Ο δρόμος έχει τη δική του… μουσική ιστορία

ΑΠΟ ΤΗ ΝΙΚΗ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ

Οι «αρτίστες του δρόμου», τραγουδιστές, μουσικοί, ζογκλέρ και performers, έχουν μόνιμη παρουσία στο κέντρο της Αθήνας και οι φυσιογνωμίες τους είναι γνωστές σε όσους περιδιαβαίνουν την Ερμού, την Διονυσίου Αρεοπαγίτου, το Σταθμό του ΗΣΑΠ στο Μοναστηράκι και άλλους εμπορικούς δρόμους.
​​
Αν και θα περίμενε κανείς πως η κρίση θα αποθάρρυνε τους καλλιτέχνες αυτούς από το να δίνουν τις υπαίθριες παραστάσεις τους, μιας και τα έσοδα παρουσιάζονται λιγότερα έως λιγοστά, εκείνοι συνεχίζουν να εκφράζονται μέσα από νότες και δρώμενα, αποδεικνύοντας τα διαφορετικά κίνητρά τους. Όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ του news.gr, μπορεί ο βιοπορισμός των περιπλανώμενων καλλιτεχνών να έγινε πολύ πιο δύσκολος, ωστόσο η κρίση τους έδωσε πλούτο ερεθισμάτων και μια ειδική αποστολή. Να εμφυσήσουν την ελπίδα σε αυτούς που την έχουν χάσει.

Οι «αρτίστες του δρόμου» δηλώνουν πως προτίμησαν ή αναγκάστηκαν να ασχοληθούν με μια μουσική ελεύθερη, απομακρυσμένη από στερεότυπα, με σκοπό να αφυπνίσουν τα πλήθη. Το σίγουρο είναι πως εμπλουτίζουν την καθημερινότητά μας επαναφέροντάς μας σε μια μποέμ ατμόσφαιρα πρότερων γοητευτικών δεκαετιών.

Το “Yesterday” ήταν μια καλύτερη εποχή...

Φωτό: Ο κυρ Νίκος :"Η ανάγκη δεν με έσπρωξε στην μουσική του δρόμου, αλλά η μουσική του δρόμου με βοήθησε όταν υπήρξε ανάγκη".

Ο κ. Νίκος είναι 67 ετών. Ασχολείται με την μουσική από το 1962, απ' όταν ήταν περίπου 16 ετών. Στην ηλικία των είκοσι έπαιζε κιθάρα και σε διάφορα νυχτερινά κέντρα της εποχής, όπου το «νυχτοκάματο» ήταν διαφορετικό. Όπως μας αναφέρει, υπήρξε και περίοδος όπου συμμετείχε στην μπάντα του Τόλη Βοσκόπουλου. Η βασική του απασχόληση όμως, ήταν η βιοτεχνία παπουτσιών που διατηρούσε μιας και ο πατέρας του, υποδηματοποιός, του δίδαξε την τέχνη. Για αρκετά χρόνια συνέχισε να απασχολείται στο εμπόριο, όταν όμως άρχισε η πτώση, έκλεισε την επιχείρηση και δούλευε σε άλλες βιοτεχνίες. Περίπου για εκείνη την περίοδο ομολογεί πως αν δεν είχε τη μουσική μπορεί και να είχε τρελαθεί «Την στιγμή που μου είπαν ότι το παιδί μου είχε πέντε μέρες ζωής, όντας 35 κιλά στα είκοσι ένα του, η μουσική μου έσωσε τη ζωή». Ο γιος του Κωνσταντίνος παρουσίασε μυελοβλάστωμα. Παρά τις προβλέψεις των γιατρών κατάφερε και επέζησε, το ίδιο κι ο κ. Νίκος. «Για να μην τρελαθώ, μιας και δεν μπορούσα να κάτσω σπίτι τα βράδια, άρχισα να ξαναβγαίνω με την κιθάρα. Αλλά δεν ξεκίνησα τότε να παίζω μουσική στους δρόμους. Πριν αρρωστήσει το παιδί, είχα χωρίσει με την γυναίκα μου και κοιμόμουν σε μια αποθήκη όπου κρατούσα τον εξοπλισμό της βιοτεχνίας που είχα κλείσει. Κάθε βράδυ έξω από το μαγαζί στεκόταν ένας άντρας λίγο νεότερος από μένα και έπαιζε μουσική αλλά χωρίς να ξέρει. Μια νύχτα δεν κρατήθηκα. Βγήκα έξω λέγοντας του αφού παίζεις που παίζεις γιατί δεν το μαθαίνεις πρώτα, να  μην ταλαιπωρείς και τα αφτιά μας» αναφέρει χαριτολογώντας. Ο πλανόδιος έγινε τελικά επιστήθιος φίλος του κ. Νίκου, μάθαινε γρήγορα την μουσική που του δίδασκε και πολλές φορές έκτοτε παίζουν μαζί στους δρόμους. Ο λόγος δεν είναι τόσο ο βιοπορισμός όσο η ανάγκη έκφρασης μέσω της μουσικής.

