Όταν μπαίνεις στο εργαστήριο μπαούλων στο υπόγειο της οδού Παλλάδος 21 αισθάνεσαι σαν να είσαι μέρος κινηματογραφικού σκηνικού. Μπαούλα και βαλίτσες όλων των μεγεθών σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι ταξιδιώτες του 19ου αιώνα και οι μετανάστες του 20ου αιώνα κοσμούν τα ράφια της βιοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τα παλαιότερα από αυτά δανείζει ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, Γιώργος Νικολάου, σε θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες και ρετρό φωτογραφήσεις. Το κατάστημα ιδρύθηκε το 1966 και έκτοτε λειτουργεί στον ίδιο χώρο. Μέχρι τη δεκαετία του 1980 οι Αθηναίοι αγόραζαν πολλά μπαούλα και ο κ. Νικολάου είχε μάστορες που κατασκεύαζαν μέχρι και 12 μπαούλα την ημέρα. Στην ευρύτερη περιοχή εξασκούσαν το επάγγελμα άλλοι επτά- οκτώ τεχνίτες, ωστόσο σήμερα είναι ο τελευταίος του είδους που κατασκευάζει και επισκευάζει μπαούλα. «Το μπαούλο είναι μια μορφή τέχνης και διακόσμησης που ακόμα χρησιμοποιείται και ως μέσο αποθήκευσης, γι’ αυτό και αντιμετωπίζεται με ενδιαφέρον», επισημαίνει στο Aθηναϊκό Πρακτορείο, η κόρη του ιδιοκτήτη, Στέλλα.
Για την κατασκευή ενός μπαούλου χρησιμοποιούνται φύλλα κόντρα πλακέ θαλάσσης, τα οποία καρφώνονται και επενδύονται εξωτερικά και εσωτερικά με μέταλλο ή ύφασμα. Στη συνέχεια, τοποθετούνται τα μεταλλικά στοιχεία τους, όπως τα χερούλια και η κλειδαριά. Η τιμή των μπαούλων διαφοροποιείται ανάλογα με το μέγεθός τους, αλλά και την επένδυση που έχουν και κυμαίνεται από 30 έως 300 ευρώ.
Στη βιοτεχνία ψαθοκαπέλων "Savapile" στην οδό Αγίας Ελεούσης 7 νιώθεις ότι θα συναντήσεις τη Μαρία, την Ινφάντα και την Κατερίνα, τις τρεις νεαρές ηρωίδες του μυθιστορήματος της Μαργαρίτας Λυμπεράκη "Τα ψάθινα καπέλα", οι οποίες θα ξεπροβάλουν από τη γωνία για να διαλέξουν το καπέλο που τις ταιριάζει καλύτερα.
Η επιχείρηση ιδρύθηκε το 1960, από τον Σάββα Σαρηγιαννίδη. Σήμερα τη συνεχίζει η κόρη του, Λίζα, η μοναδική πιλοποιός που φτιάχνει γαζωτά ψάθινα καπέλα.
Όπως εξηγεί επέλεξε να ασχοληθεί με την ψάθα «γιατί είναι ζωντανή, τη σχηματίζεις εκείνη την ώρα». Το πλήγμα που έχει δεχθεί η δουλειά της από τις κινέζικες βιομηχανίες είναι μεγάλο, ωστόσο ζήτηση εξακολουθεί να υπάρχει μια και ο κόσμος αναζητά ιδιαίτερα ψάθινα καπέλα.
Διαθέτει τα καπέλα της σε χοντρική πώληση, με τις τιμές να ξεκινούν από πέντε και φτάνουν ως τα 50 ευρώ, ωστόσο όπως επισημαίνει πολλές φορές τα καταστήματα πωλούν τα καπέλα στο πολλαπλάσιο, χωρίς να σκεφτούν τη δύσκολη οικονομική συγκυρία. Κατά τους χειμερινούς μήνες που ζήτηση για ψάθινα καπέλα δεν υπάρχει, δημιουργεί ναυτικά κασκέτα και μπερέδες.
Στον αριθμό 49 της οδού Κολοκοτρώνη λειτουργεί το τροχείο μαχαιριών- ψαλιδιών του Γιάννη Κοντοπίδη. Το τροχείο ιδρύθηκε το 1926 από τον προπάππου του, Μανώλη Κοντοπίδη. Την εποχή της ίδρυσής του λειτουργούσε ως χυτήριο κοπτικών εργαλείων, όπου έλιωνε το μέταλλο και κατασκεύαζε διαφορετικής μορφής ψαλίδια. Ήταν τότε το μοναδικό εργαστήριο στο είδος του στην Αθήνα.
Το χυτήριο σταμάτησε να λειτουργεί το 1959 και ο πατέρας του σημερινού ιδιοκτήτη, λόγω του ακριβού κόστους παραγωγής ξεκίνησε την εισαγωγή ψαλιδιών και μαχαιριών, συνεχίζοντας ταυτόχρονα την τέχνη του τροχίσματος.
Το τροχείο βρίσκεται στην οδό Κολοκοτρώνη από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Σήμερα το τρόχισμα γίνεται σε ένα μηχάνημα, το καλούπι του οποίου είναι το ίδιο από το 1926 και έχει εκσυγχρονιστεί μόνο ο τροχός. «Έχουν απομείνει λίγα τροχεία. Δεν είναι εύκολο το επάγγελμα. Εμείς επειδή έχουμε παράδοση από γενιά σε γενιά, τα καταφέρνουμε», εξηγεί η Αναστασία Κοντοπίδου. Ελπιδοφόρα είναι, πάντως, η αίσθηση της κ. Κοντοπίδου ότι η κίνηση αρχίζει να αυξάνεται, καθώς λόγω της οικονομικής κρίσης ο κόσμος καταφεύγει στις επισκευές και όχι στις αγορές. Μέχρι πριν από δύο χρόνια το κατάστημα διέθετε και μικρό μουσείο παλαιών ψαλιδιών και εργαλείων τροχισμού, το οποίο όμως σταμάτησε να λειτουργεί λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από το κοινό.
