Το ούζο και το τσίπουρο είναι τα αγαπημένα ποτά πολλών, που τα συνοδεύουν, συνήθως, με ποικιλία μεζέδων καλή μουσική και φυσικά καλή παρέα.
Ελάχιστοι όμως, είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι στην ίδια κατηγορία ποτών ανήκει και η μουντοβίνα, το …τσίπουρο των μελισσοκόμων. Είναι ένα ποτό που δεν παράγεται από σταφύλια αλλά από μέλι και κερήθρες, στην ορεινή Χαλκιδική, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Θεσσαλονίκη, στους πρόποδες του Χολομώντα.
Παράγεται από τους ντόπιους μελισσοκόμους των ορεινών δήμων Αριστοτέλη και Πολυγύρου, οι οποίοι εδώ και γενιές ακολουθούν τη συνήθεια των προγόνων τους και δεν αφήνουν να πάνε χαμένα τα υπολείμματα του μελιού από τις κερήθρες.
Με απόφαση του υπουργείου Οικονομικών - που δημοσιεύτηκε σε Φ.Ε.Κ. - η μουντοβίνα αναγνωρίστηκε ως τοπικό προϊόν γεωγραφικής ένδειξης, γεγονός που αναμένεται να επιφέρει πολλαπλά θετικά αποτελέσματα στους τομείς της μελισσοκομίας, της τοπικής παράδοσης και του αγροτοτουρισμού.
Η γεωγραφική ένδειξη μουντοβίνα μπορεί να συμπληρώνει ή να αντικαθιστά την επωνυμία πώλησης του αλκοολούχου ποτού "απόσταγμα μελιού", υπό τον όρο ότι θα παράγεται στους δήμους Αριστοτέλη και Πολυγύρου Χαλκιδικής.
Πώς φτιάχνεται η μουντοβίνα
Το μέλι που εγκλωβίζεται στο κερί μετά τον τρύγο, με απολεπίσματα από τις κερήθρες συγκεντρώνονται ώστε να αρχίσει η παραγωγή. Μίγμα μελιού - κεριού - νερού βράζεται προκειμένου να λιώσει το κερί και να σχηματιστεί χυλός.
Στη συνέχεια, ρίχνουν το μείγμα σε φίλτρα και πιέζοντάς το βγαίνει ένας ζωμός, ο οποίος μπαίνει σε βαρέλια. Όσο κερί υπάρχει μέσα στο ζωμό ανεβαίνει στην επιφάνεια και τότε αρχίζει η ζύμωση στο βαρέλι για περίπου 20 ημέρες. Ακολούθως, μπαίνει σε καζάνια απόσταξης και από εκεί βγαίνει το ποτό.