Στο Γολγοθά της ασθένειας του γιου του όμως η μουσική εκτός από οικονομική βοήθεια αποδείχτηκε και ψυχολογική. Το βράδυ πριν τα αποτελέσματα της μαγνητικής τομογραφίας του παιδιού, είχε κατέβει και πάλι στην Ερμού να βρει παρηγοριά στους φίλους μουσικούς που συνηθίζουν να παίζουν λίγο πιο κάτω. Γνώριζαν το πρόβλημα του, μας λέει, επιβεβαιώνοντας τις αγαστές σχέσεις που επικρατούν μεταξύ των υπαίθριων μουσικών. Την επόμενη μέρα τα αποτελέσματα της μαγνητικής επιβεβαίωναν πως το παιδί δεν εμφάνιζε καρκινώματα. Πλέον ο Κωνσταντίνος είναι 86 κιλά αν και καταβάλει ιδιαίτερες προσπάθειες να ξαναπερπατήσει. Κατά την δεκάωρη επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε έπρεπε να αφαιρεθούν όλα τα νεύρα για να αποκοπεί ο όγκος από την παρεγκεφαλίδα.  Εξαιτίας αυτού αναγκάστηκε να μάθει εξ αρχής βασικές δραστηριότητες όπως η ομιλία και το περπάτημα. Δοξάζει τους γιατρούς του Γεννηματά που τον βοήθησαν, μιλάει για την Ελλάδα της κρίσης και για την κακομεταχείριση των εργαζομένων, για τη χαμένη ελπίδα των νέων, για τις κυβερνήσεις που πρέπει να τιμωρηθούν για τα δεινά που προσέφεραν στο λαό και αναπολεί την Ελλάδα του χθες. Ελπίζει να είναι καλά ο Κωνσταντίνος του, ελπίζει επίσης σε μια επανάσταση και μας αποχαιρετά με το "Yesterday" των Beatles.

"Η ανάγκη μας είναι περισσότερο να βγάζουμε γούστο παρά να βγάλουμε δίσκο"

Ο Κωνσταντίνος κρατά το τύμπανο, ο Δημήτρης το ακορντεόν, Ο Γιώργος ένα κλαρίνο και ο Άγης φτάνει καθυστερημένος με την κιθάρα του. Οι τέσσερις τους, αποτελούν μια μικρή μπάντα που αποφάσισε να κάνει τις πρόβες της στο δρόμο. Οι τρεις από τους τέσσερις φίλους είναι φοιτητές γύρω στα 25. Ο Κωνσταντίνος σπουδάζει ιστορία της τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, και ο Άγης με τον Δημήτρη στη Φιλοσοφική. Ο Γιώργος αρκετά μεγαλύτερος τους, μετά από μια στροφή καριέρας και ζωής στην οποία δεν θέλει να αναφερθεί εκτενέστερα ασχολείται επιτέλους με κάτι που τον ευχαριστεί . "Πόσοι είναι άλλωστε οι άνθρωποι που μην αντέχοντας τις συνθήκες διαβίωσης στις μέρες μας αποφασίζουν να αράξουν σε ένα βουνό. Ε, εμείς για βουνό διαλέξαμε τον βράχο της ακρόπολης και κάνουμε πρόβες στη μουσική που αγαπάμε".  Η μουσική που αγαπούν είναι τα παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια τα οποία διασκευάζουν και το αποτέλεσμα εκπλήσσει κοινό και περαστικούς ευχάριστα. Συμπληρώνουν με αυτό τον τρόπο το εισόδημα τους. Με τους μουσικούς του ίδιου δρόμου, της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, δεν "έχουν να χωρίσουν κάτι". Κανένας τους άλλωστε δεν έχει προκαθορισμένο μέρος που παίζει μουσική. Το μόνο που όλοι τους φροντίζουν είναι να στήσουν τα όργανά τους στην απαραίτητη απόσταση για να μην ενοχλούν τον παρακάτω ή τον παραπάνω μουσικό."Η ανάγκη μας είναι περισσότερο να βγάζουμε γούστο παρά να βγάλουμε δίσκο" μας λένε και για το μέλλον εύχονται παγκόσμια ειρήνη και χαμογελούν.