Μοναδικά και χειροποίητα αμπαζούρ για φωτιστικά μπορεί να βρει κανείς στην οδό Ευριπίδου 1. Εκεί η οικογένεια Περβολαράκη φτιάχνει εδώ και 60 χρόνια φωτιστικά προσαρμοσμένα στα γούστα του κάθε πελάτη: από τις βάσεις σε συνεργασία με τεχνίτες του είδους μέχρι το ράψιμο και τη διακόσμηση του καπέλου. Ο σημερινός ιδιοκτήτης της βιοτεχνίας, γιος του ιδρυτή, Γιώργος Περβολαράκης, χαρακτηρίζει το επάγγελμά του «μεράκι».
"Είναι μια καλλιτεχνική δουλειά, γιατί πρέπει να συνδυάσεις υφάσματα, μεγέθη, χρώματα, αλλά και την καλύτερη απόδοση του φωτισμού. Χρειάζεται προσοχή γιατί στολίζεις ένα σπίτι", λέει.
Το κόστος ενός χειροποίητου αμπαζούρ ξεκινά από 30 ευρώ και μπορεί να φτάσει και μέχρι τα 500, για τα πιο περίτεχνα που απαιτούν δεκάδες ώρες δουλειάς. Παρά τη ζημιά της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, η βιοτεχνία έχει ακόμα πιστούς πελάτες που αναζητούν κάτι μοναδικό για να διακοσμήσουν το σπίτι τους. Ωστόσο, ο κ. Περβολαράκης είναι απαισιόδοξος για το μέλλον του επαγγέλματος. "Αυτή τη στιγμή ο βιοπορισμός είναι δύσκολος γιατί δεν πρόκειται για είδος ανάγκης. Το επάγγελμα πεθαίνει και δεν υπάρχει ανταπόκριση στους νέους. Δίνουμε μάχη ενάντια στον αργό θάνατο", λέει χαρακτηριστικά.
Στην οδό Χρυσοσπηλιωτίσσης 7 βρίσκεται το τσιγκογραφείο του Θέμη Χατζηιωάννου που ιδρύθηκε το 1946. Στο εργαστήριο γίνονται μεταξύ άλλων χρυσοτυπίες, πυρογραφίες για κουτιά, κλισέ, -δηλαδή ειδικές πλάκες για εκτύπωση και μήτρες για τυπογραφία-, θυρεοί, μετάλλια και πλακέτες απονομών, καθώς και σήματα για πέτα. Η πελατεία τους προέρχεται από την Ελλάδα (πρόσφατη δουλειά τους τα μετάλλια για το Ράλι Ακρόπολις), αλλά και από επιχειρήσεις όλου του κόσμου (μεταξύ των οποίων και αεροπορική εταιρεία της Σαουδικής Αραβίας) που αναζητούν τη λεπτομέρεια και την καλλιτεχνική αισθητική στο τελικό αποτέλεσμα.
Σήμερα λειτουργούν μόλις εννιά τέτοιες επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα, από τις οποίες οι τέσσερις στην Αθήνα. Όπως λέει ο κ. Χατζηιωάννου, "κρατάμε όσο έχουμε δουλειά. Ωστόσο οι νέοι δεν ενδιαφέρονται για τη συνέχιση του επαγγέλματος".
Λίγο παρακάτω, στην οδό Αριστείδου 10-12 λειτουργεί το παραδοσιακό τυπογραφείο του Νίκου Μπάρδη. Η επιχείρηση ιδρύθηκε το 1963 από το θείο του σημερινού ιδιοκτήτη, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του με ένα χειροκίνητο πιεστήριο. Ο ανιψιός του και συνεχιστής του τυπογραφείου χρησιμοποιεί την παραδοσιακή τυπογραφική μέθοδο με τα μεταλλικά κινητά στοιχεία που στοιχειοθετούν γράμματα, αριθμούς και γραμμές για να δημιουργήσει προσκλητήρια, χαράγματα σε αυτοκόλλητα και κάρτες και γκοφρέ.
Δεν δέχεται, όμως, το χαρακτηρισμό του ως ρομαντικού του είδους και σπεύδει να προσθέσει ότι προσαρμοζόμενος στα σημερινά δεδομένα κάνει και εκτυπώσεις σε σύγχρονα μηχανήματα για όσους ζητούν μαζικότερη και πιο οικονομική παραγωγή.
"Τη δεκαετία του ’80 άλλαξαν τα δεδομένα στην τυπογραφία. Με την εισαγωγή του όφσετ, περάσαμε από το καλλιτεχνικό στην παραγωγή. Μειώθηκαν οι ώρες δουλειάς, αλλά χάθηκε και η αίσθηση του τι φτιάχνω, η αγάπη για το αντικείμενο", εξηγεί. Είναι από τους τελευταίους που διατηρούν και τα παραδοσιακά μηχανήματα.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στην οδό Αριστείδου λειτουργούσαν μέχρι πριν από λίγα χρόνια έντεκα παραδοσιακά τυπογραφεία και σήμερα έχει μείνει ο τελευταίος. Δηλώνει μάλιστα απαισιόδοξος για το μέλλον του επαγγέλματος. "Κάποια στιγμή είναι σίγουρο ότι θα σβήσει τελείως η παραδοσιακή τυπογραφία. Εγώ ίσως αντέχω γιατί είμαι ο νεότερος από τους επαγγελματίες", καταλήγει.