Ενας σύγχρονος ρεμπέτης ετών 21​

Φωτό: Ο Μανώλης “Στις 78 στροφές είναι καταγεγραμμένη η ιστορία της Ελλάδας”

Ο Μανώλης, 21 ετων, έχει τη σοβαρότητα και το παρουσιαστικό παλιού ρεμπέτη. Στην θήκη του ούτι μπροστά του είναι τοποθετημένο το καφέ του σακάκι ίδιο χρώμα με το καπέλο "παλαιάς κοπής" που φοράει. Η συνομιλία μαζί του σε ταξιδεύει σε μια ιστορική αναδρομή της μουσικής των 78 στροφών, μιας μουσικής που όπως μας πληροφορεί ξεκίνησε από την Σμύρνη. Και τα «απαγορευμένα», με τα οποία είναι πιο εξοικειωμένο το κοινό, εμπεριέχονταν στους δίσκους των 78 στροφών. «Είναι μια μουσική που γενικά δεν προτιμάται και δεν ακούγεται» μας ενημερώνει. Ο Μανώλης παίζει «ούτι» και συνήθως συνοδεύει τον Μάριο Παπαδέα που παίζει σαντούρι τραγουδώντας αμανέδες σε ένα μαγαζί στα παλιατζίδικα στο Μοναστηράκι. «Ο Μάριος πριν από δεκαπέντε χρόνια που ξεκίνησε δεν είχε ανταπόκριση ούτε από μουσικούς ούτε από κοινό, τα τελευταία χρόνια όμως είναι πιο αισιόδοξα τα πράγματα». Οι σωστός του τόνος επιβεβαιώνει πως έχει φοιτήσει στο μουσικό σχολείο του Αλίμου και ο ίδιος ομολογεί πως το επαγγελματικό του μέλλον θα ήθελε να σχετίζεται με τη μουσική. Στο δρόμο βγαίνει γιατί  «η μουσική είναι για να προσφέρεται, δεν είναι μόνο για τα μαγαζιά ή για τις συναυλίες, επιτρέπει  άλλωστε και μια άλλη διαφορετική επικοινωνία» μας λέει χαρακτηριστικά. Το «χαρτζιλίκι» είναι κάτι που έρχεται σε δεύτερη μοίρα, πρωταρχικός στόχος είναι να μπορέσει να επικοινωνήσει με τον κόσμο μέσω της μουσικής ώστε ο κόσμος να την γνωρίσει. «Πιο σημαντικό είναι να κάτσει κάποιος να ακούσει ένα, δύο τραγούδια από το να μας αφήσει τον οβολό του και να σηκωθεί να φύγει». Είναι ελληνική μουσική με παράδοση, και διαφέρει από το τσιφτετέλι. Στη λέξη τσιφτετέλι του έρχονται στο νου τα λόγια του Ζαμπέτα που άκουσε να διηγείται ένας γηραιότερος φίλος μουσικός «Στα μαγαζιά από κάποια στιγμή και έπειτα ήταν ωραία αλλά υπήρχε ένα βασικό πρόβλημα. Τους παίζαμε τσιφτετέλι χόρευαν τσιφτετέλι, τους παίζαμε χασαποσέρβικο χόρευαν τσιφτετέλι, τους παίζαμε ζεϊμπέκικο και πάλι χόρευαν τσιφτετέλι.» είχε πει ο διάσημος μουσικός. «Στις 78 στροφές γράφτηκαν και τραγούδια τα οποία κατέγραφαν και διηγούνταν ιστορίες της εποχής. Όπως αυτή της Φούλας, που μαζί με την μάνα της την Κάστρου και έναν ανιψιό είχαν σκοτώσει τον σύζυγό της Αθανασόπουλο στη δεκαετία του '30. Το φονικό είχε καταγραφεί εκείνη την εποχή σε πλάκα γραμμοφώνου και είχε τραγουδηθεί. Επίσης είχε παιχτεί και στο θέατρο σκιών από τον παππού του Ευγένιου Σπαθάρη» μας ενημερώνει μιας και ασχολείται και με το θέατρο σκιών. Αν και η αποδοχή του κόσμου είναι θερμή εικάζει ότι λίγοι είναι εκείνοι που κατανοούν τη μουσική και το νόημά της μιας και με τα χρόνια την έχουν ξεχάσει. Στο δρόμο οι συνθήκες είναι καλές. Την περίοδο των Χριστουγέννων είχαν αντιμετωπίσει κάποια προβλήματα με την αστυνομία στην αρχή της οδού Ερμού. Όπως και οι υπόλοιποι μουσικοί έτσι κι ο Μανώλης δεν έχει σταθερές μέρες και ώρες, ούτε συγκεκριμένη θέση εφόσον πρέπει η έκφραση να παραμένει ελεύθερη.

Ο Yan αγάπησε την Ελλάδα της γραφειοκρατίας

Ο Yan είναι 26 χρόνων από την Σερβία. Επισκέπτεται την Ελλάδα από το 2008 για να δει την αδερφή του που είναι παντρεμένη με Έλληνα. Μάλιστα θέλησε να σπουδάσει στην χώρα μας αρχιτεκτονική αλλά δεν τα κατάφερε λόγω κάποιων πιστοποιητικών που δεν προσκόμισε εγκαίρως, μας διηγείται και προσθέτει εμφατικά "Εσείς οι Έλληνες έχετε τόση πολλή γραφειοκρατία". Γύρισε στην πατρίδα του σπούδασε δίκτυα ηλεκτρονικών υπολογιστών, απλά για να δείξει στην μητέρα του το πτυχίο, ομολογεί ενώ κατανοούμε τα κοινά που διατηρούμε με τον σερβικό λαό. Η κατάσταση στη χώρα του δεν είναι άσχημη ίσως είναι και καλύτερη από της Ελλάδας αλλά είχε ανάγκη μια αλλαγή και η Ελλάδα είναι όμορφη. Έτσι επέστρεψε εδώ να ακολουθήσει το όνειρό του. Παίζει μουσική στο δρόμο σχεδόν κάθε βράδυ  σε κάποιο σημείο της Ερμού γιατί του αρέσει να συγκινεί τον κόσμο. Με τα λεφτά που αποκομίζει καταφέρνει και συντηρείται. Συμπληρωματικό εισόδημά για τον Yan, οι ζωντανές εμφανίσεις με την Αλκμήνη Χατζηνάσιου, ανιψιά του γνωστού μουσικοσυνθέτη. Δεν είναι επαγγελματίας μουσικός είναι αυτοδίδακτος και κατά κύριο λόγο παίζει μπαλάντες.Το όνειρό του για το μέλλον σχετίζεται τόσο με τη μουσική όσο και με τον δρόμο.

​Μια φλογέρα διηγείται μια πολύ δύσκολη ζωή

Ο κ. Δημήτρης παίζει φλογέρα. Είναι καθιστός εφόσον η δισκοκήλη που έχει αποτρέπει την ορθοστασία. Τα βαρέα και ανθυγιεινά του παρελθόντος είχαν σαν αποτέλεσμα να εγχειριστεί στην σπονδυλική στήλη. Αγαπάει τη μουσική αλλά συνεπικουρεί και το χαμηλό επίδομα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες που παίρνει στο να βγαίνει στο δρόμο. Ζει μόνος του, σε ένα υπόγειο και η ιστορία του είναι θλιβερή. Αν και νοσηλευτής δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα εφόσον αναγκάστηκε και ο ίδιος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική και μάλιστα δύο φορές. Η μητέρα του κατά την διάρκεια του πολυήμερου καύσωνα του '87, όπου είχε αφήσει πίσω του 1.300 νεκρούς, είχε αυτοκτονήσει βάζοντας φωτιά στο δωμάτιο που διέμενε. Μετά την νοσηλεία του αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα το γεγονός χωρίς όμως να ελπίζει σε διαφοροποίηση του σκηνικού και χωρίς να διαβλέπει κάποια ελπίδα για το μέλλον. Προσπαθεί να επιβιώσει με αυτά που έχει αν και δεν είναι πολλά. Σε μια γωνία της Ερμού στημένος για ένα δίωρο μας δείχνει πως κατάφερε να εισπράξει ένα ευρώ  Το πολύ τέσσερις ώρες κάθεται και μετά επιστρέφει στο υπόγειο. «Είναι δύσκολο πράγμα η ζωή, αλλά η μουσική την δίνει ένα διαφορετικό νόημα, σαν να την βελτιώνει λιγάκι»

Ένας καθηγητής βιολοντσέλου:" Η μουσική στο δρόμο δεν είναι επαιτεία, είναι ομορφιά​"

O τραγουδιστής του συγκροτήματος muchatrela, ένας καθηγητής μουσικής στο πανεπιστήμιο της Αυστρίας και ο Σπύρος με το εντυπωσιακό  βιολοντσέλο του, το οποίο στερεώνει κάποια στιγμή στο κεφάλι του κρατώντας το με τα δόντια, αποτελούν μια ιδιότυπη μπάντα. Εκτός από καλή μουσική προσφέρουν και ιδιαίτερο θέαμα. Τα ποσά που αποκομίζουν  με το να παίζουν μουσική στο δρόμο συμβάλλουν στη διαβίωσή τους. Πάνω από όλα όμως είναι ένας διαφορετικός και ταυτόχρονα όμορφος τρόπος έκφρασης, μια άμεση επικοινωνία με το κοινό, μια προσφορά στον περαστικό συνάνθρωπο. Ο Robert αγαπά την Ελλάδα, η αδερφή του εγκαταστάθηκε κάποια στιγμή στην Πάρο κι έτσι επισκέφτηκε τη χώρα μας για πρώτη φορά. Έκτοτε έρχεται συχνά αλλά από φέτος αποφάσισε να περνάει τους έξι μήνες του χρόνου διδάσκοντας σαξόφωνο στους φοιτητές και τους υπόλοιπους έξι να έρχεται στην Ελλάδα και να παίζει μουσική στους δρόμους διασκεδάζοντας τον κόσμο που περνά. «Η μουσική στο δρόμο δεν είναι επαιτεία, είναι ομορφιά. Η φιλαρμονική της Κοπεγχάγης είχε παίξει το Bolero του Ravel στο σταθμό του μετρό, και πολλοί διάσημοι μουσικοί έχουν τραγουδήσει στο δρόμο. Η μουσική δεν έχει όρια, ούτε είναι φτιαγμένη για να κλείνεται σε υπερμεγέθη δωμάτια, πρέπει να είναι ελεύθερη. Που μπορεί λοιπόν να είναι ποιο ελεύθερη από ότι στον δρόμο".

“Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο”

Φωτό: Ο λατερνατζής της ασπρόμαυρης ελληνικής ταινίας

Λίγο πιο πάνω στην Ερμού συναντάμε τον κ. Νίκο τον παραδοσιακό λατερνατζή. Η λατέρνα που σέρνει κατασκευάστηκε το 1948, μέχρι το 1996 που την κληρονόμησε, την χρησιμοποιούσε ο πατέρας του, πριν ένας οικογενειακός φίλος. Μέχρι το '96 απασχολήθηκε σε ευκαιριακές δουλειές αλλά από εκεί και πέρα, η βασική του απασχόληση είναι η λατέρνα. Την κουρδίζει μια φορά το μήνα και την συντηρεί στο μοναδικό τεχνίτη που έχει απομείνει στην Αθήνα, στο Κορωπί, κάθε εξάμηνο. Τα τελευταία χρόνια της κρίσης δυσκολεύεται αρκετά να βιοποριστεί. Το λιγότερο τέσσερις ώρες την μέρα βγαίνει αλλά τα χρήματα δεν είναι αρκετά, το Σαββατοκύριακο κάθεται περισσότερες μιας και ο κόσμος αυξάνεται στο κέντρο. Τον Οκτώβριο είχε αντιμετωπίσει και εκείνος προβλήματα με τις αρχές, έχει πάει 3 φορές στο τμήμα κι άλλες δύο φορές έχει κινδυνέψει από διερχόμενο όχημα.

Η συνάντηση μας με όλους αυτούς τους πλανόδιους μουσικούς μας έμαθε πως η μουσική του δρόμου γι' αυτούς πηγάζει από την ελευθερία της ψυχής και από την αγάπη για επαφή. Οι αρτίστες του δρόμου είναι οι καλλιτέχνες που δεν βάζουν ούτε όρια ούτε ταμπέλες, και σίγουρα αρνούνται τον τίτλο της επαιτείας που ορισμένοι προσπαθούν να τους προσάψουν. Τα έσοδα δεν μπορούν να υπολογιστούν, ούτε φυσικά να φορολογηθούν. Αναλογιζόμενοι όμως παραδείγματα του εξωτερικού, κατανοούμε πως λύσεις για να αντιμετωπιστούν χωρίς να εκδιωχθούν από τους δρόμους σίγουρα υπάρχουν. Ας ελπίσουμε πως στο μέλλον οι αρμόδιοι θα τις υιοθετήσουν ώστε η μουσική να μην σταματήσει να ηχεί...